Μιά δαιμονισμένη
ομολογούσε: “Όταν ήμουν 13 χρονών, έβοσκα τα γελάδια σε μιά
ρεματιά και εκεί βλαστήμησα τον Χριστό και τον αντίχριστο και
δαιμονίστηκα, μπήκε μέσα μου δαίμονας. Από τότε δεν είμαι
καλά. Παντρεύτηκα και με πήγε ο άντρας μου στην Αγγλία, στην
Γερμανία, σε όλους τους γιατρούς. Οι γιατροί δεν βρήκαν τίποτα.
Δεν ξέρουν ότι έχω δαίμονα. Τώρα, με έφερε και σε σένα”.
Τούς είπα, “εξομολόγηση και θεία Κοινωνία” και φώναξε το δαιμόνιο: “Εσύ δεν τα λές καλά! Εκείνος ο άλλος ο παπάς (ένας άλλος Ιερέας εξ εγγάμων που είχαν πάει πρωτύτερα) τα λέει καλύτερα. Μόνο μεταλαβιά (θεία Κοινωνία), δεν χρειάζονται διαβάσματα (εξομολόγηση) “.Είδατε, αδελφοί μου, πως δεν την θέλει την εξομολόγηση ο διάβολος και ότι η θεία Κοινωνία δίχως εξομολόγηση δεν ωφελεί σε τίποτα».
«Κοινωνάμε, αλλά δεν κοινωνάμε»
Μιά κυρία από ένα χωριό, ήρθε πρίν μερικά χρόνια να με δή. Μου είπε ότι ήρθε στις Ροβιές στο πανηγύρι και κατά το έθος κοινώνησε. Όμως, ενώ κατάπιε το “ζμί” (ζουμί–αίμα Κυρίου), το “κοψίδι” (ψίχα–σώμα Κυρίου) έμεινε κάτω από την γλώσσα και δεν μπορούσε να το καταπιή. Πήγανε σε ένα σπίτι, τους κέρασαν καφέ και παξιμάδι, τα έφαγε, αλλά το κομματάκι δεν κατέβαινε. Το είπε στην γειτόνισσα και την παρακάλεσε να το σκουντήση με το χέρι της. Φύγανε από τις Ροβιές. Στον δρόμο είχανε ψωμί και τυρί και φάγανε σε μιά πηγή που σταματήσανε. Αισθάνθηκε ότι είναι ακόμα εκεί το ψιχουλάκι και αισθανόταν ότι μοσχοβολάει. Έβαλε το δάκτυλο και το σκουντούσε και αυτό έβγαινε έξω πάλι στην γλώσσα της.Τι ήταν αυτό, π. Ιάκωβε; με ρώτησε.
Μήπως είχες κανένα αμάρτημα και πήγες να κοινωνήσης και δεν ήσουν άξια και ικανή να πάς να κοινωνήσης; Μήπως με καμμιά σου γειτόνισσα τα είχες χαλάσει;
Ναί, παπά μου! Ήρθε η κόττα της γειτόνισσας στην αυλή μου και την έδιωξα λέγοντας “ίσου! να φάς την νοικοκυρά σου, να ψοφήση η νοικοκυρά σου!”. Και ύστερα σαν να με φώτισε ο Θεός το βράδυ και μου είπε: “Δέν πάς να πάρης συγχώρηση από την γειτόνισσα;”. “Νά πάω”, είπα. Στον δρόμο όμως που πήγαινα, μου είπε ο λογισμός: “Έ! δεν είναι τίποτα. Και η δική μου πάει σε αυτήν και αυτής έρχεται σε μένα”.»Βλέπετε τι της είπε ο διάβολος; Και ενώ πήγε να κοινωνήση, δεν κοινώνησε, διότι είχε καταραστή την γειτόνισσά της».
«Καί μιά άλλη φορά, ένα παλληκάρι ήρθε να κοινωνήση και δίσταζα λίγο μέσα μου να το κοινωνήσω. Φαίνεται θα είχε κάποιο πνευματικό κώλυμα. Όταν, λοιπόν, το κοινωνούσα, ένας παρευρισκόμενος μοναχός, αρετής άνθρωπος, είδε να φεύγη από την αγία Λαβίδα μιά χρυσή λάμψη, να περνά πάνω από το κεφάλι μου και να πάη πάνω στην αγία Τράπεζα και κάθησε εκεί. Μετά την ακολουθία, μου το είπε ο μοναχός και μου είπε ότι το έβλεπε (τό παλληκάρι) μαύρο στο πρόσωπο.»Βλέπετε; Κοινωνάμε αλλά δεν κοινωνάμε!
Γι᾽ αυτό και οι μάγοι και οι αιρετικοί μερικές φορές συνιστούν και θεία Κοινωνία, αλλά φροντίζουν να μην (μάς αφήσουν νά) σκεφτούμε (γιά) να προετοιμαστούμε σωστά».
Δεν ξέρουν ότι έχω δαίμονα. Τώρα, με έφερε και σε σένα”.
Τούς είπα, “εξομολόγηση και θεία Κοινωνία” και φώναξε το δαιμόνιο: “Εσύ δεν τα λές καλά! Εκείνος ο άλλος ο παπάς (ένας άλλος Ιερέας εξ εγγάμων που είχαν πάει πρωτύτερα) τα λέει καλύτερα. Μόνο μεταλαβιά (θεία Κοινωνία), δεν χρειάζονται διαβάσματα (εξομολόγηση) “.Είδατε, αδελφοί μου, πως δεν την θέλει την εξομολόγηση ο διάβολος και ότι η θεία Κοινωνία δίχως εξομολόγηση δεν ωφελεί σε τίποτα».
«Κοινωνάμε, αλλά δεν κοινωνάμε»
Μιά κυρία από ένα χωριό, ήρθε πρίν μερικά χρόνια να με δή. Μου είπε ότι ήρθε στις Ροβιές στο πανηγύρι και κατά το έθος κοινώνησε. Όμως, ενώ κατάπιε το “ζμί” (ζουμί–αίμα Κυρίου), το “κοψίδι” (ψίχα–σώμα Κυρίου) έμεινε κάτω από την γλώσσα και δεν μπορούσε να το καταπιή. Πήγανε σε ένα σπίτι, τους κέρασαν καφέ και παξιμάδι, τα έφαγε, αλλά το κομματάκι δεν κατέβαινε. Το είπε στην γειτόνισσα και την παρακάλεσε να το σκουντήση με το χέρι της. Φύγανε από τις Ροβιές. Στον δρόμο είχανε ψωμί και τυρί και φάγανε σε μιά πηγή που σταματήσανε. Αισθάνθηκε ότι είναι ακόμα εκεί το ψιχουλάκι και αισθανόταν ότι μοσχοβολάει. Έβαλε το δάκτυλο και το σκουντούσε και αυτό έβγαινε έξω πάλι στην γλώσσα της.Τι ήταν αυτό, π. Ιάκωβε; με ρώτησε.
Μήπως είχες κανένα αμάρτημα και πήγες να κοινωνήσης και δεν ήσουν άξια και ικανή να πάς να κοινωνήσης; Μήπως με καμμιά σου γειτόνισσα τα είχες χαλάσει;
Ναί, παπά μου! Ήρθε η κόττα της γειτόνισσας στην αυλή μου και την έδιωξα λέγοντας “ίσου! να φάς την νοικοκυρά σου, να ψοφήση η νοικοκυρά σου!”. Και ύστερα σαν να με φώτισε ο Θεός το βράδυ και μου είπε: “Δέν πάς να πάρης συγχώρηση από την γειτόνισσα;”. “Νά πάω”, είπα. Στον δρόμο όμως που πήγαινα, μου είπε ο λογισμός: “Έ! δεν είναι τίποτα. Και η δική μου πάει σε αυτήν και αυτής έρχεται σε μένα”.»Βλέπετε τι της είπε ο διάβολος; Και ενώ πήγε να κοινωνήση, δεν κοινώνησε, διότι είχε καταραστή την γειτόνισσά της».
«Καί μιά άλλη φορά, ένα παλληκάρι ήρθε να κοινωνήση και δίσταζα λίγο μέσα μου να το κοινωνήσω. Φαίνεται θα είχε κάποιο πνευματικό κώλυμα. Όταν, λοιπόν, το κοινωνούσα, ένας παρευρισκόμενος μοναχός, αρετής άνθρωπος, είδε να φεύγη από την αγία Λαβίδα μιά χρυσή λάμψη, να περνά πάνω από το κεφάλι μου και να πάη πάνω στην αγία Τράπεζα και κάθησε εκεί. Μετά την ακολουθία, μου το είπε ο μοναχός και μου είπε ότι το έβλεπε (τό παλληκάρι) μαύρο στο πρόσωπο.»Βλέπετε; Κοινωνάμε αλλά δεν κοινωνάμε!
Γι᾽ αυτό και οι μάγοι και οι αιρετικοί μερικές φορές συνιστούν και θεία Κοινωνία, αλλά φροντίζουν να μην (μάς αφήσουν νά) σκεφτούμε (γιά) να προετοιμαστούμε σωστά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου