Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Το αίμα της Θεοτόκου. Μια αληθινή συγκλονιστική ιστορία…

Η ξηρασία εκείνη τη χρονιά ήταν φοβερή. Η γη άνοιξε από τη ζέστη. Οι πηγές στέρεψαν. Τα ποταμάκια στέγνωσαν. Τα πηγάδια άδειασαν. Τα φύλλα των δένδρων κιτρίνισαν, σαν να πέρασε δίπλα τους φωτιά.

Το χορτάρι και τα σπαρτά στα χωράφια ξεραίνονταν από τη ρίζα. Ποτέ πριν η περιοχή Ζαμπαϊκάλ[1] δεν είχε αντιμετωπίσει τέτοια ανομβρία.
Ο εμφύλιος πόλεμος είχε πια τελειώσει με τον θρίαμβο της κόκκινης εξουσίας και την αποχώρησι του λευκού στρατού[2]. Στο Τοργίνσκ, χωριό των Κοζάκων[3] κοντά στην πόλη Νερτσίνσκ[4], η πρώτη δουλειά των μπολσεβίκων μετά την επικράτησί τους ήταν να σφραγίσουν τον κεντρικό ναό, όπου φυλασσόταν η περίφημη θαυματουργή εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Στις 8 Ιουλίου κάθε χρόνο, ανήμερα της μνήμης του Αγίου Προκοπίου, πλήθη πιστών, έπειτα από πανηγυρική θεία λειτουργία και παράκλησι, έπαιρναν την θαυματουργή εικόνα και την λιτάνευαν σε κοντινά και μακρινά χωριά.
Ήταν 7 Ιουλίου του 1922. Στην λαϊκή συνέλευσι του Τοργίνσκ οι ασπρογένηδες γέροι Κοζάκοι άκουγαν σκυθρωποί τον Στέφανο Καμένστσικωφ, πρώην κόκκινο παρτιζάνο και τώρα γραμματέα του χωριού.
—Εσείς λοιπόν, σύντροφοι, λέτε ότι μας χτύπησε η ξηρασία επειδή η εργατική εξουσία απαγόρευσε την λιτάνευσι της εικόνας στα χωράφια και εμποδίζει τους παπάδες ν’ αποκοιμίζουν πια τον λαό;
—Σωστά το μάντεψες, Στέφανε Βαχραμέγιεβιτς, αποκρίθηκε άφοβα ο Κύριλλος Μπούτιν, ένας ψηλός, γεροδεμένος Κοζάκος με μαύρο παχύ μουστάκι, πρώην μαχητής στην πρώτη γραμμή του γερμανικού μετώπου[5].
—Φαίνεται πως δεν σου πολυαρέσει η εξουσία των εργατών και αγροτών, γρύλλισε ο Καμένστσικωφ. Το καλό που σου θέλω, μάζεψε το μπογαλάκια σου και τράβα να βρης τους λευκούς πέρα από την θάλασσα…
—Άστα αυτά, Στέφανε, απάντησε ήρεμα ο Μπούτιν. Φαίνεται πως έχασες το μυαλό σου. Ξέχασες κιόλας ότι στο έκτο σύνταγμα του Γιακίμωφ διοικούσα εκατοντάδες επαναστατών εναντίον των λευκών;
—Μπορεί τότε να πολέμησες τους τσαρικούς. Τώρα όμως δείχνεις πως δεν μπορείς να στερηθής τις μουχλιασμένες συνήθειες που σε δίδαξαν οι παπάδες. Σε τραβάνε πολύ…
Ο Καμένστσικωφ κοίταζε ειρωνικά τον Μπούτιν. Στο βλέμμα του όμως υπήρχε και κάτι το απειλητικό. Ήταν κοντός, με ζωηρό πρόσωπο, γεμάτο αυτοπεποίθησι. Είχε μόλις τελειώσει το πρακτικό λύκειο της Νερτσίνσκ, όταν εντάχθηκε στα σώματα των κόκκινων παρτιζάνων. Πρόσφατα είχε τοποθετηθή στη θέσι του γραμματέως του χωριού. Η αυταρχικότητα του όμως δεν άργησε να προκαλέση την δυσαρέσκεια όχι μόνον των Κοζάκων, μα και των συντρόφων του, των παλιών κόκκινων παρτιζάνων.
—Σύντροφοι, συνέχισε μαχητικά. Πρέ­πει να λυτρωθούμε από την θρησκοληψία. Αφού στην ρωσσική γη δεν έχει πια θέσι ο τσάρος, δεν έχει θέσι ούτε ο Θεός. Ο άν­θρωπος ο ίδιος είναι για τον εαυτό του και Θεός και τσάρος…
Τα τελευταία λόγια του Καμένστσικωφ προκάλεσαν αναταραχή και σούσουρο στην συνάθροισι των χωρικών. Ακούστηκαν τολμηρές διαμαρτυρίες.
—Νάτα μας! Τι τόλμησε να πη το κουτάβι!…
—Πέτρα στο λαιμό του και κατευθείαν για πνίξιμο!…
Ασπρομάλληδες γέροντες με ξαναμμένα πρόσωπα πετάχθηκαν απ’ όλες τις μεριές και άρχισαν να τον πλησιάζουν απειλητικά. Ο Καμένστσικωφ χλώμιασε και τους κοίταξε σαν χαμένος.
—Τι σημαίνει αυτό, σύντροφοι; είπε μέ­σα από τα δόντια του. Κάνετε λοιπόν σαμ­ποτάζ; Αντιστέκεσθε στην σοβιετική εξου­σία;
—Δεν κάνουμε σαμποτάζ, αποκρίθηκε ο Μπούτιν, ενώ τα μαύρα μάτια του πετού­σαν σπίθες. Εκδηλώνουμε την δίκαιη αγανάκτησι του λαού για τις βλασφημίες σου. Καλύτερα βούλωσε το στόμα σου!
—Σύντροφε Στέφανε, πήρε το λόγο ένας ηλικιωμένος Κοζάκος με έξυπνο και καλωσυνάτο πρόσωπο, πρώην εκκλησιαστικός σύμβουλος. Στείλε ένα δικό σου άνθρωπο στην Νερτσίνσκ. Εξήγησε στους προϊσταμένους σου τι σου ζητούμε και γιατί. Εμείς ειρηνικά παρακαλούμε να λιτανεύσουμε την εικόνα της Παναγίας στα κατάξερα χωράφια μας. Κρίνε μόνος σου: Ποιος έχει να ζημιωθή απ’ αυτό;
—Όλοι εμείς πιστεύουμε στον Χριστό!, πετάχθηκε ένας ζωηρός νεαρός Κοζάκος. Μόνο εσύ, σκύλε, ζης χωρίς Χριστό!
Ο Καμένστσικωφ αντέδρασε.
—Τι ειν’ αυτά που λέτε σύντροφοι; Μα τότε για ποιο πράγμα πολεμήσαμε; Γιατί χύσαμε το αίμα μας; Γιατί πήραμε με τόσες θυσίες την εξουσία;
Κοίταξε με κάποιαν ελπίδα συμπαραστάσεως προς το μέρος που καθόταν οι πιο έμπιστοι του παλιοί κόκκινοι παρτιζάνοι. Εκείνοι όμως άρχισαν να ξεροβήχουν με αμηχανία. Κανείς δεν τόλμησε να πάρη το μέρος του.
—Μας ξεγελάσατε και πολεμήσαμε!, φώναξε ένας χωρικός. Τώρα που το καταλάβαμε είναι αργά. Τους νεκρούς δεν μπορείς να τους φέρης πίσω!
Στην συγκέντρωσι απλώθηκε βαριά σιωπή…
—Εσείς, σύντροφοι, τι λέτε; ρώτησε ξαφνικά ο Καμένστσικωφ σε ηπιώτερο τόνο, γυρίζοντας στους φίλους του και προσπαθώντας να χαμογελάση.
—Σε παρακαλούμε, Στέφανε, είπε πάλι ο εκκλησιαστικός σύμβουλος, να σεβασθής την επιθυμία τόσων συντρόφων. Ειρηνικά σου το ζητούμε. Έκτος κι αν θέλης να με­ταχειρισθούμε άλλα μέσα… Δείξε σύνεσι για να σωθή η ειρήνη στο χωριό μας.
—Καλά… Σύμφωνοι… Θα σας κάνω το χατήρι!… Θα στείλω τώρα κιόλας άνθρωπο στην Νερτσίνσκ. Βλέπω ότι δεν θέλετε ν’ απελευθερωθήτε από την παπαδική απάτη, θα σας δείξω λοιπόν κι εγώ στην πράξι πόσο λάθος κάνετε.
Οι Κοζάκοι έφυγαν από την σύναξι σιωπηλοί. Κάπου-κάπου μόνο σχολίαζαν μεταξύ τους τα βλάσφημα λόγια του Καμένστσικωφ.
Η αναφορά που έστειλε ο Στέφανος στην Νερτσίνσκ έγραφε μεταξύ των άλλων:
«Αν και αρνούμαι κάθε συγκατάβασι απέναντι στις ξεπερασμένες θρησκευτικές αντιλήψεις, ειδικά γι’ αυτή την φορά ειση­γούμαι την ικανοποίησι του αιτήματος των χωρικών του Τοργίνσκ, που ζητούν να κάνουν μια λιτανεία. Ασφαλώς δεν πρόκειται να σταματήση η ξηρασία, που μαστίζει τον τόπο, με την περιφορά μιας ζωγραφιάς στα χωράφια. Εμείς όμως θ’ αποκτήσουμε έτσι ένα ακόμη όπλο για την αθεϊστική μας προ­παγάνδα. Θα αποδειχθή δηλαδή στην πράξι ότι “φιλάνθρωπος και προνοητής Θεός” και “ευσπλαγχνικοί άγιοι” δεν υπάρχουν παρά μόνο στα παραμύθια του αμόρφωτου λαού και στις απάτες των παπάδων. Παρα­καλώ πάντως, για κάθε ενδεχόμενο, να στείλετε και μερικά επίλεκτα στελέχη της G.P.U.[6] για να παρακολουθήσουν την εξέλιξι των γεγονότων».
Ανήμερα του Αγίου Προκοπίου, μόλις ο καυτερός ήλιος ανέτειλε στον ορίζοντα, πλήθη χωρικών συγκεντρώθηκαν μπροστά στον κεντρικό ναό του Τοργίνσκ, ντυμένοι όλοι στα γιορτινά. Η χαρμόσυνη είδησις ότι σήμερα, όπως και τον παλιό καιρό, θα γίνη λιτανεία για βροχή, διαδόθηκε αστρα­πιαία σ’ όλα τα γύρω χωριά.
Πολύ νωρίτερα είχαν ξεκαρφωθή από τις πόρτες και τα παράθυρα του ναού oι σανίδες, με τις οποίες είχε σφραγισθή. Η Κυρία Θεοτόκος άνοιξε διάπλατα τις πύλες του οίκου Της στους πιστούς. Οι γλυκόλαλες καμπάνες σκορπούσαν και πάλι μακριά τον ήχο τους, όπως τα περασμένα χρόνια… Τις ώρες τούτες νόμιζες πως ο παλιός ειρηνικός ρυθμός της ζωής δεν είχε ποτέ διαταραχθή. Λες και δεν είχε προηγηθή το φοβερό αιματοκύλισμα του εμφυλίου πολέμου…
Η μόνη παραφωνία μέσα στην αρμονία των εκδηλώσεων της κοζάκικης ευσέβειας ήταν η παρουσία των πρακτόρων της G.P.U., με τα χαρακτηριστικά καπέλλα τους. Είχαν περικυκλώσει τον ναό και κοίταζαν πότε βλοσυρά και πότε χλευαστικά τις οικογένειες των Κοζάκων που, χαρούμενες κι ευλαβικές, συνωστίζονταν στο προαύλιο.
Όταν σε λίγο εμφανίσθηκε το βαρύ πλαίσιο με την εικόνα της Παναγίας• όταν πρόβαλαν οι γέροντες Κοζάκοι με τα λαμπερά πρόσωπα, που την σήκωναν με φόβο Θεού• όταν πίσω τους φάνηκαν οι χρυσοντυμένοι ιερείς, ψάλλοντας δυνατά θεομητορικούς ύμνους, όλοι οι πιστοί έπεσαν στα γόνατα. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια τους. Ευλαβικοί στεναγμοί και ικετήριες κραυγές έσχιζαν τον αέρα.
—Δέσποινα τ’ ουρανού! Προστασία των Χριστιανών! Ελέησον ημάς!
Από την μεγάλη εικόνα, που άστραφτε γεμάτη πολύτιμα πετράδια, τα μεγάλα μάτια της Θεομήτορος κοίταζαν με κάποια θλίψι τον γονατισμένο λαό.
Ο Καμένστσικωφ που στεκόταν μπροστά-μπροστά με μιαν οργισμένη έκφρασι στο πρόσωπο, συγκλονίσθηκε σύγκορμα, όταν το βλέμμα του συναντήθηκε μ’ εκείνα τα ουράνια μάτια, που ερευνούσαν θαρρείς τα μύχια της σκληρής καρδιάς του. Τράβηξε τα μάτια του από την εικόνα, αλλά μια μυστική και ανεξήγητη δύναμις τον ωθούσε να την κοιτάξη πάλι, και πάλι… Για ν’ αντιδράση βγήκε με γοργά βήματα έξω από το προαύλιο.
Η όψις όμως των ακτινοβόλων και μελαγχολικών θεομητορικών ματιών έμενε βαθιά χαραγμένη μέσα του. Διόρθωσε αμήχανα τον γούνινο σκούφο του και άναψε τσιγάρο.
Από τον περίβολο του ναού, όπου γινό­ταν παράκλησις, έφθαναν στ’ αυτιά του οι εκφωνήσεις του γέροντος Ιερέως π. Ιωάννου:
—…Υπέρ ευκρασίας αέρων, ευφορίας των καρπών της γης και καιρών ειρηνικών του Κυρίου δεηθώμεν…
Παρά την θέλησί του ο Καμένστσικωφ ψηλαφούσε σ’ αυτά τα λόγια όλη την μυστική ομορφιά, το βάθος και την σοφία τους. Ανάπαυσι και γαλήνη, ιδιαίτερη πνοή χάριτος ανακάλυπτε στις απλές και κατα­νοητές αυτές λέξεις. Κινήθηκε μέσα του κάτι παράξενο που τον έσπρωχνε να χωθή μέσα στο πλήθος του πιστού λαού, να γονατίση κι αυτός, να βρη ψυχική ειρήνη και ανάπαυσι…
Ήταν κάτι στιγμιαίο. Ξαφνικά η νευρικότητα η εμπάθεια τον ξανακυρίευσαν. Πέταξε μακριά το τσιγάρο και μουρμούρισε βλάσφημα:
—Θα σας δείξω εγώ σήμερα τι αξίζει ο Χριστός σας και η Παναγία σας!
Η λιτανεία είχε κιόλας ξεκινήσει. Πλήθος λαού, με φανταχτερά πουκάμισα και πολύχρωμα φουστάνια, ξεκίνησε για τους μαχαλάδες και τους αγρούς.
Η ζέστη ήταν αφόρητη. Ο ουρανός κα­ταγάλανος. Ο ήλιος καυτερός, κατάκαιγε τα πάντα. Τα δένδρα με τα κιτρινισμένα φύλλα έγερναν θλιμμένα στην γη. Το ξερό χορτάρι θρυμματιζόταν κάτω από τα πόδια του πλήθους. Τα σπαρτά είχαν σχεδόν καταστραφή.
—Μας εγκατέλειψε ο Θεός για τις αμαρτίες μας, είπε ο Κύριλλος Μπούτιν στον συνοδοιπόρο του, έναν κυρτωμένο γέρο-Κοζάκο.
—Μόνη ελπίδα μας είναι η Παναγία, απάντησε εκείνος και σταυροκοπήθηκε. Δεν συνέβη ποτέ να μην ακούση τις προσευχές μας. Πάντοτε, μετά από την λιτανεία στα χωράφια, στέλνει την ποθητή βροχούλα.
—Μακάρι να μας λυπηθή κι εφέτος, αναστέναξε ο Μπούτιν.
Όταν η εικόνα έφθασε στο δικό του χωράφι, γονάτισε πάνω στην σκληρή γη και προσευχήθηκε θερμά. Οι ιερείς ράντιζαν με αγιασμό το μαραμένο σιτάρι. Οι σταγόνες έπεφταν πάνω στα γερμένα στάχυα και λα­μπύριζαν κάτω από τον ανελέητο ήλιο…
Μέχρι το βράδυ μετέφεραν την εικόνα από χωράφι σε χωράφι και έκαναν παντού δεήσεις. Το πλήθος διέσχιζε αγρούς, λόφους, δάση, σκονισμένους δρόμους, στεγνά ρυάκια. Στις μυριόστομες ικεσίες, «δώσε, Κύριε, βροχή στην διψασμένη γη», φαινόταν σαν ν’ αναστέναζε και αυτή η γη, σαν να επαναλάμβανε τα πονεμένα τούτα λόγια, σαν να περίμενε κι αυτή το θαύμα. Το θαύμα της ζωής και της ανακαινήσεως.
Ο Καμένστσικωφ, ανεβασμένος πάνω στο μαύρο του άλογο, ακολουθούσε βήμα προς βήμα τον λαό και χαμογελούσε ειρωνικά. Μιλούσε στους ανθρώπους της G.P.U. περιφρονητικά για την καθυστέρησι, την αμάθεια, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες των Κοζάκων.
—Για μας ωστόσο, πρόσθεσε στο τέλος, κέρδος θα πρόκυψη. Η σημερινή κωμωδία είναι μια ευκαιρία, για να ξεσκεπάσουμε τις απάτες των παπάδων και να εξευτελίσουμε την λαϊκή θρησκοληψία. Θαύματα στην εποχή μας δεν γίνονται. Σάμπως γίνονταν ποτέ τάχα; Κανένα Θεό δεν έχουμε ανάγκη για την βροχή. Το σοβιετικό κράτος θα κατασκευάση ένα καλό αρδευτικό σύστημα και θα οικοδομήση μια νέα κατάστασι χωρίς Θεό, χωρίς παπάδες, χωρίς τσιφλικάδες …
Εκείνη την στιγμή θυμήθηκε άθελα του εκείνα τα θαυμαστά μάτια, που από την εικόνα της Θεομήτορος κοίταζαν μέσα στην ψυχή του, και απότομα σώπασε…
Αργά το απόγευμα, όταν ο λαός έμπαινε πάλι στο χωριό, εμφανίσθηκε ξαφνικά στα δυτικά του ξάστερου ορίζοντα ένα μικρό λευκό συννεφάκι, που μεγάλωνε γρήγορα. Ένα ελαφρό αεράκι δρόσισε τα βασανισμένα πρόσωπα των χωρικών. Μετέφεραν τώρα την εικόνα μέσα στους κήπους των σπιτιών. Ράντιζαν με αγιασμό τις αυλές κι έκαναν δεήσεις.
Στην αυλόπορτα του σπιτιού του Καμένστσικωφ η γριούλα μητέρα του, με πρόσχαρο πρόσωπο κι εγκάρδια προσευχή, περίμενε την ιερή εικόνα. Ο γιός της την είδε. Κάλπασε γρήγορα μπροστά από την λιτανεία και της φώναξε:
—Μην τολμήσης, γριά, να βάλης μέσα στην αυλή μας αυτή τη γύφτισσα της οικουμένης, γιατί κι εγώ δεν ξέρω τι θα γίνη!…
—Τι έπαθες, Στέφανε; Σου σάλεψε το μυαλό; Τι λόγια είν’ αυτά που ξεστομίζεις;
—Θα δης σε λίγο, της αποκρίθηκε με ύφος απειλητικό και ειρωνικό συνάμα.
Κοίταξε τον ουρανό και κατσούφιασε. Το ένα μετά το άλλο άρχισαν να εμφανίζωνται πολλά μικρά συννεφάκια, άσπρα στην αρχή, που σιγά-σιγά μεγάλωναν, σκούραιναν και γέμιζαν όλο τον ορίζοντα.
Έφεραν την εικόνα στην αυλή του σπιτιού του. Ο ιερεύς άρχισε να λέη την συνηθισμένη εκφώνησι. Ο Καμένστσικωφ δεν κρατήθηκε πια. Κατακόκκινος, ξαναμμένος, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου τραβηγμένα από την έντασι, πήδησε μπροστά του και του φώναξε με οργή:
—Φτάνει πια η κωμωδία! Σύντροφοι, ελάτε!
Στην εντολή του οι άνδρες της G.P.U. κύκλωσαν την εικόνα και απομάκρυναν τον κόσμο.
—Τώρα θα σας δείξω εγώ αν υπάρχη ο Θεός σας και η Παναγία σας! Εδώ μπροστά στα μάτια σας θα κάνω κομμάτια αυτό το παλιόξυλο, που σαν σκλάβοι προσκυνάτε… Κι εσύ, τραγόπαπα, φύγε από δω!
Άρπαξε τον π. Ιωάννη από την λευκή γενειάδα του, τον τράβηξε κοντά του και μετά τον έσπρωξε με ορμή.
Ο κόσμος τα έχασε. Οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε.
Ο π. Ιωάννης κυλίσθηκε στην γη. Ο χρυσός σταυρός, που κρατούσε στο δεξί του χέρι, έπεσε χάμω. Ο Καμένστσικωφ τον κλώτσησε με την μπότα του. Και αστραπιαία, πριν προλάβουν να συνέλθουν οι Κοζάκοι, σήκωσε το αστραφτερό καυκασιανό σπαθί του και χτύπησε με όλη του την δύναμι την εικόνα της Θεοτόκου!
Το πλήθος πάγωσε από φρίκη για την πρωτοφανή ασέβεια… Αμέσως όμως ακούσθηκαν ανακατεμένες φωνές, γεμάτες δέος:
—Αίμα, αίμα!…
—Κοιτάτε, κοιτάτε!…
—Θαύμα, θαύμα…
Ο Καμένστσικωφ κοίταξε άγρια γύρω του. Δεν άργησε να καταλάβη τι φώναζαν και γιατί. Η μητέρα του έπεσε στα γόνατα και τον άρπαξε από τα πόδια.
—Στέφανε, κοίτα την Δέσποινα… Αμαρτία ανήκουστη…, μπόρεσε μόνο να ψελλίση ανάμεσα στ’ αναφυλλητά της.
Ο βέβηλος έριξε μια ματιά στην εικόνα. Το χέρι που την χτύπησε κρεμάστηκε στον αέρα. Το αίμα του πάγωσε… Στεκόταν σαν κεραυνόπληκτος, με τα μάτια του καρφωμένα στην εικόνα.
Στην δεξιά πλευρά της, στο σημείο που δέχθηκε το κτύπημα του σπαθιού, το βαρύ πλαίσιο είχε σπάσει και έτρεχε σταγόνα-σταγόνα αίμα! Από την «πληγή» το αίμα κυλούσε όλο και χαμηλότερα, βάφοντας κόκκινο το ασημένιο φόρεμα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αλλά δεν ήταν μόνο το αίμα.
—Δάκρυα, δάκρυα!…, φώναξε ο Καμένστσικωφ με παράξενη, βραχνή φωνή.
Το σπαθί έπεσε τώρα από το χέρι του. Σκέπασε το πρόσωπο με τα δυο του χέρια. Σαν τρελλός ώρμησε να φύγη, ανοίγοντας δρόμο μέσα από το πυκνό πλήθος.
Από τα μάτια της Παναγίας έτρεχαν μεγάλα, καθαρά δάκρυα, σαν διαμάντια.
Ο λαός έπεσε στα γόνατα.
Ο ουρανός άρχισε να βρέχη…
Η ευλογημένη βροχή κράτησε τρία μερόνυχτα. Τρεις ήμερες και τρεις νύκτες το ζωογόνο νερό πότιζε ασταμάτητα την κατάξερη γη. Την τετάρτη ημέρα ξέσπασε μια φοβερή καταιγίδα, τέτοια που κανείς δεν θυμόταν να είχε ξαναγίνει. Την επομένη ο ήλιος έλαμψε πάλι χαρούμενα στον ολοκάθαρο ουρανό. Γύρω όλα άρχισαν να πρασινίζουν, να ευφραίνωνται, ν’ απολαμβάνουν το θαύμα της ζωής, το θαύμα της αναγεννήσεως.
Η εικόνα της Παναγίας του Τοργίνσκ μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην Νερτσίνσκ: εντολή των αρχών. Ο ναός σφραγίσθηκε ερμητικά και οι καμπάνες του αχρηστεύθηκαν. Ο π. Ιωάννης ωδηγήθηκε στην φυλακή. Και ο Στέφανος Καμένστσικωφ έγινε άφαντος. Κανείς δεν είδε πια τον παλιό κόκκινο παρτιζάνο.
Πέρασαν αρκετά χρόνια.
Ήταν μια φθινοπωρινή νύκτα του 1930.
Γύρω στα μεσάνυχτα μπήκε καλπάζοντας στο Τοργίνσκ ένα μικρό απόσπασμα λευκών παρτιζάνων.
Οι καβαλάρηδες σταμάτησαν στην μέση του χωριού, έβγαλαν τους σκούφους τους και σταυροκοπήθηκαν ευλαβικά. Πριν από οκτώ χρόνια υψωνόταν εδώ ο περίφημος ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου με την θαυματουργή εικόνα της. Σκιερά δένδρα κι ένας ασπρισμένος μανδρότοιχος την περιέβαλλαν. Τώρα στην θέσι αυτή ήταν ένας απλός, ωργωμένος αγρός.
—Εδώ βρισκόταν το μεγάλο και ιερό κειμήλιο της πίστεως και της φυλής μας, είπε χαμηλόφωνα στους άνδρες του ο αρχηγός του αποσπάσματος. Εδώ διέπραξα το φοβερότερο ανοσιούργημα στην ιστορία των Ορθοδόξων Κοζάκων… Από την ώρα εκείνη δεν έβρισκα ησυχία πουθενά, ημέρα και νύκτα… Τα μεγάλα, θλιμμένα, ακτινοβόλα μάτια της Παναγίας μας, η αιματοβαμμένη μορφή της, με ακολουθούσαν παντού… Δεν μπορούσα να σταθώ πουθενά. Στα πέντε χρόνια που ακολούθησαν γύρισα ολόκληρη σχεδόν την Ρωσία, κι ένοιωσα την καταπίεσι και τον πόνο του Ορθοδόξου λαού μας… Ξαναβρήκα την πίστι μου. Στην σκιά του σταυρού αναπαύθηκε η ψυχή μου. Καθαρίσθηκα από τις αμαρτίες του παρελθόντος. Είχα βάψει τόσες φορές τα χέρια μου στο αίμα αθώων Κοζάκων… Νοιώθω εξαγνισμένος και ήσυχος τώρα. Τι κι αν η σοβιετική εξουσία έχει επικηρύξει το κεφάλι μου; Τι κι αν θεωρούμαι σαν τσαρικός κακούργος, επικίνδυνος αντεπαναστάτης και «εχθρός του λαού»;… Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν!
Ο Στέφανος Καμένστσικωφ σιώπησε, αναστέναξε βαθιά και σπηρούνισε το άλογο του. Κατευθύνθηκε προς το πατρικό του σπίτι. Η καρδιά του κτυπούσε δυνατά. Οκτώ χρόνια είχε να δη την γερόντισσα μάνα του.
—Λάβαμε όλα τα μέτρα ασφαλείας; ρώτησε τον υπασπιστή του και, χωρίς να περιμένη απάντησι, προχώρησε με αδημονία στον περίβολο του σπιτιού.
Στο κατώφλι τα σανίδια τρίζανε κάτω από τα πόδια του. Κτύπησε με το μεγάλο σιδερένιο κρίκο της εξώπορτας. Από μέσα ακούσθηκαν αργά βήματα και μια τρεμάμενη γέρικη φωνή:
—Ποιος είναι;
—Μητέρα, εγώ, ο Στέφανος, απάντησε ψιθυριστά μα καθαρά ο Καμένστσικωφ.
—Στέφανε, γιέ μου!…
Άνοιξε την πόρτα. Ο Στέφανος έπεσε με λαχτάρα και συγκίνησι στην αγκαλιά της. Παράξενο, όμως! Εκείνη, αντί να τον σφίξη, τον έσπρωξε μακριά, κάνοντας του κάποιο νόημα. Ο Στέφανος δεν κατάλαβε. Στάθηκε σαστισμένος στην σκοτεινή είσοδο.
—Ενέδρα!, ούρλιαξε η γριούλα. Φύγε αμέσως! Οι άθλιοι, σε περιμένουν εδώ από το απόγευμα! Προδοσία!
—Την παλιόγρια! Μας πρόδωσε! ακούσθηκε μια βαρειά φωνή από μέσα.
Την ίδια στιγμή άστραψε μια φλόγα κι ακούσθηκαν τρεις πυροβολισμοί, ο ένας πίσω από τον άλλο. Ο Καμένστσικωφ τινάχθηκε πίσω σαν αστραπή. Μόλις πρόλαβε να δη την μητέρα του να σωριάζεται νεκρή, κτυπημένη στο κεφάλι. Οι σύντροφοί του ώρμησαν μέσα στην αυλή και άρχισαν να πυροβολούν προς το σπίτι.
—Χειροβομβίδες!, διέταξε ο Καμένστσικωφ.
Δεκάδες χειροβομβίδες ρίχθηκαν αμέσως στην ανοικτή εξώπορτα του σπιτιού και στα παράθυρα. Ο τόπος σείσθηκε από τις εκρήξεις. Στο αλώνι και τους αγρούς τα άχυρα πήραν φωτιά. Άνδρες της G.P.U. έτρεξαν να εμποδίσουν την υποχώρησι των ανταρτών. Εκείνοι όμως πρόλαβαν ν’ ανεβούν στ’ άλογα τους και να φύγουν καλπάζοντας, ενώ πίσω τους σφύριζαν οι σφαίρες.
Από το σπίτι του Καμένστσικωφ έβγαζαν τραυματίες και νεκρούς… Στην είσοδο, μέσα σε μια λίμνη από αίμα, βρισκόταν σωριασμένο το σώμα της μητέρας του…
Στον νυκτερινό ουρανό έλαμπε το φεγγάρι και στο βάθος ήσυχα ακουγόταν ο φλοίσβος των ρυακιών του μικρού ποταμού Τόργα…
Μια ζεστή, καλοκαιρινή ήμερα του 1932 ένας άνθρωπος μετρίου αναστήματος, με γκρίζο κασκέτο και μια μικρή βαλίτσα στο χέρι, κατέβηκε από την αμαξοστοιχία της Μαντζουρίας στον σιδηροδρομικό σταθμό του Χαρμπίν. Με περιέργεια κοίταξε το αμέριμνο πλήθος των Κινέζων και των Ρώσων που περνοδιάβαιναν. Σταμάτησε, έβγαλε το κασκέτο του και σκούπισε τον ιδρώτα, που έτρεχε ποτάμι στο πρόσωπο του.
Ήταν ο Στέφανος Καμένστσικωφ, που εγκατέλειπε πια τα σύνορα της πατρίδος του. Έφευγε, αλλά με ακμαίο το φρόνημα και ισχυρή την θέλησι να συνεχίση τον αγώνα. Πίστευε πως κάποια μέρα, αργά ή γρήγορα, η Κυρία Θεοτόκος θα έκανε το πιο μεγάλο θαύμα της και θ’ ανάσταινε την πατρίδα του…
Δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες Νόβογιε Βρέμια (=Νέοι Καιροί), φύλλο 1/12 Σεπτεμβρίου 1943, και Ρούσκαγια Ζίζνι (=Ρωσική Ζωή), φύλλο 7969/14 Μαΐου 1974.
Μετέφρασε και διασκεύασε από τη Ρωσική γλώσσα ο αρχιμ. Τιμόθεος, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού.
(Οι υποσημειώσεις ανήκουν στον μεταφραστή.)
[1] Παλαιά διοικητική υποδιαίρεσις της Σιβηρίας. Σήμερα με το όνομα αυτό νοείται η περιοχή μεταξύ λίμνης Βαϊκάλης και μέσου Αμούρ
[2] Λευκός στρατός: έτσι ωνομάζονταν (σε αντίθεσι προς τον κόκκινο στρατό) οι αντεπαναστατικές-αντιμπολσεβιτικές δυνάμεις, που συγκροτήθηκαν μετά την επικράτησι του μπολσεβικισμού στην Ρωσία, και αγωνίσθηκαν ανεπιτυχώς (1918 – 1920) για την ανατροπή του σοβιετικού καθεστώτος. Μέχρι το τέλος του 1919 οι λευκοί, υπό τον στρατηγό Ντενίκιν. πέτυχαν επανειλημμένες νίκες επί των μπολσεβίκων. Από το 1920 όμως ο κόκκινος στρατός ανασυντάχθηκε και έτρεψε σε υποχώρησι τους λευκούς, που διαλύθηκαν. Τα υπολείμματα του λευκού στρατού συγκεντρώθηκαν στην Κριμαία υπό τον στρατηγό Βράγγελ. Την 31 Οκτωβρίου 1920 οι 145.000 λευκοί μαχητές επιβιβάσθηκαν από τον όρμο Μοδά σε 127 πλοία και πέρασαν στην Καλλίπολι, απ’ όπου διασκορπίσθηκαν στην Τουρκία, την Σερβία, την Ρουμανία, την Βουλγαρία, την Ελλάδα και την Δυτική Ευρώπη.
Μετά την άδοξη διάλυσι του λευκού στρατού δημιουργήθηκαν άτακτα ανταρτικά σώματα, οι λευκοί παρτιζάνοι (σε αντίθεσι προς τους κόκκινους παρτιζάνους-μπολσεβίκους) που συνέχισαν να αγωνίζωνται κατά του σοβιετικού καθεστώτος για αρκετά ακόμη χρόνια, χωρίς όμως σοβαρά αποτελέσματα.
[3] Οι Κοζάκοι εμφανίσθηκαν στις περιοχές της ΝΑ. Ρωσίας στα τέλη του 14ου αιώνος. Δεν αποτελούσαν ιδιαίτερη εθνότητα. Ήσαν Ρώσοι νομάδες ή ημιμόνιμοι κάτοικοι των στεππών, εξαίρετοι ιπ­πείς και ατίθασοι πολεμιστές, που προστάτευαν τους σλαβικούς πληθυσμούς των συνόρων από τις συ­νεχείς επιδρομές των νομαδικών ορδών. Ζούσαν υπό ημιστρατιωτικό και ημιαυτόνομο καθεστώς με ιδιαίτερα προνόμια. Βαθμιαία επεκτάθηκαν στη Σιβηρία, πέρα από τα Ουράλια και τη Βαϊκάλη. Το ό­νομά τους προέρχεται από την τουρκοταταρική λέξι καζάκ (=ελεύθερος πολεμιστής, θαρραλέος άν­δρας). Οι Κοζάκοι ήσαν ανέκαθεν Ορθόδοξοι, και μάλιστα ισχυρά και αμετακίνητα προσηλωμένοι στην Ορθοδοξία. Δεν εδίστασαν να υπερασπισθούν και με τα ξίφη ακόμη την πίστι τους, όταν εκινδύνευε, ιδιαίτερα κατά τις αλλεπάλληλες πνευματικές επιθέσεις της ουνίας κατά της Ρωσίας.
Οι Κοζάκοι σιγά-σιγά έχασαν την συνοχή, την μαχητική ανεξαρτησία και τον πολεμικό νομαδισμό τους και υπετάγησαν στον τσάρο. Κατά την επανάστασι του 1917 τήρησαν αρχικά ουδετερότητα. Κα­τά τον εμφύλιο πόλεμο όμως (1918-1920) μέρος των Κοζάκων ενώθηκε με τον κόκκινο στρατό, ενώ ο κύριος όγκος των δυνάμεών τους διετέθη εχθρικά προς το σοβιετικό καθεστώς και συνέπραξε με τους τσαρικούς αντεπαναστάτες (λευκούς). Μετά την αποτυχία της αντεπαναστάσεως (βλ. ανωτ. σημ. 2) οι περισσότεροι Κοζάκοι αναγκάσθηκαν να εκπατρισθούν και να διασκορπισθούν σε όλο τον κόσμο, ενώ όσοι παρέμειναν στη Σοβιετική πια Ρωσία υπετάγησαν στο νέο καθεστώς και, σε πολλές περιοχές, συνέπηξαν ιδιαίτερα στρατιωτικά σώματα. Οι προς Α.. της Κασπίας Κοζάκοι, μαζί με άλλες εθνότητες της περιοχής, απετέλεσαν την σοβιετική δημοκρατία του Καζακστάν.
[4] Μικρή πόλις της ανατολικής Σιβηρίας, της επαρχίας Ζαμπαϊκάλ, στις όχθες του ποταμού Νέρτσα και επάνω στην σιδηροδρομική γραμμή του υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου. Εκείνα τα χρόνια είχε γύρω στους 7.000 κατοίκους, που ζούσαν από την καλλιέργεια της γης.
[5] Αναφέρεται στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
[6] G.P.U. (προφ.: Γκεπεού) ωνομαζόταν η Κρατική Πολιτική Αστυνομία των Σοβιέτ μετά την κατάργησι της Τσεκά (Φεβρ. 1922). Είχε αστυνομικές και συγχρόνως δικαστικές αρμοδιότητες. Δίκαζε πάντοτε με μυστική διαδικασία. Η δραστηριότητά της υπήρξε φοβερή, ιδιαίτερα στις αρχές της περιόδου της κολλεκτιβοποιήσεως, και έγινε πολύ μισητή στον λαό. Την διεύθυνσί της ασκούσε ένα παντοδύναμο δεκαπενταμελές συμβούλιο, που αποτελούσε επίφοβη δύναμι ακόμη και για τους σοβιετικούς ηγέτες. Γι’ αυτό καταργήθηκε το 1934, ενώ ο κυριώτερος από τους αρχηγούς της, ο Γιάκοντα, εκτελέσθηκε το 1938.
Πηγή: “Αγιορείτικη Μαρτυρία”, Τριμηνιαία Έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, Έτος Β’ – τεύχος 8-9, Ιούνιος – Νοέμβριος 1990,
impantokratoros.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου