Εορτάζει στις 27 Ιουλίου
– Δε σε συμφέρει να κάνω προσευχή γι’ αυτό το θέμα. Αν κάνεις υπομονή με πίστη στο Θεό, τότε θα πάρεις σύνταξη από το “υγειονομικό” που είναι μεγαλύτερη από του ΟΓΑ!
Κάποτε, ένας άρρωστος παρακαλούσε τον Άγιο Παντελεήμονα να τον κάνει καλά. Ο Άγιος, όμως, δεν τον έκανε. Εκείνος επέμενε και παρακαλούσε συνέχεια. Στο τέλος, τον θεράπευσε.
Όταν αυτός πέθανε και πήγε στην άλλη ζωή, είδε ότι έχασε πολλά στεφάνια ένεκα της θεραπείας του. Τότε λέει στον Άγιο Παντελεήμονα:
“Γιατί με έκανες καλά; Εσύ γνώριζες ότι θα χάσω τα στεφάνια, γι’ αυτό δεν έπρεπε να με θεραπεύσεις”.
Έτσι, βρήκε και το μπελά του ο Άγιος Παντελεήμων!
Πριν από λίγα χρόνια, την 27 Ιουλίου, στην αγρυπνία του Αγίου Παντελεήμονος, ο αδελφός Δανιήλ, με πίστη πολύ και δάκρυα στα μάτια, παρακάλεσε τον Άγιο Παντελεήμονα, προς τον οποίο είπε : «Άγιε του Θεού και προστάτη της Σκήτης μας, συ που είσαι γιατρός και για την αγάπη του Χριστού μαρτύρησες και έχυσες το αίμα σου, κάμε αγάπη και παρακάλεσε τον Δεσπότη Χριστό να μου δώσει την υγεία μου, να μπορώ κι εγώ υγιής να δοξάζω το όνομά Του και να ψάλλω στις αγρυπνίες».
Λέγοντας αυτά, ο μοναχός Δανιήλ, από τον πόνο και την κούραση, τον πήρε λίγο ο ύπνος και βλέπει σε όραμα τον Άγιο Παντελεήμονα να είναι γονατιστός μπροστά στον θρόνο του Θεού και να παρακαλεί για την υγεία του αδελφού.
Ο μοναχός Δανιήλ, άκουσε τον Δεσπότη Χριστό να λέει στον Άγιο Παντελεήμονα : «Αδελφέ μου μεγαλομάρτυρα Παντελεήμονα, μήπως εσύ είσαι πιο σπλαχνικός από μένα ; Ή αγαπάς πιο πολύ από μένα τους ανθρώπους ; Γνωρίζω πως για την αγάπη μου έχυσες το αίμα σου, αλλά μήπως εγώ δεν έχυσα και για την ψυχική σωτηρία των ανθρώπων δε χύνω κάθε μέρα το αίμα μου; Μάθε ότι θέλημά μου είναι και συμφέρει πολλές φορές το σώμα να είναι άρρωστο για να σωθεί η ψυχή. Έτσι θέλω πολλοί άνθρωποι να σωθούν».
Όταν άκουσε αυτά, ο αδελφός Δανιήλ, ξύπνησε και δόξασε το όνομα του Θεού, ευχαρίστησε και τον Άγιο Παντελεήμονα για την προσπάθεια και μεσιτεία του, κι αμέσως, όπως μας είπε ο ίδιος, έφυγε ένα βάρος από πάνω του και πληροφορήθηκε, πως πρέπει να φέρει με υπομονή, με χαρά και με ευχαρίστηση τον Σταυρό και την κατάσταση της ασθένειάς του.
Απόσπασμα από το βιβλίο: “Το Γεροντικό του Αγίου Όρους”, Ανδρέου Μοναχού Αγιορείτου, τομ. Α΄, ΑΘΗΝΑΙ 1980, σσ. 287 – 288.
Αυτός ο διωγμός από την εκκλησία τού Αγίου Παντελεήμονος του έφερε μεγάλο ψυχικό πόνο. Μια βραδιά, φεύγοντας από τον Άγιο Ιωάννη για να πάη στο σπίτι του, έκλαιγε στο δρόμο. Έρημος ο τόπος τότε.
Βλέπει άξαφνα στο δρόμο ένα νεαρό παλληκάρι και του λέγει: Τι κλαις, πάτερ μου;
– Κλαίω, παιδί μου, γιατί με διώξανε από τον Άγιο Παντελεήμονα.
– Μη λυπείσαι, πάτερ μου, και εγώ είμαι πάντοτε μαζί σου.
Του λέγει: Ποιος είσαι συ, παιδί μου;
– Εγώ, τού λέγει, είμαι ο Παντελεήμων, πού μένω στον Νέο Κόσμο- και τον έχασε αμέσως από εμπρός του. Αυτήν την οπτασίαν την διηγείτο ο ίδιος επί λέξει εις μίαν κόρη της συνοδείας του.
Κάποτε ξεκίνησε να πάει μόνος του σ’ ένα ερημοκλήσι στο Περιστέρι όπου θα γινόταν αγρυπνία. Σύντομα όμως έχασε το δρόμο και άρχισε να περιπλανιέται στα μονοπάτια μες στα χωράφια. Καθώς προχωρούσε προσευχόμενος, βλέπει μπροστά του ένα όμορφο νέο που του είπε! « Έχασες το δρόμο σου, πάτερ; Θα σε οδηγήσω εγώ». Μόλις όμως έφτασαν στο ερημοκλήσι και γύρισε να ευχαριστήσει τον νέο, «αμέσως εκείνος ηλαμψένε [έλαμψε] και τον έχασα», έλεγε ο ίδιος στα πνευματικά του παιδιά.
ΜΑΡΘΑ μοναχή
Πηγή: από το βιβλίο: Ο παπα Νικόλας Πλανάς Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα 1979.Ο πατήρ Ευάγγελος Χαλκίδης κατάγονταν από την Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Είχε Πνευματικό του τον εσχάτως ανακηρυχθέντα άγιον Γεώργιον Καρσλίδην, ο οποίος τον καθωδηγούσε και τον προετοίμαζε για την ιερωσύνη. Ήταν εφημέριος στον ιερό ναό αγίου Γεωργίου της Κοινότητος Αγίου Βασιλείου Λαγκαδά. Ο παπα-Βαγγέλης ήταν κατ’ εξοχήν άνθρωπος της προσευχής και της ησυχίας. Ήταν όντως ενάρετος και μοσχοβολούσε αγιότητα.
Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι ο π. Ευάγγελος ήρθε με το λεωφορείο από την ενορία του στην Θεσσαλονίκη. Είχε ένα σπιτάκι κοντά στην Παναγία Φανερωμένη, όπου έμεναν οικογενειακώς. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και ο ευλογημένος ιερεύς, κουρασμένος και ιδρωμένος καθώς ήταν, άνοιξε το παράθυρο και ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστή. Καθώς το παράθυρο ήταν ανοιχτό, έμπαινε ο αέρας και ανέμιζε την κουρτίνα. Όπως ήταν σε κατάσταση ημιεγρήγορσης βλέπη να μπαίνη ξαφνικά από το παράθυρο ένα παλληκάρι και του λέει: «Πάτερ, ήρθα να μείνω εδώ». Του απαντά τότε ο παπα-Βαγγέλης: «Βρε, παιδί μου, πού να μείνης εδώ; Το σπίτι είναι μικρό. Έχω έξι παιδιά και δύο εγώ και η παπαδιά, είμαστε οκτώ άτομα. Εμείς δύσκολα χωράμε. Πού να σε βάλω να μείνης;». Το παλληκάρι επανέλαβε: «Πάτερ, ήρθα να μείνω στο σπίτι σου και θα μείνω».
Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού. Πήγε και άνοιξε. Ήταν μία ηλικιωμένη μοναχή κι ένας επίσης ηλικιωμένος ιερέας. Η μοναχή κρατούσε στα χέρια της μία λειψανοθήκη. Του είπε: «Πάτερ, εδώ έχουμε το χέρι του αγίου Παντελεήμονος. Το είχαμε στο μοναστήρι μας. Εμείς κάποια μέρα θα πεθάνουμε και το Μοναστήρι θα κλείσει. Έχουμε ακούσει για σένα. Μάθαμε πως αγαπάς πολύ τους Αγίους και φέραμε το χέρι του αγίου Παντελεήμονος να σου το παραδώσουμε για να το φυλάξης». Τότε ο π. Ευάγγελος κατάλαβε ότι ο νέος που του είχε παρουσιασθή προ ολίγου ήταν ο άγιος Παντελεήμων.
Όταν πήγαινε σε αρρώστους έπαιρνε μαζί του και το Λείψανο του αγίου Παντελεήμονος για να τους σταυρώνη. Όποτε άνοιγε την λειψανοθήκη, τα Λείψανά του ευωδίαζαν.
Είχε αρκετά άγια Λείψανα που ήρθαν στην κατοχή του με θαυμαστό τρόπο. Συνήθως ενεφανίζοντο στον ύπνο του οι άγιοι και στον κάτοχο των ιερών λειψάνων και μ’ αυτόν τον τρόπο εγίνοντο οι γνωριμίες και οι ανταλλαγές των λειψάνων. (Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο Β’ – Πατήρ Ευάγγελος Χαλκίδης)
iconandlight.wordpress.com
«Τάζ’νε
λαμπάδας σον Αέρ’, ελάδ’ στην Παναϊαν και τριπόπαδοι λουτρούεμαν σον Αε
– Παντελεήμον» (δηλ. τάζουν λαμπάδες στον άγιο Γεώργιο, λάδι στην
Παναγία και λειτουργία από τρεις παπάδες στον άγιο Παντελεήμονα). –Ποντιακό
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
– Γέροντα, εγώ είμαι άρρωστος. Κάνε προσευχή να γίνω καλά.– Δε σε συμφέρει να κάνω προσευχή γι’ αυτό το θέμα. Αν κάνεις υπομονή με πίστη στο Θεό, τότε θα πάρεις σύνταξη από το “υγειονομικό” που είναι μεγαλύτερη από του ΟΓΑ!
Κάποτε, ένας άρρωστος παρακαλούσε τον Άγιο Παντελεήμονα να τον κάνει καλά. Ο Άγιος, όμως, δεν τον έκανε. Εκείνος επέμενε και παρακαλούσε συνέχεια. Στο τέλος, τον θεράπευσε.
Όταν αυτός πέθανε και πήγε στην άλλη ζωή, είδε ότι έχασε πολλά στεφάνια ένεκα της θεραπείας του. Τότε λέει στον Άγιο Παντελεήμονα:
“Γιατί με έκανες καλά; Εσύ γνώριζες ότι θα χάσω τα στεφάνια, γι’ αυτό δεν έπρεπε να με θεραπεύσεις”.
Έτσι, βρήκε και το μπελά του ο Άγιος Παντελεήμων!
***
Στην
Καλύβα «Άγιος Χρυσόστομος» της Κουτλουμουσιανής Σκήτης του Αγίου
Παντελεήμονος, βρίσκεται ακόμη στη ζωή και ασκητικά αγωνίζεται ο Μοναχός
Δανιήλ, ο οποίος, όπως μας βεβαίωσε ο ίδιος και από άλλους Πατέρες,
πληροφορηθήκαμε, είκοσι και πλέον χρόνια είναι άρρωστος,
πονεί το κεφάλι, η μέση, τα νεφρά, η καρδιά, τα πόδια και πολλές φορές
όλο το σώμα. Σε πολλούς γιατρούς πήγε, πολλές εξετάσεις, ακτινοσκοπήσεις
και ακτινογραφίες έκανε, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Οι γιατροί δεν
βρίσκουν καμιά σωματική οργανική βλάβη ή πάθηση, ο αδελφός όμως ακόμη
υποφέρει από ανεξήγητη ασθένεια, στην οποία δεν μπορούν να τον βοηθήσουν
οι γιατροί και η επιστήμη.Πριν από λίγα χρόνια, την 27 Ιουλίου, στην αγρυπνία του Αγίου Παντελεήμονος, ο αδελφός Δανιήλ, με πίστη πολύ και δάκρυα στα μάτια, παρακάλεσε τον Άγιο Παντελεήμονα, προς τον οποίο είπε : «Άγιε του Θεού και προστάτη της Σκήτης μας, συ που είσαι γιατρός και για την αγάπη του Χριστού μαρτύρησες και έχυσες το αίμα σου, κάμε αγάπη και παρακάλεσε τον Δεσπότη Χριστό να μου δώσει την υγεία μου, να μπορώ κι εγώ υγιής να δοξάζω το όνομά Του και να ψάλλω στις αγρυπνίες».
Λέγοντας αυτά, ο μοναχός Δανιήλ, από τον πόνο και την κούραση, τον πήρε λίγο ο ύπνος και βλέπει σε όραμα τον Άγιο Παντελεήμονα να είναι γονατιστός μπροστά στον θρόνο του Θεού και να παρακαλεί για την υγεία του αδελφού.
Ο μοναχός Δανιήλ, άκουσε τον Δεσπότη Χριστό να λέει στον Άγιο Παντελεήμονα : «Αδελφέ μου μεγαλομάρτυρα Παντελεήμονα, μήπως εσύ είσαι πιο σπλαχνικός από μένα ; Ή αγαπάς πιο πολύ από μένα τους ανθρώπους ; Γνωρίζω πως για την αγάπη μου έχυσες το αίμα σου, αλλά μήπως εγώ δεν έχυσα και για την ψυχική σωτηρία των ανθρώπων δε χύνω κάθε μέρα το αίμα μου; Μάθε ότι θέλημά μου είναι και συμφέρει πολλές φορές το σώμα να είναι άρρωστο για να σωθεί η ψυχή. Έτσι θέλω πολλοί άνθρωποι να σωθούν».
Όταν άκουσε αυτά, ο αδελφός Δανιήλ, ξύπνησε και δόξασε το όνομα του Θεού, ευχαρίστησε και τον Άγιο Παντελεήμονα για την προσπάθεια και μεσιτεία του, κι αμέσως, όπως μας είπε ο ίδιος, έφυγε ένα βάρος από πάνω του και πληροφορήθηκε, πως πρέπει να φέρει με υπομονή, με χαρά και με ευχαρίστηση τον Σταυρό και την κατάσταση της ασθένειάς του.
Απόσπασμα από το βιβλίο: “Το Γεροντικό του Αγίου Όρους”, Ανδρέου Μοναχού Αγιορείτου, τομ. Α΄, ΑΘΗΝΑΙ 1980, σσ. 287 – 288.
***
Κατ’ αρχήν ο Άγιος Νικόλας Πλανάς έγινε
εφημέριος εις τον Άγιον Παντελεήμονα, εις τον Νέον Κόσμον. Η ενορία του
απηρτίζετο από… 13 οικογένειας. Εις το διάστημα της εφημερίας του, τον
επεσκέφθη ένας ιερεύς άνευ ενορίας, τον παρεκάλεσε να συλλειτουργήσουν,
και αυτός ως καλός και αγαθός τον εδέχθη ολοψύχως. Αυτός όμως ο ιερεύς
τα συνεφώνησε με τούς τότε επιτρόπους της εκκλησίας του Αγίου
Παντελεήμονος, τον έδιωξαν και τον έστειλαν εις την εκκλησίαν τού Αγίου
Ιωάννου της οδού Βουλιαγμένης (τον «Κυνηγόν», ως τον έλεγαν τότε). Η
ενορία της εκκλησίας αυτής απηρτίζετο από… οχτώ οικογενείας! Και η
πληρωμή τού ιερέως ήτανε ένα κομμάτι κρέας από το μανάρι των Απόκρεω ή
των Χριστουγέννων. Αυτό δεν τον πείραζε, είχε κεφάλαιον την νηστείαν.
Αρκεί να είχε εκκλησία να λειτουργή.Αυτός ο διωγμός από την εκκλησία τού Αγίου Παντελεήμονος του έφερε μεγάλο ψυχικό πόνο. Μια βραδιά, φεύγοντας από τον Άγιο Ιωάννη για να πάη στο σπίτι του, έκλαιγε στο δρόμο. Έρημος ο τόπος τότε.
Βλέπει άξαφνα στο δρόμο ένα νεαρό παλληκάρι και του λέγει: Τι κλαις, πάτερ μου;
– Κλαίω, παιδί μου, γιατί με διώξανε από τον Άγιο Παντελεήμονα.
– Μη λυπείσαι, πάτερ μου, και εγώ είμαι πάντοτε μαζί σου.
Του λέγει: Ποιος είσαι συ, παιδί μου;
– Εγώ, τού λέγει, είμαι ο Παντελεήμων, πού μένω στον Νέο Κόσμο- και τον έχασε αμέσως από εμπρός του. Αυτήν την οπτασίαν την διηγείτο ο ίδιος επί λέξει εις μίαν κόρη της συνοδείας του.
Κάποτε ξεκίνησε να πάει μόνος του σ’ ένα ερημοκλήσι στο Περιστέρι όπου θα γινόταν αγρυπνία. Σύντομα όμως έχασε το δρόμο και άρχισε να περιπλανιέται στα μονοπάτια μες στα χωράφια. Καθώς προχωρούσε προσευχόμενος, βλέπει μπροστά του ένα όμορφο νέο που του είπε! « Έχασες το δρόμο σου, πάτερ; Θα σε οδηγήσω εγώ». Μόλις όμως έφτασαν στο ερημοκλήσι και γύρισε να ευχαριστήσει τον νέο, «αμέσως εκείνος ηλαμψένε [έλαμψε] και τον έχασα», έλεγε ο ίδιος στα πνευματικά του παιδιά.
ΜΑΡΘΑ μοναχή
Πηγή: από το βιβλίο: Ο παπα Νικόλας Πλανάς Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα 1979.Ο πατήρ Ευάγγελος Χαλκίδης κατάγονταν από την Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Είχε Πνευματικό του τον εσχάτως ανακηρυχθέντα άγιον Γεώργιον Καρσλίδην, ο οποίος τον καθωδηγούσε και τον προετοίμαζε για την ιερωσύνη. Ήταν εφημέριος στον ιερό ναό αγίου Γεωργίου της Κοινότητος Αγίου Βασιλείου Λαγκαδά. Ο παπα-Βαγγέλης ήταν κατ’ εξοχήν άνθρωπος της προσευχής και της ησυχίας. Ήταν όντως ενάρετος και μοσχοβολούσε αγιότητα.
Ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι ο π. Ευάγγελος ήρθε με το λεωφορείο από την ενορία του στην Θεσσαλονίκη. Είχε ένα σπιτάκι κοντά στην Παναγία Φανερωμένη, όπου έμεναν οικογενειακώς. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και ο ευλογημένος ιερεύς, κουρασμένος και ιδρωμένος καθώς ήταν, άνοιξε το παράθυρο και ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστή. Καθώς το παράθυρο ήταν ανοιχτό, έμπαινε ο αέρας και ανέμιζε την κουρτίνα. Όπως ήταν σε κατάσταση ημιεγρήγορσης βλέπη να μπαίνη ξαφνικά από το παράθυρο ένα παλληκάρι και του λέει: «Πάτερ, ήρθα να μείνω εδώ». Του απαντά τότε ο παπα-Βαγγέλης: «Βρε, παιδί μου, πού να μείνης εδώ; Το σπίτι είναι μικρό. Έχω έξι παιδιά και δύο εγώ και η παπαδιά, είμαστε οκτώ άτομα. Εμείς δύσκολα χωράμε. Πού να σε βάλω να μείνης;». Το παλληκάρι επανέλαβε: «Πάτερ, ήρθα να μείνω στο σπίτι σου και θα μείνω».
Εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού. Πήγε και άνοιξε. Ήταν μία ηλικιωμένη μοναχή κι ένας επίσης ηλικιωμένος ιερέας. Η μοναχή κρατούσε στα χέρια της μία λειψανοθήκη. Του είπε: «Πάτερ, εδώ έχουμε το χέρι του αγίου Παντελεήμονος. Το είχαμε στο μοναστήρι μας. Εμείς κάποια μέρα θα πεθάνουμε και το Μοναστήρι θα κλείσει. Έχουμε ακούσει για σένα. Μάθαμε πως αγαπάς πολύ τους Αγίους και φέραμε το χέρι του αγίου Παντελεήμονος να σου το παραδώσουμε για να το φυλάξης». Τότε ο π. Ευάγγελος κατάλαβε ότι ο νέος που του είχε παρουσιασθή προ ολίγου ήταν ο άγιος Παντελεήμων.
Όταν πήγαινε σε αρρώστους έπαιρνε μαζί του και το Λείψανο του αγίου Παντελεήμονος για να τους σταυρώνη. Όποτε άνοιγε την λειψανοθήκη, τα Λείψανά του ευωδίαζαν.
Είχε αρκετά άγια Λείψανα που ήρθαν στην κατοχή του με θαυμαστό τρόπο. Συνήθως ενεφανίζοντο στον ύπνο του οι άγιοι και στον κάτοχο των ιερών λειψάνων και μ’ αυτόν τον τρόπο εγίνοντο οι γνωριμίες και οι ανταλλαγές των λειψάνων. (Από το βιβλίο: Ασκητές μέσα στον κόσμο Β’ – Πατήρ Ευάγγελος Χαλκίδης)
***
Απολυτίκιον Αγίου Παντελεήμονος. Ήχος γ’
Αθλοφόρε άγιε, και ιαματικέ Παντελεήμον, πρέσβευε τω ελεήμονι Θεώ, ίνα πταισμάτων άφεσιν, παράσχη ταις ψυχαίς ημών.iconandlight.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου