Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἐκκλησία τῆς Φιλαδελφείας. ΑΠΟΚΆΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΆΝΝΗ. ΔΗΜΉΤΡΗΣ ΜΑΥΡΌΠΟΥΛΟΣ.

 




Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἐκκλησία τῆς Φιλαδελφείας
7 Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Φιλαδελφείᾳ ἐκκλησίας γράψον· τάδε λέγει ὁ
ἅγιος, ὁ ἀληθινός, ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ Δαυΐδ, ὁ ἀνοίγων καὶ οὐδεὶς
κλείσει, καὶ κλείων καὶ οὐδεὶς ἀνοίξει·
7 Καὶ εἰς τὸν ἄγγελον τῆς ἐκκλησίας ὁποῦ εἶναι εἰς τὴν Φιλαδέλφειαν γράψει
Ἐτοῦτα λέγει ὁ ἅγιος, ὁ ἀληθινός, ὁποῦ ἔχει τὸ κλειδὶ τοῦ Δαβίδ· ἐκεῖνος ὁποῦ ἀνοίγει καὶ κανένας δὲν σφαλεῖ· καὶ σφαλεῖ καὶ κανένας δὲν ἀνοίγει·


Ἡ πόλη τῆς Φιλαδέλφειας ἱδρύθηκε γύρω στὸ 150 π.Χ. ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τῆς Περγάμου Ἄτταλο Β' τὸν Φιλάδελφο (εἶναι αὐτὸς που οικοδόμησε την στοά τού Αττάλου στην Αθήνα) Βρίσκεται ΝΑ της Περγάμου, σὲ περιοχὴ σεισμογενή. Ἐπὶ Τιβερίου ἔλαβε τὸ ὄνομα Νεοκαισάρεια καὶ ἐπὶ Βεσπασιανοῦ προστέθηκε τὸ ὄνομα Φλαβία. Σήμερα
ὀνομάζεται Ἀλασεχίρ, ποὺ σημαίνει Λαμπρὴ Πόλη. Λόγῳ τῶν λαμπρῶν
μνημείων της ὀνομάσθηκε «Μικραὶ ᾿Αθῆναι». Στὴν πόλη ὑπῆρχε ίουδαϊκὴ κοινότητα, ποὺ ἐνεργοῦσε διωγμοὺς ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, γι᾿
αὐτὸ στὴν ἐπιστολὴ ὀνομάζεται «συναγωγὴ τοῦ σατανᾶ». Τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς εἶναι γεμάτο ἐπαίνους γιὰ τὸν ἐπίσκοπο καὶ τοὺς πιστοὺς τῆς ἐπισκοπῆς, ὅπως εἴδαμε καὶ στὴν ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἐκκλησία τῆς Σμύρνης. Πρὸς τοὺς Φιλαδελφεῖς ἔστειλε ἀργότερα ἐπιστολὴ καὶ
ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, μαθητὴς τοῦ Ἰωάννη καὶ ἐπίσκοπος
Σμύρνης, ἐνῶ κατευθυνόταν πρὸς τὴ Ρώμη ὅπου καὶ μαρτύρησε, στὴν
ὁποία ἐπίσης καταγράφονται ἔπαινοι.
Ὁ ὅρος «ἅγιος» ὡς αὐτοπροσδιορισμὸς τοῦ Χριστοῦ ἀπαντᾶ γιὰ
πρώτη φορὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη σ᾿ αὐτὸ τὸ χωρίο. Ὁ ἴδιος, στὴ λεγόμενη ἀρχιερατικὴ προσευχή του, διατυπώνει αὐτὴ τὴ νέα κατάσταση ποὺ
ἐγκαινιάζει: «Ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι»
(Ἰωάν. 17,19-24). Κατὰ τὸν ἀπόστολο Πέτρο ἀποδίδεται ἐπίσης ὁ ὅρος
«ἅγιος» στὸν Χριστό, κατ᾿ ἀναλογία ὅμως τοῦ αὐτοχαρακτηρισμοῦ
τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη: «Αλλὰ κατὰ τὸν καλέσαντα ὑμᾶς
ἅγιον καὶ αὐτοὶ ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε, διότι γέγραπται·
ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι» (Α' Πέτρ. 1,15-16). Ἡ ἔννοια «ἅγιος»
εἰσάγεται καὶ ἀναδύεται στὴ θεολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, συνδεδεμένη κατ᾽ ἀρχὰς ἀποκλειστικὰ μὲ τὴ θεότητα. Ὁ μόνος καὶ ἀποκλειστικὰ ἅγιος εἶναι ὁ Θεός, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι μία ἑτερότητα ὡς πρὸς τὰ
ὄντα καὶ τὴν κατάσταση τοῦ πεπτωκότος κόσμου. Εἶναι κάτι τὸ ξεχωριστό, ἢ μᾶλλον κάποιος ξεχωριστὸς ἀπὸ τὰ δημιουργήματα. Ἡ ἴδια ἡ
ἑβραϊκὴ λέξη (κοντὲς/qodes) παράγεται ἀπὸ μία ρίζα ποὺ σημαίνει
«κόβω», «χωρίζω», σημαίνει ἑπομένως τὸν ξεχωριστό. Μὲ τὴ λέξη αὐτὴ
προσδιορίζεται στὴν ἰουδαϊκὴ γραμματεία ἡ μία καὶ μόνη ἁγιότητα τοῦ
Θεοῦ. Σὲ αὐτὴ τὴν ἁγιότητα μετέχουν ὅσοι καὶ ὅσα συνδέονται μὲ τὸν
Θεό, ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας λαός, ἕνας τόπος, ἕνα ἀντικείμενο, ἣ μία ἐνέργεια. Είναι γνωστὸ τὸ περιστατικὸ ποὺ συνδέεται μὲ τὸν φλεγόμενο καὶ
μὴ καιόμενο βάτο: ὅταν ὁ Μωυσῆς πλησιάζει νὰ δεῖ αὐτὸ τὸ παράδοξο φαινόμενο, ἀκούει τὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἐπισημαίνει ὅτι πρέπει νὰ βγάλει τὰ ὑποδήματά του γιατὶ ὁ τόπος εἶναι ἅγιος: «Ὡς δὲ εἶδε Κύριος ὅτι προσάγει
ἰδεῖν, ἐκάλεσεν αὐτὸν ὁ Κύριος ἐκ τοῦ βάτου λέγων· Μωυσῆ, Μωυσῆ. Ὁ
δὲ εἶπε· τί ἐστι; Ὁ δὲ εἶπε· μὴ ἐγγίσῃς ὧδε. Λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν
ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστί» (Εξοδ. 3,4-5).
Επομένως ἡ ἁγιότητα λαμβάνει περιεχόμενο ἀπὸ τὴν πηγή της, τὸν Θεό,
καὶ τελειοῦται στὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, ὅπως διατυπώνεται ἀπὸ τὴ θεία
ἀποκάλυψη: «Καὶ ἔσεσθε ἅγιοι, ὅτι ἅγιος ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν· [...]
Ἐγὼ Κύριος ὁ ἁγιάζων ὑμᾶς» (Λευιτ. 20,7-8). Αὐτὴ ἡ ἁγιότητα ἀποδίδεται ἀπὸ τὸν Θεὸ στὰ μέλη τοῦ λαοῦ του, εἴτε στὰ μέλη τοῦ ἰουδαϊκοῦ
λαοῦ ὡς λαοῦ τοῦ Θεοῦ (Παλαιὰ Διαθήκη), μὲ ἱδρυτικὴ πράξη τὴν περιτομή, εἴτε στὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ (Καινὴ Διαθήκη), μὲ ἱδρυτικὴ πράξη τὸ βάπτισμα. Αὐτὴ ἡ ἱδρυτικὴ ἁγιότητα δὲν δίδεται μὲ
ἀξιολογικὰ κριτήρια, ἀλλὰ ἀποτελεῖ συνέπεια ἐπιλογῆς ἑκάστου πιστοῦ
νὰ ἀποτελεῖ μέλος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὴν ἀποστολικὴ περίοδο ὅλοι οἱ βαπτισμένοι εἶναι ἅγιοι, ὅπως μαθαίνουμε ἀπὸ τὶς Πράξεις
καὶ τὶς ἐπιστολὲς τῶν Ἀποστόλων (βλ., μεταξὺ ἄλλων: «Εγένετο δὲ
Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κα
τοικοῦντας Λύδδαν», Πράξ. 9,32· «... πᾶσι τοῖς ἁγίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
τοῖς οὖσιν ἐν Φιλίπποις», Φιλιπ. 1,1· «τοῖς ἐν Κολοσσαῖς ἁγίοις καὶ πιστοῖς
ἀδελφοῖς ἐν Χριστῷ». Κολ. 1,2). Υπάρχει ὅμως, ἐντὸς τῆς ἱστορίας, ἕνα
κεφαλαιῶδες γεγονὸς ποὺ ἀποκαλύπτει τὸ περιεχόμενο τῆς ἁγιότητας
τῶν πιστῶν ὡς ἁγιότητας δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος – καὶ ἀναφέρομαι στὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς. Εκτοτε, ἡ ἁγιότητα ἐγκαθίσταται ἐντὸς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, γίνεται κατάσταση ὑπαρξιακῆς
τάξεως. Ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, ὡς ὁ
κατ' ἐξοχὴν ἅγιος, καὶ μάλιστα κατὰ τὴ θεανθρώπινη ὑπόστασή του.
Αὐτὴ ἡ ἁγιότητα ἐκχέεται πρὸς τὰ μέλη τοῦ σώματός του διὰ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Μὲ αὐτὴ τὴν ἁγιότητα σφραγίζεται ἕκαστος πιστὸς μὲ τὸ
βάπτισμα καὶ τὸ χρίσμα, συνθήκη ποὺ διατυπώνει ὁ ἱερέας: «Σφραγὶς δι
ρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου», καὶ ἀνανεώνεται συνεχῶς γιὰ καθέναν ποὺ πα
ραμένει μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Θέλω νὰ πῶ, καὶ νὰ ὑπογραμμίσω μάλιστα, ὅτι αὐτὴ ἡ ἁγιότητα δὲν ἔχει ἠθικὸ περιεχόμενο, ἀλλὰ
ὑπαρξιακό, δηλαδὴ ἀναφέρεται στὴν ἀνθρώπινη φύση. Στὸ χωρίο μας ὁ
ὄρος «ἅγιος» συνοδεύεται ἀπὸ τὸν ὅρο «ἀληθινός», ἕναν ὅρο ποὺ λαμβά-
νεται ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ στὴ θεοφάνεια τοῦ Σινᾶ:
«Κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ
ἀληθινός» (Εξοδ. 34,6). Πρέπει ἐπίσης νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ ὅρος
«ἀληθινὸς» ἀναφέρεται στὴν πιστότητα τοῦ Θεοῦ, πιστότητα στὶς ὑποσχέσεις του καὶ στὶς ἐπαγγελίες του.
Ἡ εἰκόνα τοῦ ἔχοντος τὰ κλειδιὰ τοῦ Δαβίδ, ἑνὸς βασιλιᾶ δηλαδὴ ποὺ
ὑποτυπώνει τὸν βασιλέα Χριστό, λαμβάνεται ἀπὸ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα,
μὲ τὴν ὁποία ὁ προφήτης ἀντιλαμβάνεται τὸν Μεσσία ὡς βλαστὸ τῆς γενιᾶς τοῦ Δαβὶδ καὶ ὡς κληρονόμο τῆς ἐξουσίας του: «Καὶ δώσω τὴν
δόξαν Δαυὶδ αὐτῷ, καὶ ἄρξει, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀντιλέγων. Καὶ δώσω αὐτῷ
τὴν κλεῖδα οἴκου Δαυὶδ ἐπὶ τῷ ὤμῳ αὐτοῦ καὶ ἀνοίξει, καὶ οὐκ ἔσται ὁ
ἀποκλείων, καὶ κλείσει καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἀνοίγων» (Ἠσ. 22,22). Τὴν ἴδια
ἀντίληψη θὰ ἐπισημάνει ὁ ἄγγελος στὴν Παρθένο Μαρία ὅταν τῆς
εὐαγγελίζεται τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ: «Οὗτος ἔσται μέγας
καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται, καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον
Δαυΐδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ» (Λουκ. 1,32).
Ανάλογη διατύπωση βρίσκουμε κατὰ τὴν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰωάννη, ποὺ ἀναπτύσσεται μέσῳ ὁράματος στὸ 1ο κεφάλαιο τῆς Ἀποκάλυψης, ὅπου μεταξὺ ἄλλων ὁ Χριστὸς δηλώνει ὅτι εἶναι ὁ κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου: «καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾄδου» (βλ. 1,18).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου