Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

Το πνεύμα των παλαιών Αγιορειτών. Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση.

 

     Εἶ­πε Γέρων Κα­ρυ­ώ­της: «Σήμερα στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ἔ­χει κό­σμο, δρό­μους, σύγ­χρο­να πράγ­μα­τα πού δέν ὑ­πῆρ­χαν πα­λαιά. Μο­νο­πά­τια καί καλ­ντε­ρί­μια εἶ­χε καί οἱ κα­λό­γε­ροι, ὅ­που πή­γαι­ναν, μέ τά πό­δια βά­δι­ζαν. Οἱ ἐρ­γο­χει­ρά­δες κου­βα­λοῦ­σαν τό ἐρ­γό­χει­ρό τους στήν πλά­τη, γιά νά τό φέρ­νουν στίς Κα­ρυ­ές νά τό που­λή­σουν. Σπά­νια νά εἶ­χε κα­νε­ίς ζῶο.

»Ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἡ­συ­χί­α καί ἠ­ρε­μί­α. Ἤ­μα­σταν πολ­λοί πα­τέ­ρες καί λί­γοι προ­σκυ­νη­τές. Αὐ­τό πού  κυ­ρί­ως μᾶς ἀλ­λο­ί­ω­σε εἶ­ναι ὁ πο­λύς κό­σμος, οἱ πολ­λοί προ­σκυ­νη­τές καί τά σύγ­χρο­να κο­σμι­κά πράγ­μα­τα. Βέβαια ἡ λέ­ξη προ­σκυ­νη­τές δέν ται­ρι­ά­ζει σή­με­ρα. Συ­νή­θως βρί­σκεις λί­γους προ­σκυ­νη­τές, καί οἱ ἄλ­λοι εἶ­ναι του­ρί­στες. Ἔρ­χον­ται τά­χα γιά εὐ­λο­γί­α, ἀλ­λά ἐ­πει­δή εἶ­ναι φθη­νά ἐ­δῶ, σοῦ λέ­ει, πᾶ­με στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος.

»Πα­λαιά στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος ἀ­πα­γο­ρευ­ό­ταν νά μπῆ ὁ προ­σκυ­νη­τής μέ κον­το­μά­νι­κο ἤ ἀ­μά­νι­κο. Σέ ἔδι­ω­χναν ἔ­ξω. Τό ἴ­διο, ἄν εἶ­χες μα­κρυά μαλ­λιά. Περ­νοῦ­σαν ὅ­λοι ἀ­πό τήν Κοι­νό­τη­τα καί ἄν ἤ­σουν ἀ­νε­πι­θύ­μη­τος, σέ γύ­ρι­ζαν πί­σω στόν κό­σμο μέ τήν δε­ύ­τε­ρη συγ­κοι­νω­νί­α. (Τότε εἶ­χε δύ­ο συγ­κοι­νω­νί­ες).  Τώρα μέ­σα στό Πρω­τᾶ­το, μπρο­στά στήν Ἐ­πι­στα­σί­α καί μέ­σα στόν χο­ρό τοῦ Κα­θο­λι­κοῦ εἶ­ναι λα­ϊ­κοί μέ ἀ­μά­νι­κο. Σήμερα οἱ ἐ­πι­σκέ­πτες δέν περ­νοῦν ἀ­πό τήν Ἐ­πι­στα­σί­α καί εἶ­ναι ἀ­νε­ξέ­λε­γκτοι.

»Πα­λαιά ἐ­δῶ στίς Κα­ρυ­ές ὅ­λα τά Κελ­λιά ἦ­ταν ἐ­παν­δρω­μέ­να μέ σπου­δα­ί­ους πα­τέ­ρες. Ὅ­λοι οἱ Ἀντι­πρό­σω­ποι ἔ­με­ναν στά Κο­νά­κια τους καί στό Πρωτᾶ­το γέ­μι­ζαν τά στα­σί­δια ἀ­πό σε­βά­σμιους γε­ρον­τά­δες μέ ἄ­σπρες γε­νει­ά­δες.

»Ἡ Ἐ­πι­στα­σί­α τό­τε εἶ­χε δύ­να­μη καί ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε τά­ξη. Μία πα­ρα­νο­μί­α νά γι­νό­ταν, τό λέ­γα­με   στήν Ἐ­πι­στα­σί­α καί ἀ­μέ­σως ἐ­πε­νέ­βαι­νε.

»Ὅ­ταν ἦρ­θα γιά κα­λό­γε­ρος πρίν ἀ­πό μι­σόν αἰ­ῶ­να, ἤ­μουν ἕ­να χρό­νο δό­κι­μος μέ­σα στίς Κα­ρυ­ές καί στήν πλα­τεῖ­α δέν κα­τέ­βη­κα. Οἱ δό­κι­μοι καί οἱ νέ­οι μο­να­χοί τό­τε δέν μι­λοῦ­σαν. Ἔ­κα­ναν σι­ω­πη­λοί τό ἐρ­γό­χει­ρό τους καί τήν ὑ­πα­κοή τους, καί κου­βέν­τα δέν ἔ­βγα­ζαν. Ποῦ τολ­μο­ύ­σα­με τό­τε νά μι­λή­σου­με; Σήμερα ὅ­λο κου­βέν­τες καί συ­ζη­τή­σεις. Οἱ ση­με­ρι­νοί κα­λό­γε­ροι δέν ἔ­χουν ὑ­πο­μο­νή.

»Πα­λαιά, θυ­μᾶ­μαι, πή­γαι­νε κά­ποι­ος σ᾿ ἕ­να μο­να­στή­ρι, σ᾿ ἕ­να Κελ­λί, δο­κί­μα­ζε καί ἔ­με­νε, δέν ἔ­φευ­γε· κα­θό­ταν μέ­χρι τέ­λος. Βέβαια περ­νοῦ­σαν πει­ρα­σμο­ύς, ἀλ­λά ἔ­κα­ναν ὑ­πο­μο­νή. Σήμερα μέ τόν πα­ρα­μι­κρό πει­ρα­σμό φε­ύ­γουν. Ὕ­στε­ρα πα­ίρ­νουν ἕ­να ἐ­ρει­πω­μέ­νο Κελ­λί, γυ­ρί­ζουν στόν κό­σμο καί μα­ζε­ύ­ουν λε­φτά, τό φτει­ά­χνουν καί κά­νουν τήν ζωή τους. Αὐ­τό ὅ­μως δέν εἶ­ναι κα­λο­γε­ρι­κή.

»Ἐ­μεῖς, οἱ μέ­ρες μας εἶ­ναι λί­γες καί θά φύ­γου­με. Ἡ κα­τά­στα­ση ὅ­μως δέν βλέ­πω νά ἀλ­λά­ζη, δέν γυ­ρί­ζει πί­σω. Μᾶλ­λον πᾶ­με πρός τό χει­ρό­τε­ρο. Ὅ­σο μπο­ρεῖ­τε ἐ­σεῖς οἱ νέ­οι κα­λό­γε­ροι νά κά­νε­τε ὑ­πο­μο­νή καί ὑ­πα­κοή, τά ὁ­ποῖ­α πᾶ­νε νά ἐ­κλε­ί­ψουν σή­με­ρα ἀπό το­ύς μο­να­χο­ύς.

»Τό 1961 στίς Κα­ρυ­ές δέν εἶ­χε οὔ­τε ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το. Τώρα ἔ­χουν αὐ­ξη­θῆ καί χά­σα­με τήν ἡ­συ­χί­α μας. Χάσαμε τήν εὐ­λά­βειά μας καί τήν πνευ­μα­τι­κό­τη­τά μας. Τώρα δυ­στυ­χῶς δέν ὑ­πάρ­χει ἡ ἀ­γά­πη τῆς πα­λαι­ᾶς ἐ­πο­χῆς, ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἡ δι­και­ο­σύ­νη.  Δέν ὑ­πάρ­χει ἐ­κε­ί­νη ἡ γνη­σι­ό­τη­τα τῶν μο­να­χῶν. Καί νά εἶ­χε κα­νε­ίς ἕ­να ἐ­λάτ­τω­μα, τό ἔ­βλε­πες. Σήμερα κρυ­βό­μα­στε καί θέ­λου­με νά δε­ί­ξου­με ὅ­τι εἴ­μα­στε ὅ­λοι ἅ­γιοι.

»Πα­λαιά τά μα­γα­ζιά στίς Κα­ρυ­ές πε­ρί­με­ναν νά τε­λει­ώ­ση ἡ θε­ί­α Λει­τουρ­γί­α καί ὕ­στε­ρα ἄ­νοι­γαν μέ­χρι τό με­ση­μέ­ρι. Τό ἀ­πό­γευ­μα ἦ­ταν κλει­στά. Αὐ­τό ἦ­ταν μί­α οἰ­κο­νο­μί­α, τό προ­βλέ­πει καί ὁ Κα­τα­στα­τι­κός χάρ­της, δι­ό­τι τό­τε ἦ­ταν πολ­λοί ἐρ­γα­ζό­με­νοι στά δά­ση καί δέν ὑ­πῆρ­χαν τά αὐ­το­κί­νη­τα, ὥ­στε νά ἔρ­χων­ται ὅ­πο­τε θέ­λουν νά ψω­νί­σουν στίς Κα­ρυ­ές. Ἔρ­χον­ταν οἱ ἐρ­γα­ζό­με­νοι στήν Λει­τουρ­γί­α στό Πρω­τᾶ­το τήν Κυ­ρια­κή, ὕ­στε­ρα ψώ­νι­ζαν ὅ,τι χρει­ά­ζον­ταν καί ἔ­φευ­γαν γιά τίς κα­λύ­βες τους στά δά­ση.

»Πα­λαιά τά νέ­α κα­λο­γέ­ρια πού ἦ­ταν στίς Κα­ρυ­ές δέν τά ἐ­πέ­τρε­παν οἱ Γε­ρον­τά­δες τους νά βγοῦν ἔ­ξω ἀ­πό τό Κελ­λί. Μόνο τήν Κυ­ρια­κή πή­γαι­ναν γιά ἐκ­κλη­σια­σμό στό Πρω­τᾶ­το καί στήν Λι­τα­νε­ί­α τοῦ Ἄ­ξι­όν Ἐ­στι. Ἔ­γι­ναν οἱ γι­ορ­τές τῆς χι­λι­ε­τη­ρί­δος καί δέν βγῆ­καν ἀ­πό τό σπί­τι τους.

»Αὐ­τή  ἡ  αὐ­στη­ρό­τη­τα  γιά τά νέ­α  κα­λο­γέ­ρια ὑπῆρ­χε πα­λαιά ἀ­πό ἀ­γά­πη∙ γιά νά το­ύς προ­φυ­λά­ξη καί νά μά­θουν κα­λο­γε­ρι­κή, νά μποῦν σέ μία κα­λή σει­ρά. Σήμερα μᾶς πα­ρα­ξε­νε­ύ­ει ἡ παρ­ρη­σί­α τῶν νέ­ων μο­να­χῶν. Πα­λαιά καί στίς Λει­τουρ­γί­ες πού κά­να­με στό Κελ­λί μας δέν μι­λο­ύ­σα­με με­τά στό κέ­ρα­σμα. Ὁ νέ­ος μο­να­χός πρέ­πει νά εἶ­ναι ὀ­λι­γο­μί­λη­τος, νά ἀ­κο­ύ­η καί νά μήν ἐκ­φέ­ρη γνώ­μη. Ἐ­νῶ σή­με­ρα συμ­βα­ί­νει τό ἀν­τί­θε­το στο­ύς νέ­ους μο­να­χο­ύς».

enromiosini.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου