Την πνευματική χαρά και την οὐράνια ἀγαλλίαση που νοιώθει ὁ χριστιανός ἀπό τα Χριστούγεννα, δεν μπορεῖ να τη νοιώσει, με κανέναν τρόπο, ὅποιος τα γιορτάζει μοναχὰ σαν μία συγκινητική συνήθεια, που εἶναι δεμένη περισσότερο με τις συνηθισμένες χαρές τοῦ κόσμου, με τον χειμώνα, με τα χιόνια,με το ζεστό τζάκι.
Μοναχά ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός γιορτάζει τα Χριστούγεννα πνευματικά, κι ἀπό την ψυχή τοῦ περνᾶνε ἁγιασμένα αἰσθήματα, και τη ζεσταίνουνε με κάποια θέρμη παράδοξη, που ἔρχεται ἀπὸ ἕναν ἄλλο κόσμο, τη θέρμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατά τον ἀναβαθμό ποὺ λέγει: «Ἁγίω Πνεύματι πάσα ψυχή ζωοῦται, και καθάρσει ὑψοῦται, λαμπρύνεται τη τριαδική μονάδι, ἱεροκρυφίως».
Ψυχή και σῶμα γιορτάζουν μαζί, εὐφραίνουνται με τη θεία εὐφροσύνη,
που δεν την ἀπογεύεται ὅποιος βρίσκεται μακριά ἀπό τον Χριστό. Ἐνῶ ἡ
καρδιά τοῦ χριστιανοῦ, αὐτές τις ἁγιασμένες μέρες, εἶναι γεμάτη ἀπό την
εὐωδία τῆς ὑμνωδίας, γεμάτη ἀπὸ μία γλυκύτατη πνευματικὴ φωτοχυσία, ποὺ
σκεπάζει ὅλη την κτίση, τὰ βουνά, τὴ θάλασσα, τον κάθε βράχο, τὸ κάθε
δέντρο, την κάθε πέτρα, τὸ κάθε πλάσμα. Ὅλα εἶναι ἁγιασμένα, ὅλα
γιορτάζουνε, ὅλα ψέλνουνε, ὅλα εὐφραίνονται, ὅλη ἡ φύση εἶναι «ὡς ἐλαία
κατακαρπος ἐν τῷ οἴκω τοῦ Θεοῦ».
Κανείς δεν νοιώθει στην καρδιὰ τοῦ τέτοια χαρά, παρὰ μονάχα ἐκεῖνος ποὺ
ἀγαπᾶ τον Θεὸ καὶ ποὺ ζεῖ τὶς μέρες τῆς ζωῆς τοῦ μαζὶ μὲ τον Θεό, γιατί
κανένας ἄλλος ἀπὸ τὸν Θεὸ δεν μπορεῖ νὰ δώσει τέτοια χαρά, τέτοια
εἰρήνη, κατὰ τον λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στον Μυστικὸ Δεῖπνο: «Τὴ δική
μου την εἰρήνη σᾶς δίνω, εὲν σᾶς δίνω ἐγὼ την εἰρήνη ποὺ δίνει ὁ
κόσμος».
Ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ κ’ ἡ εἰρήνη εἶναι ἀλλιώτικη ἀπό τη χαρά κι ἀπό την εἰρήνη τούτου τοῦ κόσμου. Γιὰ τοῦτο ὁ ἄνθρωπος ποὺ χαίρεται νὰ πηγαίνει στην ἐκκλησία, γιὰ νὰ πιεῖ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀθάνατη βρύση τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καὶ τῆς εἰρήνης, λέγει μαζὶ μὲ τον Δαβίδ: «Ἑξαπόστειλον, Κύριε, τὸ φῶς σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου· αὐτὰ μὲ ὠδήγησαν καὶ ἤγαγον μὲ εἰς ὅρος ἅγιόν σου καὶ εἰς τὰ σκηνώματά σου· καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸν Θεὸν τὸν εὐφραίνοντα τὴν νεότητά μου».
Ἂς γιορτάσουμε λοιπὸν κ’ ἐμεῖς,
ἀδελφοί μου, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθεία, ἐν ψαλμοῖς
καὶ ὕμνοις καὶ ὠδαῖς πνευματικαῖς», καὶ τότε καὶ τ’ ἄλλα «προστεθήσεται
ἠμίν», θὰ μᾶς δοθοῦνε, ἤγουν ἡ χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ, τῆς οἰκογένειας, τῆς
φύσης, τῆς συναναστροφῆς, τῆς ἁγνῆς διασκέδασης, γιατί ὅλα θὰ τὰ
γλυκαίνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, καὶ θὰ τὰ ζεσταίνει ἡ θέρμη Ἐκείνου ποὺ
εἶναι ὁ ζωοδότης.
Μέγα μάθημα τῆς ταπείνωσης εἶναι γιά μας, ἀδελφοί μου, ἡ Γέννηση τοῦ
Χριστοῦ. Ποῦ γεννήθηκε; Μέσα σὲ μία φάτνη, σ’ ἕνα παχνὶ νὰ ποῦμε
καλύτερα, γιὰ νὰ νοιώσουμε βαθύτερα τὴν ἀνείπωτη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ,
γιατί τ’ ἀρχαία λόγια κάνουνε νὰ φαίνουνται στὰ μάτια μᾶς πλούσια καὶ τὰ
φτωχὰ πράγματα. Ἡ μητέρα του, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, μακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι
της, ξένη σὲ ξένον τόπο, πῆγε καὶ τὸν γέννησε μέσα σ’ ἕνα μαντρί. Τὸ
βόδι καὶ τὸ γαϊδούρι τὸν ζεστάνανε μὲ τὴν ἀνασαμιά τους. Τσομπάνηδες τὸν
συντροφέψανε. Μαζὶ μὲ τὰ νιογέννητα ἀρνιὰ λογαριάστηκε ὁ ἀμνὸς τοῦ
Θεοῦ, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ
Ἀδάμ. Ποιὸς ἄνθρωπος γεννήθηκε μὲ μεγαλύτερη ταπείνωση;
Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος γράφει, στον Λόγο του γιὰ την Ταπεινοφροσύνη, τὰ παρακάτω ἐξαίσια λόγια: «Θέλω ν’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, ἀδελφοί μου, καὶ νὰ λαλήσω γιὰ τὴν ὑψηλὴ ὑπόθεση τῆς ταπεινοφροσύνης, κ’ εἶμαι γεμάτος φόβο, σὰν ἐκεῖνον τὸν ἄνθρωπο ποὺ ξέρει πὼς θὰ μιλήσει γιὰ τὸν Θεό. Γιατί ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι στολὴ τῆς θεότητας. Γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, αὐτὴ ντύθηκε, κ’ ἦρθε σὲ συνάφεια μαζί μας μ’ αὐτή, παίρνοντας σῶμα σὰν τὸ δικό μας. Κι ὅποιος τὴ ντύθηκε, ἀληθινὰ ἔγινε ὅμοιος μ’ Ἐκεῖνον, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὕψος Του, καὶ ποὺ σκέπασε τὴν ἀρετὴ τῆς μεγαλωσύνης Του καὶ τὴ δόξα Του μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη. Κι αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ μὴν κατακαεῖ ἡ κτίση ἀπὸ τὴ θωριά Του. Γιατί ἡ κτίση δὲν μποροῦσε νὰ τὸν κοιτάξει , ἂν δὲν ἔπαιρνε ἕνα μέρος ἀπ’ αὐτὴ (τὸ σῶμα), κ’ ἔτσι μίλησε μ’ αὐτή. Σκέπασε τὴ μεγαλωσύνη Του μὲ τὴ σάρκα, καὶ μ’ αὐτὴ ἦρθε σὲ συνάφεια μαζί μας, μὲ τὸ σῶμα ποὺ ἐπῆρε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ Θεοτόκο Μαρία. Ὥστε, βλέποντας τὸν ἐμεῖς πὼς εἶναι ἀπὸ τὸ γένος μας καὶ πὼς μᾶς μιλᾶ σὰν ἄνθρωπος, νὰ μὴν τρομάξουμε ἀπὸ τὴ θωριά Του. Γι’ αὐτό, ὅποιος φορέσει τὴ στολὴ ποὺ φόρεσε ὁ Κτίστης (δηλαδὴ τὴν ταπεινοφροσύνη), τὸν ἴδιον τὸν Χριστὸ ντύθηκε».
Ἡ φάτνη εἶναι ἡ ταπεινὴ καρδιά, ποὺ μοναχὰ σ’ αὐτὴ πηγαίνει καὶ γεννιέται ὁ Χριστός.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς φωτοβολὰ μέσα στὸ χειμωνιάτικο σκοτάδι, γιορτάζοντας τὴ
Γέννηση τοῦ Κυρίου. Ἀπὸ μέσα τῆς ἀκούγεται μία ὑπερκόσμια ὑμνωδία, σὰν
ἐκείνη ποὺ ψέλνανε οἱ ἄγγελοι τὴ νύχτα ποὺ γεννήθηκε ὁ Κύριος, «ἦχος
καθαρὸς ἑορταζόντων». […]
Φωτης Κόντογλου
(Απὸ τὸ βιβλίο του «Τὸ Ἀϊβαλὶ ἡ πατρίδα μου»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου