Συναξάριον.
Τῇ ΙΒ΄(12ῃ) τοῦ μηνός Δεκεμβρίου, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος, ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου τοῦ θαυματουργοῦ. (348)
Το νησί μου.
Ο Άγιός μου.
Λίγο πριν γεμίσει κάθε κορφιάτικο σπίτι ευχές και χαμόγελα,ας σταθούμε για λίγο στη μοναδική σχέση του Κερκυραίου με τον Άγιό του. Γιατί η αγάπη αυτή είναι κάτι πέρα και πάνω από κάθε στερεοτυπική ερμηνεία περί θρησκοληψίας. Είναι μνήμη. Είναι ταυτότητα. Είναι ζώσα ιστορία.
Τούτος ο τόπος μοιάζει λαξευμένος σπιθαμή προς σπιθαμή από τη λατρεία του ντόπιου για τον Άγιο Σπυρίδωνα. Έχει γραφτεί μέσα μας, ανεξίτηλα, στο ίδιο το πατρογονικό μας παρελθόν, στο ίδιο μας το DNA. Κι όταν αντικρίζεις το ιερό του σκήνωμα, μια αόρατη, ανταποδοτική μέθεξη σε συνδέει μαζί του.
Θαρρείς πως σε διαβάζει. Πως ξέρει τις σκέψεις, τους φόβους, τις ανασφάλειές σου. Πως πλήρως σε αποκρυπτογραφεί. Πως όταν αγγίζεις τη λάρνακά του, ακούει όσα δεν τολμάς να πεις ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Ίσως για κάποιους η περιφορά ενός-αιώνων-σώματος να φαίνεται παράξενη ή μακάβρια. Ίσως για άλλους να σημαίνει μόνο εμπορική εκμετάλλευση.
Για εμάς όμως είναι άγγιγμα ψυχής. Είναι το απαλό, καταπραϋντικό χάδι του προστάτη μας. Να είσαι Κερκυραίος σημαίνει να πορεύεσαι μαζί του, να ταυτίζεσαι μ’ αυτόν.
Παρ’ότι ποτέ δεν πάτησε το πόδι του στο νησί όσο ζούσε, εσύ τον αφουγκράζεσαι σε κάθε σου βήμα. Τον επικαλείσαι στην ανάγκη. Τον ανταμώνεις στο μόχθο, στο δάκρυ, στη γιορτή.
Τον βλέπεις στη σοδειά του ελαιώνα, στις λαμπρόκαρπες μηλιές του Ομήρου, στις βαρίσκιωτες συκιές του Σολωμού. Τον συναντάς στους ήχους του Adagio, στους προμαχώνες του Σαβορνιάν, στο άγαλμα του Καποδίστρια, στις μυρωδιές της πλατείας Λεμονιάς. Το αποτύπωμά του ταξιδεύει μαζί σου. Στο φευγιό, στις σπουδές, στο στρατό, στο νοσοκομείο, στην αγωνία, στη δοκιμασία, στον πόνο, στο πένθος, στη χαρά.
Δεν εξηγείται αυτή η σχέση με κοσμικές ερμηνείες. Δε χωρά σε λογικές νόρμες κι επίγειους κανόνες. Βαθύτατα μυστικιστική, μεταφυσική, σχεδόν κοσμογονική. Ένας αγράμματος γεράκος που αγαπούσε τους αμαρτωλούς γίνεται ο πιο διακριτικός, αλλά αδιάψευστος συνοδοιπόρος της ζωής σου.
Κι αυτό δεν χρειάζεται να στο αποδείξει. Απλώς το ξέρεις. Το νιώθεις. Είναι το αμάραντο άνθος της παιδικής σου αγνότητας. Η κληρονομιά που κουβαλάς μέσα σου. Αυταπόδεικτα κι ολοκληρωτικά. Γιατί ακόμη κι αν δεν πιστεύεις, η παρουσία του είναι τόσο επιδραστική που αγγίζει κάθε πτυχή της ύπαρξής σου. Κι αυτό, ίσως, είναι η πιο τρανή απόδειξη της καθολικής του δύναμης. Της καθηλωτικά πανίσχυρής του επιρροής.
Είναι ο Άγιός μας.
Ο Άγιος Σπυρίδων.
Αλέξανδρος Σουλιώτης-Φιλόλογος
https://www.facebook.com/share/17vWp5HksH/
***
ΤΟ ΚΑΝΤΉΛΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ
Το 1918 ήτο μία οικογένεια που είχε έντεκα παιδιά. Δύο οι γονείς, δεκατρείς. Δύο οι γέροντες, δεκαπέντε. Πάμπτωχοι.
Και πήγε ο πατέρας στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα και ζήτησε βοήθεια στην προσευχή του από τον Άγιο.
Η βοήθεια συνίστατο στο εξής: να τον δανείσει ο Άγιος ένα καντήλι, από τα καντήλια τα χρυσά που είχε επάνω, κρεμασμένα σε ένα σίδερο οβάλ, επάνω από το άγιό του λείψανο.
Για να πάει να το βάλει ενέχυρο, να κάνει μια δουλίτσα να θρέψει τα παιδιά, να μην πεθάνουνε.
Πράγματι, ένα πρωινό, που η εκκλησία είχε ανοίξει από τον νεωκόρο και περιποιείτο, του υπέκλεψε την προσοχή, μπήκε μέσα κρυφά στο παρεκκλήσιο, επάτησε επί της αγιας του λάρνακος για να το φτάσει και εξεκρέμασε ένα καντήλι χρυσό και το έβαλε στον κόλπο του.
Πήγε την άλλη μέρα, το έβαλε ενέχυρο -πήρε ενενήντα τάληρα τότε – και έκανε την επιχείρηση.
Όμως, τα χρήματα δεν τα μάζεψε μέσα στην αυτή προθεσμία, των 5 μηνών που είχε πει στον Άγιο και πήγε λίγο αργότερα.
Στο διάστημα εκείνο, ένας καλόγερος από την Παλαιοκαστρίτσα είχε πάει να ψωνίσει ένα καντήλι στο κατάστημα με το ενέχυρο καντήλι.
Κι από τα καντήλια που είδε στην προθήκη αυτού του χρυσοχόου, του άρεσε αυτό το καντήλι.
Λέει ο χρυσοχόος:
– Αυτό δεν μπορώ να σ’ το δώσω.
– Δεν παίρνω άλλο, αυτό θέλω .
Αυτός για να κάνει εμπόριο, να κερδίσει, σκέφτηκε το εξής:
να δώσει το καντήλι αυτό και να δώσει ένα άλλο σ’ αυτόν που το είχε δώσει ενέχυρο ίσης αξίας.
Δεν θα ήταν το ίδιο σχέδιο, αλλά ίσης αξίας. Πράγμα το οποίο και έγινε.
Αποτέλεσμα:
εδόθη το καντήλι και μετά από λίγο καιρό πηγαίνει ο άλλος τα χρήματα.
Και του δίδει αυτός ένα άλλο καντήλι.
Αυτός, ούτ’ είχε, ούτ’ έχασε.
Ούτε ήξερε πώς ήταν το καντήλι.
Το πήρε, εν πάση περιπτώσει, και πήγε την άλλη μέρα, με τον ίδιο τρόπο πρωί-πρωί να το βάλει στη θέση του.
Όπως πήγε να το κρεμάσει με τη διχάλα, το ‘βαζε να πιάσει, αλλά αυτό πήδαγε η διχάλα, δεν έπιανε.
Ξανά! Τίποτα!
Τρόμαξε, λοιπόν, μπροστά σ’ αυτό το θαύμα. Ξανά το κατέβασε.
Το ‘βαλε στον κόλπο του κι έφυγε.
Τον βασάνιζε μέσα στη σκέψη του, περί τίνος πρόκειται αυτό το παράξενο συμβάν .
Σκέφτηκε λοιπόν «μήπως μου έκανε λάθος αυτός και δεν μου έδωσε εκείνο ή εν γνώσει, ή εν αγνοία»;
Ξαναπηγαίνει λοιπόν στον χρυσοχόο και του λέει:
– Κάποιο λάθος έχει γίνει εδώ.
– Τι λάθος;
– Το καντήλι αυτό δεν πρέπει να είναι το δικό μου.
– Πώς το ξέρεις;
– Να κοιτάξεις σε παρακαλώ -δεν ξέρω πώς το ξέρω; – αυτό είναι της πεθεράς μου, είναι σουβενίρ κλπ… Το καντήλι αυτό δεν είναι δικό μου.
Εν πάση περιπτώσει, αυτός ζήταγε να του ξεφύγει.. αλλά είδε ότι άρχισε να χάνει λόγια κι από ‘κεί αισθάνθηκε σταθερότερος και… και… και… Κι εντέλει του λέγει την αλήθεια :
– Το καντήλι! Γιατί το καντήλι είν’ του Αγίου!
Όταν άκουσε αυτός «το καντήλι του Αγίου», τρόμαξε. Λύθηκαν τα γόνατά του.
– Τι μου ‘κανες;, του λέει. Μ’ έκαψες!
– Δεν σ’ έκαψα καθόλου εγώ. Κάηκες μοναχός σου.
Το αποτέλεσμα είναι, σηκώνεται και φεύγει για την Παλαιοκαστρίτσα. (Δεν ξέρω με τι μέσο πήγε τότε. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα και τέτοια πράγματα.)
Με τη σειρά του το μάθε ο καλόγερος πως έχει αγοράσει καντήλι του Αγίου, ελύθηκε.
– Πάρ’ το και πήγαινε! Πάρ’ το και πήγαινε.
Το πήρε το καντήλι, επέστρεψε στην Κέρκυρα, στην πόλη, και εδόθη στον δικαιούχο.
Αυτός, την άλλη μέρα το πρωί, με τον ίδιο τρόπο, πήγε, πάτησε επάνω στην αγία λάρνακα -γιατί έτσι μπορούσε να το φτάσει- το βάζει, και είδε ότι εκάθισε εν ησυχία κρεμασμένο το καντήλι.
Όμως, έγινε θόρυβος! Κοινολογήθη.
Εμαθεύθη και στην αστυνομία, κι επεμβαίνει εισαγγελεύς.
Γίνεται δικαστήριο, γίνεται δικογραφία, φτάνει η υπόθεση σε δίκη.
Εξετάσθη ο νεωκόρος, εξετάστηκαν… Φτάνει η υπόθεση σε δίκη!
Γίνεται η διαδικασία της δίκης και καλείται τώρα ο κατηγορούμενος να πει πώς έκλεψε το καντήλι. Λέει λοιπόν:
– Εγώ, κύριε Πρόεδρε, είμαι πατέρας έντεκα παιδιών· η γυναίκα μου κι εγώ, δεκατρείς· και οι γονείς μας, δεκαπέντε.
Δεν είχα, και παρακάλεσα τον Άγιο να με δανείσει ένα καντήλι, να κάμω μια μικρή δουλειά, να μην πεθάνουν τα παιδιά.
Και συνέβη η υπόλοιπος διαδικασία.
– Ώστε το πήρες το καντήλι;
– Βέβαια, λέει, το πήρα το καντήλι.
– Σήκω επάνω, του λέει, εσύ, νεωκόρε. Έλα εδώ. Εσύ λες εδώ τα αντίθετα απ’ αυτά που λέει αυτός! Αυτός λέει το πήρε το καντήλι.
– Τι λέει αυτός, κύριε πρόεδρε, δεν ξέρω. Εγώ ξέρω ότι το καντήλι αυτό το άναβα όλον τον χρόνο αυτόν! Και είναι εκεί τώρα!
Όταν άκουσε το πράγμα αυτό το πρόεδρος, τον αθώωσε τον πατέρα αυτόν.
Κι έχει γράψει στα πρακτικά :
«Κατόπιν θαύματος του Αγίου, απαλλάσσεται».
Θέλετε να σας πω και τη συνέχεια;
Ακούστε τη συνέχεια, για του λόγου το ασφαλές.
Προ ετών, δύο-τριών, πήγαινα στην Κέρκυρα, με προσκυνητάς.
Και μάλιστα, στο αυτοκίνητο που διηγούμουν πολλά για τον Άγιο, είπα κι αυτό. Ότι έγινε αυτό κι αυτό.
Μια κυρία από τη συντροφιά μας, όταν πήγε εκεί πέρα, και περίμενε στη σειρά της εκεί, για να προσκυνήσει, θυμήθηκε αυτό που είχα πει.
Κι εκεί που στεκότανε, παρακάλεσε τον Άγιο:
– Ποιο είναι το καντήλι αυτό, Άγιέ μου, που εδάνεισες σ’ αυτόν τον άνθρωπο, που μας έλεγε ο κύριος Παναγόπουλος στον δρόμο;
Κι άρχισε το καντήλι αυτό να κινείται!
(Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας †)
Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Σπυρίδωνος
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς λόγῳ μόνῳ ποταμοὺς ἀνεχαίτισας, Σπυρίδων μακάριε σοφέ· ὅθεν νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖ, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν μετέβαλες· καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἀγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ’. Τὸ προσταχθὲν
Τὸν ζωοχέα μελῳδήσωμεν Σπυρίδωνα, τὸν ἐν Κερκύρᾳ, ζῶντα σώματι ὑπάρχοντα, ὀς ἰσχὺν τοῦ θανάτου τοῦ σώματος ἀποβάλλει, αλλ᾽ ὡς ἔχοντα τὸ σῶμα θεοδόξαστον, ὐμνῳδίαις οὐρανίαις ὑπαντήσωμεν, ἀνακράζοντες, Χαίροις σῶμα ἀείζωον.
Ἀνθρωπος ἀγγελάρχης, ἀπεστάλης Σπυρίδων, σπερεῖν σὸν θεοδόχον γῇ σῶμα. καὶ σὺν τῇ ἀκηράτῳ θανῇ, ἄθανατοὐμενόν σε θεωρῶν Οσιε, ἐξίστατο, καὶ ἴστατο πᾶς μέρωψ, ἐκφωνῶν τοιαῦτα·
Χαίροις ἐν ᾧ ἡ φθορὰ ἐτράπη·
Χαίροις ἐξ οὗ ἡ ζωὴ ηὐγάσθη.
Χαίροις ὃ μὴ ἔχων χρωτὸς τὴν ἀλλοίωσιν·
Χαίροις τῶν πνευμάτων ὁ ἔχων ὡμοίωσιν.
Χαίροις κρᾶμα δυσκατάληπτον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς·
Χαίροις πνεῦμα δυσαπόβλητον ἐν ἀνθρώπων σεβασμοῖς.
Χαίροις ὅτι τυγχάνεις τῆς Τριάδος οἰκία·
Χαίροις ὅτι ἐδέξω πᾶσαν χάριν ἁγίαν.
Χαίροις φωστὴρ, φωτίζων τὸν Ἡλιον·
Χαίροις λαμπτὴρ τῆς κόσμου ἐμφαύσεως.
Χαίροις δι’ οὗ εὐλογεῖται ἡ φύσις·
Χαίροις δι᾿ σὗ ἐκλαμπροῦται ἡ πίστις.
Χαίροις σῶμα ἀείζωον.
Βλέπουσα ἡ Κερκύρα, ἑαυτὴν ἐν ὑγείᾳ, φησὶ τῇ φυσικῇ θαρσαλέως. τὸ πανθαύμαστόν μου θεωρῶ, δυσπαράδακτόν σου τοῖς θεσμοῖς πέφυκεν, ἀφθόρου γὰρ χρωτὸς τὴν σύστασιν, οὐ βλέπεις ὦδε;
Ἂλλος Ἂγγελος.
Γἣν ἐβάδισε θεῖαν, καὶ εἰς πόλον ἀνῆλθε, κατέασεν ἐφ᾽ ἡμᾶς τὸ δὲ σῶμα ὃ λαμβάνον τιμᾶς, δηλοῖ πῶς ἐστι δειχθῆναι τὸν βροτὸν ἔνθεον, πρὸς ὃν βοῶμεν ἅπαντες,
ἐν φόβῳ πλὴν ἐνθέως οὕτως·
Χαίροις Θεοῦ τῶν θαυμάτων σῆμα·
Χαίροις ἐσθλῶν οὐρανίων βῆμα.
Χαίροις ἀναστάσεως ἡμῖν τὸ τεκμήριον·
Χαίροις τῶν θαυμάτων Θεοῦ τὸ μαρτύριον.
Χαίροις σῶμα θεοδόξαστον, δι᾽ οὗ ἀνέβη ἡ χαρά·
Χαίροις τίμημα τῆς χάριτος, δι᾽ οὗ πέπτωκε φθορά.
Χαίροις πνευματοφόρον πολυτίμητον γέρας·
Χαίροις τὸ τῶν θαυμάτων εὐζωόβρυτον τέρας.
Χαίροις καὶ γὰρ σοφίαν ἐλάμπρυνας·
Χαίροις καὶ γὰρ καρδίαν ἐκαίνισας.
Χαίροις ἐν σοὶ, ὁμοῦ ἔχων στοιχεῖα·
Χαίροις δ οὗ, κατεπώθη μωρία.
Χαίροις σῶμα ἀείζωον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου