Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα: Εράστου
επισκόπου Νεάδος, Ηρωδίωνος επισκόπου Πανεάδος, Κουάρτου επισκόπου
Βηρυττού, Ολυμπά, Σωσιπάτρου επισκόπου Ικονίου και Τερτίου Ικονίου (α’ αιων.)
Ιερομάρτυρος Γεδίου ομολογητού και Ιερομάρτυρος Δημητριανού επισκόπου Αντιοχείας (270 )
Ορέστου του Τυανέως (†304)
Μίλου επισκόπου Σουσών Περσίας του θαυματουργού και των μαθητών του Μαρτύρων Εβόρη πρεσβυτέρου, Πάπα και Σενόει του διακόνου (341)
Μαρτύρων Καλλιοπίου, Νίρου, και Ωρίωνος
Οσίων Θεοστηρίκτου «του εν Συμβόλοις», Μαρτίνου επισκόπου Ταρακίνης,
Νόννου επισκόπου Ηλιουπόλεως, του κατηχήσαντος την Οσία Πελαγία (8 Οκτωβρίου)
Μνήμη του μαρτυρίου του αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου στον τροχό (302), (ιδιαιτέρως τιμάται εν τη Γεωργία του Καυκάσου)
Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου (†1924)
Εορτάζουν στις 10 Νοεμβρίου.
Μια ημέρα ο Βλάσιος παρακίνησε τον μικρότερο Θεόδωρο και πήγαν στο πατρικό τους χωράφι που ήταν κοντά στον χείμαρρο Εβκάση. Ενώ περνούσαν τον χείμαρρο, το νερό παρέσυρε τον Θεόδωρο και ο Βλάσιος με κλάματα παρακαλούσε τον Άη-Γιώργη, που ήταν κοντά Παρεκκλήσι του. Ενώ έκλαιγε ο Βλάσιος και παρακαλούσε τον Άγιο να βοηθήση, διότι τον έτυπτε και η συνείδηση του, που αιτία ήταν αυτός να κινδυνέψη ο αδελφός του, ξαφνικά βλέπει τον Θεόδωρο δίπλα του, ο οποίος χαρούμενος του διηγείται πώς ένας καβαλλάρης σαν καλόγηρος τον άρπαξε από τον χείμαρρο και τον πήρε στο άλογό του και τον έβγαλε έξω. Από τότε και μετά ο Θεόδωρος έλεγε ότι θα γίνη και αυτός καλόγηρος. Οικονόμησε κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Θεός να πάρη από μικρός την καλή στροφή. Το γεγονός αυτό είχε επιδράσει ακόμη και στον Βλάσιο, ο οποίος δόθηκε και αυτός με τον δικό του τρόπο στον Θεό, να Τον δοξολογή σαν δάσκαλος της Βυζαντινής Μουσικής, και κατέληξε αργότερα στην Κωνσταντινούπολη.
***
Αυτό δε που βοηθούσε περισσότερο και ενίσχυε τους φοβισμένους Χριστιανούς για να μένουν σταθεροί στην πίστη τους, δεν ήταν τα ενισχυτικά του λόγια μόνο, αλλά τα θαυμαστά έργα, που έβλεπαν να κάνει ο Πατήρ Αρσένιος, διότι είχε άφθονη την θεία Χάρη και θεράπευε τις ψυχές και τα σώματα των πονεμένων ανθρώπων. Οι Χριστιανοί, όταν τα έβλεπαν, γίνονταν πιο πιστοί, διότι έβλεπαν την μεγάλη δύναμη της πίστεως μας. Οι δε Τούρκοι, που τα έβλεπαν και αυτοί, και Χριστιανοί να μη γίνονταν, έπαυαν κάπως να δαγκώνουν τους Χριστιανούς.
Είχαν ληστέψει μια φορά πάλι οι Τούρκοι Ιερά Σκεύη της Εκκλησίας. Οι Φαρασιώτες ανησυχούσαν και προσπαθούσαν να βρουν τους κλέφτες. Ο Χατζεφεντής όμως ατάραχος τους λέγει: «Μην ανησυχήτε· θα δήτε τον Άη-Γιώργη να τα φέρνη ξωπίσω». Όταν οι ληστές έφθασαν στο Κοζάν-Ταγή, ενώ ήταν μέρα και ο ουρανός καθαρός, έπεσε απότομα μια παράξενη μαυρίλα μπροστά τους, που ήταν αδύνατο να προχωρήσουν, ούτε και τον ποταμό Φεραχτίν ήταν δυνατόν να περάσουν, που είχαν μπροστά τους. (Την παράξενη αυτή μαυρίλα την είδε και ο Αντώνιος Σταυρίδης από το Ζίλε της Καππαδοκίας). Κατάλαβαν τότε οι ληστές ότι ήταν από τον Θεό αυτό το παράξενο φαινόμενο, και γύρισαν προς τα Φάρασα, για να επιστρέψουν τα Ιερά Σκεύη. Όταν όμως προχώρησαν λίγο τον δρόμο προς τα Φάρασα και η μαυρίλα είχε φύγει, το θεώρησαν για τυχαίο γεγονός και γύρισαν ξανά με τα φορτωμένα ζώα για το χωριό τους (για του Κοζάν-Ταγή την κατεύθυνση). Με το γύρισμα όμως για το χωριό τους ένιωσαν κάποιον να τους δέρνη αοράτως και να τους φέρνη έτσι καταπόδι μέχρι τα Φάρασα. Έφθασαν με τα κλεμμένα Ιερά Σκεύη στα Φάρασα και φώναζαν τους Φαρασιώτες οι κλέφτες να τα ξεφορτώσουν γρήγορα, γιατί αυτοί με τα χέρια τους προστάτευαν τα κεφάλια τους από τις ξυλιές που ένιωθαν αοράτως να τρώνε.Κάποτε στην μνήμη του Αγίου Κωνσταντίνου θα πήγαινε ο Χατζεφεντής από το χωριό στο Εξωκλήσι του Αγίου για αγρυπνία. Κατέληξε όμως με το σουρούπωμα να ξεκινήση μαζί με πέντε προσκυνητές, τον Πρόδρομο Κορτσινόγλου, τον Χατζη-Χρήστο, τον Χατζη-Μηνά, τον Πρόδρομο Εζνεπίδη και τον Χριστοφορίδη, γιατί, όπως ξέρουμε, ο ένας πονεμένος τον φώναζε από εδώ και ο άλλος τον τραβούσε από εκεί. Μέχρι να βγουν από το χωριό, είχε νυχτώσει και δυσκολεύονταν να βαδίσουν, γι’ αυτό άρχισαν να αδημονούν.
– Τί πάθατε; Τους λέει ο Πατήρ Αρσένιος.
Εκείνοι απάντησαν:
– Την ευχή σου να έχουμε, Χατζεφεντή, δεν βλέπουμε. Και ο Πατήρ τους είπε:
– Ευλογημένοι, δεν βλέπετε τον φωτεινό Σταυρό που προπορεύεται μπροστά μας;
– Όχι, απάντησαν οι προσκυνητές, γιατί δεν έβλεπαν τίποτε. Μόνον ο Χατζεφεντής έβλεπε τον φωτεινό Σταυρό, και τους είπε:
– Ελάτε κοντά και πιαστήτε από το χέρι μου.
Κι έτσι, ακολουθώντας τον Πατέρα Αρσένιο, έφθασαν στον Άγιο Κωνσταντίνο, όπου έκαναν ολονυκτία και στην συνέχεια την Θεία Λειτουργία. Ύστερα βγήκαν χαρούμενοι έξω στην πρασινάδα και μετά το φαγητό οι μεν ηλικιωμένοι συζητούσαν, οι δε νέοι χόρευαν και τραγουδούσαν θρησκευτικούς ύμνους. Ξαφνικά όμως η χαρά μετετράπη σε λύπη, όταν αγνάντεψαν να έρχεται ένας λόχος από λιποτάκτες του Τουρκικού στρατού, οι οποίοι έκαναν μεγάλες ληστείες και φόνους, γιατί ήταν και γερά οπλισμένοι – αυτοί ήταν χειρότεροι από τους Τσέτες. Άρχισαν λοιπόν τα γυναικόπαιδα να κλαίνε και να οδύρωνται και να κυκλώνουν τον Χατζεφεντή. Οι δε γέροι νουθετούσαν τα λίγα παλληκάρια του χωριού να αναμερίσουν και να μη ρίξουν ντουφεκιά, και γίνη μετά μακελλειό. Έλεγαν επίσης και στα γυναικόπαιδα να κρυφτούν και να μείνουν μόνον οι γέροι και οι γριές. Ο Πατήρ Αρσένιος όμως τους καθησύχαζε, γιατί είχαν αναστατωθή μικροί-μεγάλοι, και τους έλεγε: «Μη φοβάστε· αφήστε τους να πλησιάσουν, αφήστε τους να πλησιάσουν».
Οι Φαρασιώτες ένιωθαν σιγουριά στα λόγια του Χατζεφεντή και καθησύχασαν.
Μόλις λοιπόν πλησίασαν κοντά, σήκωσε το χέρι του ο Πατήρ Αρσένιος και
τους είπε: «Από τον Θεό να είσθε κατηραμένοι και από εμένα δεμένοι», κι
έμειναν ακίνητοι εκεί που βρίσκονταν, με τα λόγια αυτά που τους είπε.
Τότε άρχισαν να μετανοούν οι Ληστές και να παρακαλούν τον Πατέρα Αρσένιο
να τους συγχωρέση: «Συγχώρα μας, την ευχή σου να έχουμε, το
αναγνωρίζουμε πως είμαστε εγκληματίες· λύσε μας να έρθουμε να πάρουμε
την ευχή σου και θα γίνουμε στο εξής και εμείς καλοί άνθρωποι». Τότε
τους έλυσε ο Χατζεφεντής και τους είπε: «Πετάξτε τα όπλα σας, εμείς όπλα
δεν θέλουμε, και ελάτε εδώ». Μπήκαν όλοι στην σειρά και απόθεσαν τα
όπλα και μετά έπεσαν στα πόδια του Πατρός Αρσενίου με κλάματα ζητώντας
συγχώρηση. Παράλληλα έκλαιγαν και τα γυναικόπαιδα από χαρά και
συγκίνηση. Επειδή όμως δεν είχαν αφήσει τα λίγα παλληκάρια του χωριού να
τους πολεμήσουν, ο Πρόδρομος ο Εζνεπίδης ήταν όλο στενοχώρια, γιατί
ήθελε να ξεσπάση στους Τούρκους. Δεν μπόρεσε λοιπόν να συγκρατηθή,
άρπαξε έναν από τους επικεφαλής, τον πιο ζωηρό, και τον έδερνε. Ο καλός ο
Χατζεφεντής τον έβγαλε από τα χέρια του λέγοντας: «Αφ’ετέριμ» . Έμασαν
μετά τα όπλα οι χωριανοί, τα φόρτωσαν στα μουλάρια και τα παρέδωσαν στην
Τουρκική αρχή, στο Βερέκι (Άγιο Κωνσταντίνο).
Από τους λιποτάκτες αυτούς, εκτός
που μετανόησαν και άλλαξαν ζωή, μερικοί μάλιστα έγιναν κρυφοί Χριστιανοί
και έφυγαν κρυφά μαζί με τους Χριστιανούς, με την Ανταλλαγή, και ήρθαν
στην Ελλάδα. Και αυτός που είχε φάει το ξύλο από τον Πρόδρομο
Εζνεπίδη, είχε γίνει Χριστιανός, και από Σουλεϊμάν ονομάστηκε
Ελευθέριος. Ήρθε με την Ανταλλαγή και αυτός κρυφά και εγκατεστάθηκε στα
Γιαννιτσά. Το 1982 ζούσε ακόμη. Ήταν πάνω από ενενήντα χρονών, και τον
φώναζαν Τουρκολευτέρη.
***
Μετά
από πολλές ταλαιπωρίες έφθασε το καράβι σε Ελληνική σκάλα, στον Άγιο
Γεώργιο Πειραιώς, και εκεί που πλησίασαν το χώμα το Ελληνικό, χαρούμενοι
γιόρτασαν και την μεγάλη εκείνη ημέρα, που ήταν η Ύψωση του Τιμίου
Σταυρού, 14 Σεπτεμβρίου του 1924 (με το εορτολόγιο της Πατρίδος τους).
Παρέμειναν τρεις εβδομάδες στα σύρματα, στον Άη-Γιώργη, και εν συνεχεία
πήγαν στην Κέρκυρα, όπου και ταχτοποιήθηκαν προσωρινά στο Κάστρο της
Κερκύρας.
Εκεί όμως ο καλός Χατζεφεντής αδιαθέτησε
και οι Φαρασιώτες πολύ ανησύχησαν γι’ αυτό. Χωρίς να θέλη, τον πήγαν στο
Αστικό Νοσοκομείο, για να μην ταλαιπωρήται μέσα στο Κάστρο και αυτός. Ο
Πατέρας δεν ήθελε να τους αποχωρισθή με κανέναν τρόπο και τους
παρακαλούσε με κλάματα: «Αφήστε με να πεθάνω κοντά σας». Εκείνοι πάλι
από αγάπη δεν τον άκουσαν, γιατί νόμιζαν ότι θα συνέλθη στο Νοσοκομείο
με την περιποίηση και θα τον έχουν και στην συνέχεια κοντά τους, παρόλο
που τους είχε πει πολλές φορές από πριν: «Στην Ελλάδα θα ζήσω μόνο σαράντα ημέρες».
Αφού λοιπόν πλησίασαν οι ημέρες, έπρεπε φυσικά να φύγη στον Ουρανό και να τους βοηθάη πια από ‘κει περισσότερο, εφόσον είχε παρρησία στον Θεό. Έζησε εν όλω δύο εβδομάδες στο Κάστρο της Κερκύρας και λειτούργησε δύο φορές εκεί, στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Άλλη μία εβδομάδα έζησε στο Νοσοκομείο, όπου και τον επισκέπτονταν οι Φαρασιώτες με αγωνία.
Η Χάρις του Θεού δεν είναι στέρνα που τελειώνει το νερό της και μετά στερεύει, αλλά ανεξάντλητη πηγή.
Τώρα πια ο Χατζεφεντής (Πατήρ Αρσένιος) δεν
τρέχει με τα πόδια και δεν λαχανιάζει, για να προλαβαίνει τους
άρρωστους, να τους διαβάζει την ανάλογη ευχή και να τους θεραπεύει, αλλά
πετάει άνετα σαν Άγγελος από την μια άκρη του κόσμου στην άλλη και
μπορεί να προλαβαίνει όλους τους πιστούς, που τον επικαλούνται με
ευλάβεια.
Ο Πατήρ Αρσένιος (Χατζεφεντής) κήρυττε την Ορθοδοξία ορθά με τον ορθόδοξο βίο του. Έλειωνε στην άσκηση την σάρκα του από την θερμή του αγάπη προς τον Θεό και αλλοίωνε τις ψυχές με την Θεία του Χάρι.
Πίστευε πολύ και θεράπευε πολλούς, πιστούς και απίστους.
Λίγα λόγια, πολλά θαύματα. Ζούσε πολλά και έκρυβε πολλά. Μέσα από τον σκληρό του φλοιό, έκρυβε τον πνευματικό του γλυκό καρπό.
Πολύ αυστηρός Πατέρας στον εαυτό του, αλλά
και πολύ στοργικός Πατέρας στα παιδιά του. Δεν τα χτυπούσε με τον νόμο,
αλλά με το φιλότιμο, με το νόημα του νόμου.
Για να κρύψει τις αρετές του από τα μάτια των ανθρώπων και να αποφύγει έτσι τους επαίνους, κατάφευγε σ’ ορισμένες «ιδιοτροπίες»
Πολλοί που έτυχαν να δούν τον Χατζεφεντή να υψώνει τα χέρια του και να παρακαλεί το Θεό και να φωνάζει προσευχόμενος «Θεέ μου, Θεέ μου!» έλεγαν• «λες
και ξεκοβόταν η καρδιά του εκείνη την ώρα, και θαρρείς έπιανε τον
Χριστό από τα πόδια και δεν τον άφηνε, εάν δεν του έκανε το αίτημά του»…
Ως Λειτουργός του Υψίστου δεν πατούσε στην γη, και ως Συλλειτουργός άστραφτε στον κόσμο.
Τον δόξασε ο Θεός, γιατί συνέχεια με την
αγία του ζωή δοξαζόταν το όνομα του Θεού, εις τον οποίον ανήκει πάσα
δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Μοναχού Παϊσίου Αγιορείτου, «Ο Άγιος
Αρσένιος ο Καππαδόκης», εκδ. Ι.Ησυχαστηρίου Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος, Σουρωτή, Θεσ/νίκης 1991
Η αγία του μορφή συνέχεια σκορπούσε Χάρη και παρηγοριά… Έφυγε στις 10 Νοεμβρίου το 1924.
Αυτός ήταν ο Πατήρ Αρσένιος! Μόνος, μικρός, με μόνη του Θεού την προστασία! Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης ο ‘’Χατζεφεντής’’
https://iconandlight.wordpress.com/2018/11/09/26072/
Όσιος Αρσένιος ο Καππαδόκης «Χατζεφέντης», έλαμψε το πρόσωπο του στον Ναό της Αναστάσεως
https://iconandlight.wordpress.com/2016/11/09/%cf%8c%cf%83%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%b1%cf%81%cf%83%ce%ad%ce%bd%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%cf%80%cf%80%ce%b1%ce%b4%cf%8c%ce%ba%ce%b7%cf%82-%cf%87%ce%b1%cf%84%ce%b6%ce%b5%cf%86%ce%ad/
Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, Οδοιπορικό στα Φάρασα της Καππαδοκίας
https://iconandlight.wordpress.com/2015/11/09/%CE%AC%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B1%CF%81%CF%83%CE%AD%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%BF-%CE%BA%CE%B1%CF%80%CF%80%CE%B1%CE%B4%CF%8C%CE%BA%CE%B7%CF%82-%CF%8C%CF%84%CE%B1%CE%BD-%CF%8D%CF%88%CF%89%CE%BD/
Απολυτίκιον Οσίου Αρσενίου του Καππαδόκη.
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Βίον ένθεον, καλώς ανύσας, σκεύος τίμιον του Παρακλήτου, ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε, και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος, πάσι παρέχεις ταχείαν βοήθειαν, Πάτερ ’Οσιε Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Απολυτίκιον Αγίου Γεωργίου Τροπαιοφόρου Ήχος δ’
Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής, και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Ωδή ς’
Κατήλθες εν τοίς κατωτάτοις
Δριμείας βασάνους δεινών ενεγκών, ως τρυφάς ταύτας ηγού, υπομένων Κυρίω, και ψάλλων Ένδοξε, η φωνή δέ σου, της βροντής εν τω τροχώ, των ευχών εξηχείτο.
Ωδή θ’ Φωτίζου, φωτίζου
Ραβδίσματα, ξέσεις, και των βουνεύρων τους δαρμούς, τας κρηπιδας, τον λάκκον της ασβέστου σέβομαι, τάλλά τε όσα υπέστης αθλών, Μάρτυς Χριστού, πάντα μακαρίζω, και τον τροχόν κατασπάζομαι.
Φάρασα και ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης
ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ ΦΑΡΑΣΣΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου