Συνάντησις Ἱ. Κοινότητος καὶ ΠτΔ παρουσίᾳ
τοῦ Πολιτικοῦ Διοικητοῦ τοῦ Ἁγ. Ὄρους (8.5.2023).
Ἐκχωροῦνται θεσμικαὶ ἁρμοδιότητες εἰς ἐξωαγιορειτικὸν πρόσωπον,
τὸν Ἀρχηγὸν τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας;
Tὸ Ἁγιορειτικὸν Αὐτοδιοίκητον
καὶ τὸ νέον Προεδρικὸν Διάταγμα 22/2022
Ὑπὸ Ἁγιορειτῶν Κελλιωτῶν Πατέρων
Εὐρεῖα εἶναι ἡ συζήτηση ποὺ ἐν γένει διεξάγεται ὡς πρὸς τὶς προσπάθειες πολιτικῆς “ἐργαλειοποίησης” τοῦ Ἁγίου Ὄρους (εἰς τὸ ἑξῆς, ΑΟ), καὶ ἐνσωμάτωσής του σὲ σχεδιασμοὺς καὶ νέες πολιτικές. Ἐπὶ παραδείγματι, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ “3ου συνεδρίου Θρησκευτικῆς Διπλωματίας” (Ἰανουάριος 2022, ἕνα μόλις μήνα πρὶν τὴν Ἔναρξη τοῦ πολέμου στὴν Οὐκρανία), τὸ κεντρικὸ μήνυμα ποὺ ἐπαναλαμβανόταν σταθερὰ ἦταν ὅτι: “τὸ ΑΟ ἀποτελεῖ ἕνα πολὺ ἰσχυρὸ πόλο τῆς ἤπιας ἰσχύος (soft power)”.
Τὸ συνέδριο αὐτὸ εἶχε διοργανωθεῖ: ἀπὸ τὸ Ἰνστιτοῦτο Ἐξωτερικῶν Ὑποθέσεων, τὴν Γενικὴ Γραμματεία Ἀποδήμου Ἑλληνισμοῦ καὶ Δημόσιας Διπλωματίας τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν καὶ τὸ Ἐθνικὸ καὶ Καποδιστριακὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν (Ἐργαστήριο «Ἐκκλησία καὶ Πολιτισμὸς» Θεολογικῆς Σχολῆς). Τὸ συνέδριο ὑποστήριξαν τὸ περιοδικὸ Foreign Affairs The Hellenic Edition καὶ ἡ Αἰγέας ΑΜΚΕ (ἡ Μ.Κ.Ο. τοῦ Πολιτικοῦ Διοικητῆ τοῦ ΑΟ, κ. Ἀθ. Μαρτίνου).
Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 2000, στὸ πεδίο μελέτης τῶν Διεθνῶν Σχέσεων καὶ τῆς Διπλωματίας, πρόβαλλε ὡς πυλώνας ἰσχύος ἡ ἐργαλειοποίηση τῆς Θρησκείας, καθὼς εἶχε θεωρηθεῖ ὅτι ἀναπλήρωνε τὴν ἔκλειψη τῆς πολιτικῆς ἰδεολογίας, ποὺ συνέβη (κατ’ αὐτὴ τὴ σχολὴ ἀνάλυσης τῶν Διεθνῶν Σχέσεων) μετὰ τὸ πέρας τοῦ Ψυχροῦ Πολέμου. Τότε γεννήθηκε καὶ ὁ ὅρος “ἤπια δύναμη” (soft power), θέλοντας νὰ δηλώσει ἕνα πραγματικὸ πυλώνα ἐπιβολῆς ἰσχύος, πλήν, ὄχι στὸ πεδίο τῆς ὠμῆς δύναμης (βίας), ποὺ τὸ ἀπαρτίζουν οἱ στρατιωτικὲς δυνάμεις καὶ τὰ κάθε λογῆς πολιτικὰ μέτρα ἐπιβολῆς αὐτῆς τῆς ἰσχύος, ἀλλά, στὸ πεδίο τῆς πειθοῦς, ὁπότε καὶ σχετίζεται ἀμεσότερα μὲ τὴν “ἠπιότερη” προώθηση θέσεων, καθὼς καὶ τὴν προπαγάνδα, μὲ κύριο ἀντικείμενο– στόχο τὴν διαμόρφωση τῆς κοινωνικῆς συνείδησης πρὸς τὴν ἐπιδιωκόμενη κατεύθυνση.
Στὸ ἐν λόγῳ συνέδριο ὅμως, ὁ συμμετέχων Ὑφυπουργὸς Προστασίας τοῦ Πολίτη, κ. Ἐλευθέριος Οἰκονόμου, στὴν ὁμιλία του «Φυσικὴ καὶ πνευματικὴ ἀσφάλεια τοῦ Ἁγίου Ὄρους» ἐξαίφνης ἀνακοίνωσε τὶς νέες πολιτικὲς ἀποφάσεις τῆς Κυβέρνησης γιὰ μία βαθιὰ ἀναπροσαρμογὴ τῆς ἀστυνομικῆς παρουσίας στὸ ΑΟ, ἀναπτύσσοντας στὴν συνέχεια τὰ σχετικὰ ζητήματα ποὺ –δῆθεν– τὴν ἐπιβάλλουν. Οἱ ἐν λόγῳ ἀποφάσεις ἔλαβαν τὴν μορφὴ τοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος 22 (εἰς τὸ ἑξῆς, ΠρΔ22) τῆς 23ης Μαρτίου 2022, τὸ ὁποῖο τροποποιεῖ τὸν νόμο 4249/2014 μὲ τίτλο: “Ἀναδιοργάνωση τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας”, καὶ ἐκδόθηκε στὸ ΦΕΚ Τεῦχος Α΄62/23.03.2022.
Τῆς ἐκδόσεως τοῦ νέου ΦΕΚ ἀκολούθησε μία ἐξαιρετικὰ ὕποπτη ἐπικοινωνιακὴ καταιγίδα στὸν ἠλεκτρονικὸ καὶ ἔντυπο Τύπο –ἡ ὁποία ὅπως ἀπότομα ξέσπασε, ἔτσι καὶ ἀπότομα σταμάτησε– τοῦ τύπου: “Παιχνίδια συμφερόντων στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ σκιὰ τοῦ οὐκρανικοῦ πολέμου”[1].
Στὴν συντονισμένη ἐπικοινωνιακὴ προσπάθεια (ποὺ παρουσιάστηκε σὲ ὅλα τὰ συστημικὰ Μ.Μ.Ε., πρωτίστως τὰ φιλικὰ πρὸς τὴν Κυβέρνηση), παρουσιάστηκε μία ὅλως φανταστικὴ καὶ ἄνευ τῆς παραμικρῆς ἀπόδειξης σειρὰ “ἀπειλῶν” κατὰ τοῦ ΑΟ, καὶ τοῦτο, βάσει μὴ κατονομασμένων πηγῶν. Ἐνεπλάκησαν καὶ μοναχικοὶ κύκλοι, ποὺ “κατήγγειλαν” τὴν ὕπαρξη αὐτῶν τῶν ἀπειλῶν, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν ἐναντίον τους γενικὴ κατακραυγή, ἔσπευσαν νὰ δικαιολογηθοῦν καὶ νὰ ἀρνηθοῦν τὰ ὑπ’ αὐτῶν καταγγελλόμενα…
Πρόσφατα, ἀκολούθησε δεύτερη ἐπικοινωνιακὴ σπερμολογία, ποὺ ἐμφάνιζε αὐτὸν τοῦτον τὸν Ὑφυπουργὸ Προστασίας τοῦ Πολίτη, κ. Ἐλευθέριο Οἰκονόμου, νὰ ἀναλαμβάνει νέος Πολιτικὸς Διοικητὴς τοῦ ΑΟ! Καθίσταται ἑπομένως σαφὲς ὅτι οἱ συγκεκριμένες ἐπικοινωνιακὲς κινήσεις –χρονικὰ ἐνορχηστρωμένες, οὕτως ὥστε, ἡ προηγούμενη νὰ παραπέμπει στὴν ἑπόμενη– ἐπιβεβαιώνει τὴν σοβαρότητα καὶ τὴν σημασία τῶν ἐπερχόμενων ἐξελίξεων στὸ ΑΟ, στὸ πλαίσιο τῆς ἐπιδιωκόμενης ἐργαλειοποίησής του…
Ἐνδεικτικὸ τῶν νέων προθέσεων τῆς ἀναβαθμισμένης ἀστυνομικῆς παρουσίας ἐντός τοῦ ΑΟ, ἦταν καὶ τὸ γεγονὸς ποὺ συνέβη κατὰ τὴν κορύφωση τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, τὴν Μ. Παρασκευή, στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Πρωτάτου τῶν Καρυῶν, ὅπου κατὰ τὴν διάρκεια τῆς περιφορᾶς τοῦ Ἐπιταφίου πέριξ του Ἱεροῦ Ναοῦ, ἄνωθεν τῶν πατέρων ποὺ συμμετεῖχαν στὴν ἱερὰ πομπή, πετοῦσε ντρόουν (drone) τῆς Ἀστυνομίας, παρουσιάζοντας ἐλεεινὸ θέαμα ἀνίερης ἐκκοσμικεύσεως τῆς ἱερᾶς τελετῆς, τοῦ ὁποίου τόσο ἡ παρουσία ὅσο καὶ ὁ δαιμονιώδης θόρυβος τῶν ἑλίκων του, κατέστρεψε τὴν ἱερότητά της καὶ τὸ κατανυκτικὸ κλίμα, κατασκανδαλίζοντας τοὺς συμμετέχοντες πατέρες. Τὸ ἴδιο συμβὰν ἐπανελήφθη προκλητικὰ κατὰ τὴν πανίερο ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως, ὅταν καὶ πάλι, ἔξωθεν τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Πρωτάτου κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ ψαλλόταν τὸ κοσμοχαρμόσυνο “Χριστὸς Ἀνέστη” ἀπὸ τοὺς πανηγυρίζοντες ἁγιορεῖτες πατέρες, ἵπτατο τὸ ἐν λόγῳ ντρόουν, προσθέτοντας σκάνδαλο στὸ σκάνδαλο…
Στὶς εὔλογες διαμαρτυρίες τῶν πατέρων, οἱ ἀπαντήσεις ποὺ δόθηκαν ἦσαν –οἱ σύμφωνες μὲ τὸ ἐπίσημο ἀφήγημα– ἀσαφεῖς ἀναφορὲς σὲ “κατασκόπους” καὶ “τρομοκράτες”, οἱ ὁποῖοι φαίνεται ὅτι εἶχαν βάλει στόχο τὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Πρωτάτου καὶ τὴν ἐν αὐτῷ τελούμενη λατρεία…!
Πέραν τῆς φαιδρότητας τῶν ἐξηγήσεων, τὸ ὅλο γεγονὸς ἀποτελεῖ καθεαυτὸ κίνηση ὑψηλῆς συμβολικῆς ἀξίας, μίας καὶ συνέβη στὸ κέντρο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὡς πρώτη ἐπίδειξη τῶν νέων ἁρμοδιοτήτων παρακολούθησης καὶ καταστολῆς τῶν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἀστυνομικῶν δυνάμεων, ποὺ τοὺς παρέχει τὸ νέο Προεδρικὸ Διάταγμα.
Τὰ ἀνωτέρω ἔρχονται νὰ προστεθοῦν σὲ μία περίοδο ὅπου γίνεται κατανοητὸ τοῖς πᾶσι τῆς ποικιλίας τῶν κινδύνων καὶ τῶν συνθέτων προκλήσεων ποὺ ἀντιμετωπίζει, καὶ καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίσει στὸ ἄμεσο μέλλον, ἡ Ὀρθοδοξία. Οἱ ἐπερχόμενες ἐξελίξεις (ἐπιβολὴ κοινοῦ πασχαλίου, ποὺ θὰ προετοιμάσει τὴν ἕνωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὴν παπικὴ “ἐκκλησία”), δυστυχῶς θὰ ἐπηρεάσουν τοὺς πάντες, μηδενὸς ἐξαιρουμένου, οὔτε αὐτοῦ τούτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μάλιστα, ἡ σκανδαλώδης παρουσία σὲ αὐτὸ τῶν Οὐκρανῶν σχισματο–αιρετικῶν, πρόκειται νὰ ἐπιτείνει τὸ πρόβλημα, καθὼς οἱ τελευταῖοι ἀνοικτὰ ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικὰ μὲ τοὺς Οὐνίτες τῆς Οὐκρανίας, ἐνῷ δὲν ἀποκρύπτουν τὸ γεγονὸς τῆς ἐπερχόμενης ἕνωσης μεταξύ τους. Ἄλλωστε, σὲ ὅσους παρατηροῦν ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὰ γεγονότα, δὲν εἶναι ἄγνωστο ὅτι ἡ περίπτωση τῆς Οὐκρανίας ἔχει ἐπιλεχθεῖ ὡς τὸ κατεξοχὴν πρότυπο τῆς σχεδιαζόμενης ἕνωσης τῶν ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσης…
Ἑπομένως, τὸ τί πορεία θὰ πάρει τὸ Ἅγιον Ὄρος –καὶ τὸ κυριότερο– τὸ πῶς αὐτὴ θὰ ἐπιβληθεῖ σὲ αὐτό, δὲν μπορεῖ νὰ ἀφήσει οὐδένα Ἁγιορείτη Μοναχὸ ἀσυγκίνητο.
Ἡ παροῦσα μελέτη ἀποτελεῖ τὸ τελευταῖο τμῆμα μίας μεγαλύτερης καὶ διεξοδικότερης (ἡ ὁποία πρόκειται σύντομα νὰ ἐκδοθεῖ σὲ ἔντυπη μορφή), ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὶς συνολικὲς ἐπιπλοκὲς ποὺ ἐπιφέρουν οἱ, βάσει τοῦ νέου Προεδρικοῦ Διατάγματος, διευρυμένες ἀστυνομικὲς ἁρμοδιότητες, στὸ Ἁγιορειτικὸ Αὐτοδιοίκητο, στὰ γενικότερα πλαίσια λειτουργίας τοῦ Αὐτοδιοικήτου ἐν σχέσει πρὸς τὸ Ἑλληνικὸ Σύνταγμα.
Πρὶν ὅμως ἐξετασθοῦν οἱ σχετικὲς παράμετροι ποὺ συνθέτουν τὸ ὅλον πρόβλημα τῶν νέων ἀστυνομικῶν ρυθμίσεων, πρῶτα θὰ παρουσιασθεῖ ἡ συμπεριληπτικὴ ἀποτύπωση τῶν διαπιστώσεων ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς σχέσης τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Αὐτοδιοικήτου πρὸς τὴν Ἑλληνικὴ Συνταγματικὴ Τάξη, βάσει τῶν ὁποίων ἀποδεικνύεται ἡ ἀπόλυτη ἰδιαιτερότητα τοῦ συγκεκριμένου αὐτοδιοικήτου, ὅλως διάφορου πρὸς κάθε ἄλλη ὑφιστάμενη νομικὴ ἔννοια “αὐτοδιοικήτου”. Οἱ ἐν λόγῳ διαπιστώσεις ἔχουν ἀναλυθεῖ διεξοδικῶς στὴν προαναφερθεῖσα –διεξοδικότερη– μελέτη, καὶ οἱ ὁποῖες ἀναλύονται σ’ αὐτὴν στὶς ἀκόλουθες ἑνότητες: αὐτοδιοίκητα Νομικὰ Πρόσωπα καὶ ΑΟ, ἡ ἰσχὺς τῶν θεμελιωδῶν συνταγματικῶν δικαιωμάτων στὸ ΑΟ, ΚΧΑΟ καὶ ἀπαγόρευσις εἰσόδου γυναικῶν στὸ ΑΟ, Καταστατικὸς Χάρτης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (εἰς τὸ ἑξῆς, ΚΧΑΟ) καὶ ἡ συνταγματικὴ ὑποχρέωσις τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως στὴν Ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, ΚΧΑΟ καὶ ὁ συνταγματικὸς ὁρισμὸς τῆς ὑποχρεώσεως στράτευσης, ΚΧΑΟ καὶ τὸ συνταγματικὸ δικαίωμα τοῦ ἐκλέγεσθαι καὶ ἐκλέγειν, ΚΧΑΟ καὶ τὸ συνταγματικὸ δικαίωμα τοῦ συνεταιρίζεσθαι, ΚΧΑΟ καὶ ἡ συνταγματικὴ προστασία τοῦ ἀκωλύτου τῆς μετακινήσεως ἐντός τῆς Ἑλληνικῆς ἐπικρατείας, ΚΧΑΟ καὶ ἡ νομοθεσία περὶ δασῶν καὶ δασικῶν ἐκτάσεων, ΚΧΑΟ καὶ τὸ νομικὸ καθεστὼς τῶν ἐπιτάξεων, ΚΧΑΟ καὶ τὸ συνταγματικὸ δικαίωμα τῆς ἰδιοκτησίας, ΚΧΑΟ καὶ οἱ ἐν γένει οἰκονομικὲς σχέσεις, ΚΧΑΟ καὶ ἡ Νομοθετικὴ καὶ Δικαστικὴ Ἐξουσία ἐν Ἁγίῳ Ὄρει.
Οἱ νομικὲς συνέπειες τοῦ διαφορισμοῦ μεταξὺ ἁγιορειτικοῦ, καὶ πάσης ἄλλης φύσεως αὐτοδιοικήτου, ἐξηγοῦν τὸ γιατί δὲν ἰσχύουν θεμελιώδεις ἐπιταγὲς τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος στὸ ἔδαφος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ καθιστοῦν ἑπομένως ἀπολύτως προβληματικὲς καὶ καταδικαστέες τὶς νέες ρυθμίσεις ποὺ ἐπιτάσσει τὸ νέο Προεδρικὸ Διάταγμα περὶ τοῦ εὔρους τῶν ἁρμοδιοτήτων τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἀστυνομικῆς παρουσίας.
Συνοπτικὴ παρουσίασις τῶν ἰδιαιτεροτήτων
τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Αὐτοδιοικήτου
Ἡ ἔννοια τῆς ἐθνικῆς κυριαρχίας καὶ ἡ ἐξαρτώμενη ἀπ’ αὐτὴ ἔννοια τῆς ἐδαφικότητας, συνεπικουρεῖται– συναρτᾶται– συνθεωρεῖται, κυρίως ὅμως προϋποτίθεται ἀπὸ αὐτὲς τῶν, “ἐθνικοῦ– δημοσίου συμφέροντος” (ἄρθρα 4, 17, 24, 28, 33, 36, 106 τοῦ Συντάγματος) καὶ “δημοσίας–κοινῆς ὠφελείας” (ἄρθρα 17, 24, 106, 109, 117 τοῦ Συντάγματος). Κρίσιμης σημασίας ὅμως πόροι, ὑποδομές, σκοποὶ κλπ, ποὺ συνδέονται μὲ τὶς ἔννοιες τοῦ ἐθνικοῦ συμφέροντος καὶ τῆς κοινῆς ὠφελείας, καὶ ποὺ ἀναφέρονται στὰ προαναφερθέντα συνταγματικὰ ἄρθρα, εἴτε δὲν ὑφίστανται, εἴτε οἱ κρατικὲς ἐξουσίες ποὺ συνδέονται μὲ αὐτά, δὲν δύνανται νὰ ἀσκηθοῦν στὸ ΑΟ, βάσει τῶν κανονιστικῶν περιορισμῶν ποὺ θέτει τὸ ἐσωτερικὸ ἁγιορειτικὸ δίκαιο (δηλ. ὁ ΚΧΑΟ), κάτι ποὺ ἀναδεικνύει καὶ τὴν “ἀντισυνταγματικότητα” τῶν διατάξεών του. Δεδομένου ὅτι ἡ ἰσχὺς τοῦ ΚΧΑΟ ἀναγνωρίζεται βάσει τῶν ἄρθρων 5 παρ. 2 καὶ 28 τοῦ Συντάγματος, καὶ καθὼς ἀποτελεῖ βασικὴ συνταγματικὴ ἀρχὴ ὅτι οἱ διεθνεῖς συμβάσεις ποὺ ἔχουν ὑπογραφεῖ ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος (εἰς τὸ ἑξῆς, ΕΚ) ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο μέρος τοῦ ἐσωτερικοῦ ἑλληνικοῦ δικαίου καὶ ὑπερισχύουν κάθε ἄλλης ἀντίθετης διάταξης νόμου, οἱ ὁποῖες ἐν προκειμένῳ ἀναγνωρίζουν τὸ ἀρχαῖο προνομιακὸ Καθεστὼς τοῦ ΑΟ, εἶναι ἑπόμενο, βάσει τῆς ἀρχῆς τῆς ἑνότητας τοῦ Συντάγματος, ὅτι οἱ τυχοῦσες ἀντινομίες μεταξὺ συνταγματικῶν διατάξεων, αὐτὲς νὰ ἐπιλύονται, ὅπως ἀκριβῶς καὶ στὸ κοινὸ δίκαιο, στὴν βάση τῆς ἀρχῆς τῆς ὑπεροχῆς τῆς εἰδικῆς διάταξης ἔναντι τῆς γενικῆς καὶ τῆς μεταγενέστερης ἔναντι τῆς προγενέστερης. Συνεπῶς, ὁ ΚΧΑΟ ὑπερισχύει τόσο τῶν συνταγματικῶν διατάξεων ποὺ εἶναι ἀντίθετες πρὸς τὶς δικές του, ὅσο καὶ μὲ τοὺς λοιποὺς νόμους, ὀργανικοὺς ἢ μή. Συνοπτικὰ ἑπομένως ἰσχύει ὅτι:
- Ἡ συλλογικὴ διοίκηση τοῦ ΑΟ, ἡ Ἱερὰ Κοινότης ὅπως καὶ οἱ διοικήσεις τῶν Ἱερῶν Μονῶν, ἀποτελοῦν ὄργανα θεμελιωμένα στὸ ἀρχαῖο προνομιακὸ καθεστὼς τοῦ ΑΟ, τὸ ὁποῖο διαμορφώνει μία μὴ συνήθη, «προνομιακὴ» (δηλαδὴ εἰδικοῦ χαρακτήρα καὶ τύπου) αὐτοδιοίκηση, ἡ ὁποία ἀναγνωρίστηκε (ἄρθρα 5 παρ. 2 καὶ 28 τοῦ Συντάγματος) καὶ δὲν διαπλάσθηκε διὰ τοῦ ἄρθρου 105 τοῦ Συντάγματος (κάτι ποὺ ἀποτυπώνεται στὴν σχέση τοῦ ΕΚ πρὸς τὸ ΑΟ, ποὺ διεκπεραιώνεται μέσῳ τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν καὶ ὄχι τοῦ Ὑπουργείου Ἐσωτερικῶν).
- Οὔτε ἡ συλλογικὴ οὔτε ἡ καθ’ ἕκαστον διοικητικὴ ἀρχὴ τοῦ ΑΟ (Ἱερὰ Κοινότης καὶ Ἱερὲς Μονὲς) δὲν ἀποτελεῖ Νομικὸ Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ἢ κάποιο ἄλλου εἴδους Νομικὸ Πρόσωπο. Ἐπίσης, τὸ ΑΟ παρότι ἀποτελεῖ ἔδαφος ἐνταγμένο στὸ ΕΚ, ὑπὸ τὸ καθεστὼς τῆς αὐτοδιοίκητης περιοχῆς, οἱ διοικητικές του ἀρχὲς δὲν ἀποτελοῦν μέρος τῆς τοπικῆς αὐτοδιοίκησης πρώτου ἢ δευτέρου βαθμοῦ, ὅπως ἰσχύει ὑποχρεωτικὰ γιὰ τὸ σύνολο τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικράτειας.
- Ὁ ΚΧΑΟ ἐπιτάσσει, ὡς ἁρμόδιο ὄργανο ἐποπτείας ἐπὶ τῆς καλῆς τηρήσεώς του, τὴν Ἱερὰ Κοινότητα (εἰς τὸ ἑξῆς, ΙΚ). Ἡ δὲ ἐποπτεία ποὺ ἀσκεῖ ὁ Πολιτικὸς Διοικητὴς τοῦ ΑΟ δὲν ἀφορᾶ τὸν διοικητικὸ ἔλεγχο καὶ ἐπιτήρηση ἐπὶ τῶν ἁγιορειτικῶν ὀργάνων διοίκησης κατὰ τὴν ἐξάσκηση τῶν τριῶν ἐξουσιῶν τους: ἐκτελεστικῆς, νομοθετικῆς, δικαστικῆς.
- Τὸ ΕΚ, καθὼς δὲν ἀσκεῖ διοικητικὴ ἢ κάποιου ἄλλου εἴδους ἐποπτεία ἐπὶ τοῦ συνόλου τῶν θεσμῶν τοῦ ΑΟ, συνεπάγεται ὅτι δὲν δύναται νὰ ἐπιβάλλει πειθαρχικὸ ἔλεγχο καὶ συνεπῶς ποινὲς σὲ αὐτούς, σὲ περίπτωση παραπτώματος (κάτι ποὺ ἀποτυπώνεται στὴν δικαιολογημένα παντελῆ ἀπουσία νομοθετικῶν κανόνων ἐπιβολῆς πειθαρχικῶν ποινῶν σὲ ἁγιορειτικὰ ὄργανα, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν ΚΧΑΟ ποὺ μεριμνᾶ λεπτομερῶς γιὰ τὸν πειθαρχικὸ ἔλεγχο καὶ τὴν ἐπιβολὴ ποινῶν πρὸς τὰ παραβατικὰ μέλη τῶν ἁγιορειτικῶν ὀργάνων διοίκησης).
- Θεμελιώδη ἀμυντικά, πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ δικαιώματα καθὼς καὶ ὑποχρεώσεις ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὸ Σύνταγμα (πχ τῆς ἐλευθερίας ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητας, τῆς ἐλευθερίας τῆς ἔκφρασης, τῆς στράτευσης, τῆς ἐλευθερίας μετακίνησης, τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης, τῆς ἰδιοκτησίας, τοῦ συνεταιρίζεσθαι, τοῦ ἐκλέγειν καὶ ἐκλέγεσθαι κλπ) δὲν ἰσχύουν στὸ ἔδαφος τοῦ ΑΟ, καὶ ὡς ἐκ τούτου, ἡ μὴ ἐφαρμογή τους δὲν ἐπιφέρει ἔννομες συνέπειες.
- Ἐξ ὅσων ἤδη ἀναφέρθηκαν, συνεπάγεται ὅτι ἐπιπλέον τῆς μὴ ἐφαρμογῆς θεμελιωδῶν συνταγματικῶν διατάξεων στὸ ΑΟ, πεδίο ἐφαρμογῆς δὲν ἔχουν καὶ τμήματα τοῦ Δημοσίου Δικαίου, ὡς πρὸς τὰ ὄργανα διοίκησης τοῦ ΑΟ καὶ κατ’ ἐπέκτασιν συνολικὰ στὸ ἔδαφος τοῦ ΑΟ, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι: τὸ Διοικητικὸ Δίκαιο, Δικονομικὸ Δίκαιο, Ἐκκλησιαστικὸ Δίκαιο καὶ τὸ Φορολογικὸ Δίκαιο. Ὁμοίως καὶ τὸ Ἰδιωτικὸ Δίκαιο δὲν ἔχει πεδίο ἐφαρμογῆς στὸ ΑΟ• συγκεκριμένα, δὲν ἰσχύει τὸ Ἀστικὸ Δίκαιο (Ἐνοχικὸ Δίκαιο, Ἐμπράγματο Δίκαιο, Οἰκογενειακὸ Δίκαιο, Κληρονομικὸ Δίκαιο), τὸ Ἐμπορικὸ Δίκαιο (πχ Δίκαιο ἀξιογράφων, Πτωχευτικὸ Δίκαιο, Ναυτικὸ Δίκαιο, Ἀσφαλιστικὸ Δίκαιο) καθὼς καὶ τὸ Ἐργατικὸ Δίκαιο.
- Τέλος, ἕνα ἐπιπλέον συμπέρασμα –κρίσιμης σημασίας– ποὺ συνάγεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὸ ΑΟ οἱ ἁγιορεῖτες Μοναχοὶ δὲν ὑπόκεινται σὲ θεμελιώδη συνταγματικὰ δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις (πχ. στράτευσης, ἰδιοκτησίας, ἐκλέγειν καὶ ἐκλέγεσθαι, τοῦ συνεταιρίζεσθαι, τοῦ ἀκωλύτως εἰσέρχεσθε καὶ ἐξέρχεσθε τοῦ ἐδάφους τοῦ ΑΟ, κλπ), τὰ ὁποῖα ὅμως ἰσχύουν ὑποχρεωτικὰ καὶ καθολικὰ γιὰ ὅλη τὴν Ἐπικράτεια, εἶναι ὅτι ἀποκαλύπτεται ὁ διαφορισμὸς τῆς νομικῆς ἔννοιας τῆς “ἐπικράτειας” ἀπὸ αὐτὴν τοῦ “ἐθνικοῦ ἐδάφους”. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα, στὴν ἰδιαίτερη περίπτωση τοῦ ΑΟ, ἡ ἀρχὴ τῆς ἐδαφικότητας –ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐπικράτειας– νὰ ὑπόκειται σὲ περιορισμούς, ὁπότε συνακόλουθα, στὸ νομικὸ εὖρος τῆς Ἐπικράτειας –ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς τὸ κυριαρχικὸ δικαίωμα τοῦ Κράτους νὰ ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία του καὶ νὰ ἐπιβάλλει ὑποχρεωτικὰ καὶ καθολικὰ τὴν ἔννομη τάξη του– νὰ μὴ περιλαμβάνεται τὸ ΑΟ, καὶ τοῦτο διότι τὸ ΑΟ οἰκειοθελῶς συνεδέθη μὲ τὸ ΕΚ, τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ αὐτοδιοίκητο τμῆμα, ὅμως, ἡ σύνδεση αὐτὴ ἔγινε ἐπὶ τῇ βάσει τῶν περιορισμῶν ποὺ θέτουν οἱ διεθνεῖς συνθῆκες ποὺ ἀναφέρθηκαν ἀνωτέρω. Ἀποκαλύπτεται ἑπομένως καὶ ὁ βαθύτερος λόγος ποὺ μὲ τὴν δέουσα προσοχὴ ὁ συνταγματικὸς νομοθέτης, στὸ ἄρθρο 105 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, χρησιμοποίησε γιὰ τὸ ΑΟ τὴν διατύπωση “αὐτοδιοίκητο τμῆμα τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους” καὶ ὄχι “τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας”, καθὼς ἡ ἔννοια “ἐπικράτεια” συνδέεται μὲ τὸ κυριαρχικὸ δικαίωμα τοῦ Κράτους νὰ ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία του καὶ νὰ ἐπιβάλλει τὴν ἔννομη τάξη του.
Ἐν κατακλεῖδι, ἡ μὴ ἐφαρμογὴ τῶν συνταγματικῶν καὶ τῶν λοιπῶν δικαιικῶν κανόνων στὸ ΑΟ, ὀφείλεται στὸ ὅτι ὁ ΚΧΑΟ ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ σύνταγμα τοῦ ΑΟ, ποὺ σκοπὸ ἔχει τὴν προστασία τῆς φυσιογνωμίας καὶ τὴν διατήρηση τοῦ ἀρχικοῦ προορισμοῦ τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Μοναχισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφραση τοῦ ἀρχαίου Ἀνατολικοῦ Μοναχισμοῦ. Ἡ πραγματικότητα αὐτὴ συνοψίζεται στὴν διάταξη τοῦ ἄρθρου 4 τοῦ ΚΧΑΟ, ὅπου ρητὰ ἀπαγορεύεται –ὡς πρὸς τὰ Ἱερὰ Σκηνώματα τοῦ ΑΟ– ἡ οἱαδήποτε “κοσμικὴ” μετατροπή τους:
Οὐδέποτε οὐδὲν τῶν ἐν τῷ Ἄθῳ Ἱερῶν Σκηνωμάτων δύναται νὰ ἐκτραπῆ τοῦ ἀρχικοῦ αὐτοῦ προορισμοῦ καὶ μετασχηματισθῆ ταῖς κοσμικαῖς χρείαις.
Ἅγιον Ὄρος καὶ Ἑλληνικὴ Ἀστυνομία
Οἱ διαπιστώσεις ποὺ προηγήθηκαν, παρουσίασαν τὸ πῶς τὰ ἰδιαίτερα γνωρίσματα τοῦ ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου, ὅπως αὐτὰ ἀποτυπώνονται στὸν ΚΧΑΟ, συνεπάγονται συγκεκριμένους περιορισμοὺς καὶ συνέπειες στὴν ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων δικαίου τῆς ἑλληνικῆς ἔννομης τάξης στὸ ΑΟ. Ἐντὸς ὅμως τοῦ ἰδιαιτέρου αὐτοῦ νομικοῦ πλαισίου ποὺ διαμορφώνουν οἱ συνέπειες αὐτές, λειτουργεῖ καὶ ἡ παρουσία τῆς Ἀστυνομίας στὸ ΑΟ. Αὐτὸ ποὺ πρέπει ἑπομένως ἐξ ἀρχῆς νὰ διευκρινισθεῖ εἶναι τὸ ποιὲς εἶναι οἱ ἁρμοδιότητες τῶν ἀστυνομικῶν ὀργάνων στὸ ΑΟ, θεωρούμενες ἀπὸ πλευρᾶς ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου, ὅπως αὐτὲς καθορίζονται στὸν ΚΧΑΟ (καὶ τὶς συνοδὲς αὐτοῦ Κανονιστικὲς Διατάξεις) καθὼς καὶ τὸ ΝΔ τοῦ 1926.
Συγκεκριμένα, τὸ ἄρθρο 4 τοῦ ΝΔ τοῦ 1926 καθορίζει ὡς κύριο σκοπὸ τῆς ἀστυνομικῆς παρουσίας στὸ ΑΟ, τὴν ἐκτέλεση τῶν ἀποφάσεων τῶν ἁγιορειτικῶν ἀρχῶν: “Ὁ Διοικητὴς ἐντέλλεται τὰ πρὸς ὑπ’ αὐτὸν ὄργανα τὴν ἐκτέλεσιν τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱ. Κοινότητος καὶ τῶν Μοναχικῶν ἀρχῶν. Ἡ ἐκτέλεσις γίνεται πάντοτε ἐπὶ παρουσίᾳ ἑνὸς ἐπιστάτου”. Στὸ δὲ ἄρθρο 5 τοῦ ΝΔ τοῦ 1926, ρητῶς ὁρίζεται ἡ σχέση τῆς ἐν Ἁγίῳ Ὄρει παρουσίας τῆς ἀστυνομικῆς δυνάμεως, μὲ τὸν Πολιτικό Διοικητή (εἰς τό ἑξῆς, ΠΔ) τοῦ ΑΟ, στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται διοικητικά: “Ὁ Διοικητὴς ἔχει ὑπὸ τὰς ἀμέσους μὲν διαταγάς αὐτοῦ τὴν δύναμιν τῆς Χωροφυλακῆς καὶ τὸ προσωπικόν τῆς Διοικήσεως”. Συμπληρωματικὰ ὅσο καὶ διευκρινιστικά, στὰ ἄρθρα 8, 37, 64, 76, 177 τοῦ ΚΧΑΟ, περιγράφονται οἱ περιπτώσεις ὅπου παρέχεται ἡ συνδρομὴ τῆς ἀστυνομικῆς δυνάμεως στὶς ἐκτελεστὲς ἀποφάσεις τῶν ἁγιορειτικῶν Ἀρχῶν, κατόπιν διαταγῆς τοῦ ΠΔ.
Καθίσταται ἑπομένως ἀπολύτως σαφὲς ὅτι ἡ ἀστυνομικὴ παρουσία στὸ ΑΟ φέρει εἰδικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ διακρίνεται ἀπολύτως αὐτῆς τῆς λοιπῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας, ἐνῷ οἱ ἁρμοδιότητές της καθορίζονται ἀποκλειστικὰ ὑπὸ τοῦ ΝΔ τοῦ 1926, ἐντὸς τῶν ὁρίων ποὺ ὁρίζει ὁ ΚΧΑΟ. Ἡ πλέον σημαντικὴ πτυχὴ τῶν ἀστυνομικῶν ἁρμοδιοτήτων στὸ ΑΟ, ὅπως ἀποτυπώνεται στὰ ἀνωτέρω ἄρθρα τοῦ ΚΧΑΟ, εἶναι ὅτι οὐδεμία αὐτεπάγγελτη ἐνέργεια δύναται νὰ ἐκκινηθεῖ μονομερῶς ὑπὸ ἀστυνομικῶν ὀργάνων, κάτι ποὺ ἰσχύει ἐξίσου καὶ γιὰ τὸν ἄμεσο προϊστάμενο αὐτῆς, τὸν ΠΔ, παρὰ μόνον κατόπιν ἐντολῆς ἐκ τῶν ἁγιορειτικῶν ἀρχῶν τῶν Ἱερῶν Μονῶν, τῆς ΙΚ ἢ τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας.
Ἐπιπροσθέτως, στὸ ἄρθρο 37 τοῦ ΚΧΑΟ, καθίσταται σαφὴς ἡ κατόπιν ἐντολῆς τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας, ἀστυνομικὴ λειτουργία τῶν ὀργάνων αὐτῆς, τῶν σεϊμένιδων, σὲ ζητήματα ἐπιτήρησης τῆς τάξης καὶ τῆς μοναχικῆς κοσμιότητος στὶς Καρυές. Κατὰ τὸ ἄρθρο, ἡ Ἀστυνομία ἐπεμβαίνει ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον σὲ περιπτώσεις ἀνάγκης, ὅποτε τῆς ζητᾶται ἐκ τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας, ἡ συνδρομή.
Ἂς σημειωθεῖ ὅτι, συμφώνως πρὸς τὴν ἁγιορειτικὴ ἔννομη τάξη, τὴν ὁρίζουσα τὴν πληρότητα τῶν ἐξουσιῶν τῶν ἁγιορειτικῶν ἀρχῶν (νομοθετικῆς, ἐκτελεστικῆς καὶ δικαστικῆς), ἡ Ἔκτακτος Εἰκοσαμελὴς Σύναξις τῶν 20 Ἱερῶν Μονῶν, τὸν Αὔγουστο τοῦ 1933 συνέταξε Κανονιστικὴ Διάταξη, ὑπὸ τὸν τίτλο, Περὶ Ὀργανισμοῦ τοῦ Ἁγιορειτικοῦ Ἀστυνομικοῦ Σώματος (Α΄ Συνεδρία τῆς Συνόδου ΙΔ΄/ 22.8.1933) ποὺ περιεῖχε 12 ἄρθρα, ὅπου διέτασσε τὴν ἐπανίδρυση τοῦ ἐνόπλου Ἁγιορειτικοῦ Ἀστυνομικοῦ Σώματος, πρὸς ἀποκατάσταση τῆς πληρότητας τῆς ἁγιορειτικῆς ἐξουσίας[2]. Πλήν, τὸ ΕΚ (διὰ τοῦ ἁρμοδίου Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν) παρανόμως καὶ ἄνευ ἀποχρῶντος λόγου, δὲν ἐπικύρωσε τὴν ΚΔ, ἀφήνοντας μόνη ἔνοπλη δύναμη διαφύλαξης τῆς τάξης, τὴν Ἑλληνικὴ Ἀστυνομία (εἰς τὸ ἑξῆς ΕΑ), ἀποδεικνύοντας τὴν πάγια καχυποψία του ἔναντι τοῦ ΑΟ. Στὴν εἰσέτι ἐκκρεμοῦσα πρὸς ἐπικύρωσιν, Κανονιστικὴ Διάταξη, ὑπενθυμιζόταν στὸ 1ης ἄρθρο, ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια ὅτι “Αἱ ἀπὸ ἀμνημονεύτων χρόνων ὑφιστάμεναι ἐν Ἁγίῳ Ὄρει τοπικαὶ Ἀστυνομικαὶ Ἀρχαί, ἀποτελοῦνται ἀπὸ τοὺς Σεϊμένιδες καὶ τοὺς Σερδάριδες”, ἐνῷ καθορίζονταν τὰ ὅρια τῶν καθηκόντων τῆς ὑπὸ ἐπανίδρυσιν ἁγιορειτικῆς ἀστυνομικῆς δυνάμεως (ἄρθρα 2–4), προβλεπόταν νὰ εἶναι ἔνοπλος, φέρουσα τὸν αὐτὸ ὁπλισμὸ τῆς κρατικῆς ἀστυνομίας (ἄρθρα 5–7), ἐνῷ τέλος, ρυθμίζονταν ζητήματα πειθαρχίας τῶν μελῶν της (ἄρθρα 10 καὶ 11). Ἡ δὲ σημασία τῆς ἐν λόγῳ, ἐκκρεμοῦς πρὸς ἐπικύρωσιν, Κανονιστικῆς Διατάξεως, ἔγκειται στὴν περιγραφὴ τοῦ εὔρους τῶν ἁρμοδιοτήτων τόσο τῆς ἁγιορειτικῆς ὅσο καὶ τῆς κρατικῆς ἀστυνομικῆς δυνάμεως.
Τὸ εὖρος τῶν ἁρμοδιοτήτων τῆς κρατικῆς Ἀστυνομικῆς παρουσίας στὸ ΑΟ, κινεῖται πάντα στὰ πλαίσια ποὺ ὁρίζουν οἱ διατάξεις τοῦ ἄρθρου 105 τοῦ Συντάγματος καὶ τῶν δεδομένων περιορισμῶν καὶ ἀπαγορεύσεων ποὺ εἰσαγάγουν ὁ ΚΧΑΟ καὶ οἱ Κανονιστικὲς Διατάξεις στὰ ἀμυντικά, πολιτικὰ καὶ κοινωνικὰ συνταγματικὰ δικαιώματα, ὅποτε καὶ καθίσταται σαφὴς ἡ μὴ ἐφαρμογὴ τμημάτων τοῦ Δικαίου (βλ. ἑνότητα 3.15 παρ. 5). Ὡς ἐκ τούτου, καὶ συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 7 τοῦ ΝΔ, τὸ ὁποῖο ὁρίζει ὅτι τὰ –πλὴν πταισμάτων– ἀδικήματα τοῦ “Κοινοῦ Ποινικοῦ Νόμου” ἔχουν ὡς ἁρμόδια τὰ “ἐν Θεσσαλονίκῃ Ποινικὰ Δικαστήρια”, τὰ τμήματα τοῦ Ποινικοῦ Κώδικα ποὺ ἔχουν ἐφαρμογὴ στὸ ΑΟ εἶναι τὰ ἐγκλήματα κατὰ τῆς Δημοσίας Τάξης, τὰ ἐγκλήματα κατὰ τῆς ζωῆς, τὰ ἐγκλήματα κατὰ τῆς σωματικῆς ἀκεραιότητας, τὰ ἐγκλήματα κατὰ τῆς ἰδιοκτησίας καὶ τέλος τὰ ἐγκλήματα κατὰ τῆς περιουσίας, πάντα ὑπὸ τὴν αἵρεσιν, ὅτι ὀφείλουν νὰ προσαρμόζονται στὰ δικαιώματα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις ποὺ εἰσαγάγουν οἱ διατάξεις τοῦ ΚΧΑΟ.
Ἅγιον Ὄρος καὶ ἡ ἀντισυνταγματικότης
τῶν διατάξεων περὶ τῆς κρατικῆς
ἀστυνομικῆς παρουσίας εἰς αὐτό
Ἐξ ὅσων ἤδη παρουσιάστηκαν, ἔχει καταδειχθεῖ ὅτι ἡ ἀστυνομικὴ δύναμις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει (ποὺ λαμβάνει προσωπικὸ ἐκ τῆς ΕΑ), ὑπακούει στοὺς περιορισμοὺς ποὺ θέτει ὁ ΚΧΑΟ, ποὺ ἐπικυρώνεται διὰ τοῦ ΝΔ τοῦ 1926, καὶ ἀποτυπώνονται συνταγματικὰ στὸ ἄρθρο 105 τοῦ Συντάγματος, στὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζεται ὁ ΚΧΑΟ ὡς “Ὁ λεπτομερὴς καθορισμὸς τῶν ἁγιορειτικῶν καθεστώτων καὶ τοῦ τρόπου τῆς λειτουργίας τους”.
Καθὼς τὸ ΕΚ κατανοεῖ τὴν καθόλου ἀστυνομικὴ παρουσία στὸ ΑΟ, ὡς τὴν ἀποκλειστικὴ παρουσία τῆς ΕΑ σὲ αὐτό, ὀφείλει νὰ ἐξετασθεῖ τὸ νομοθετικὸ πλαίσιο λειτουργίας αὐτῆς σὲ ἀναφορὰ μὲ τὸ ΑΟ. Οἱ σχετικὲς νομοθετικὲς διατάξεις περὶ τῆς ΕΑ, ἕως τὸ 2022, εἶναι: ὁ βασικὸς νόμος 4249/2014 (ΦΕΚ Α΄73/24.3.2014), “Ἀναδιοργάνωση τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας, τοῦ Πυροσβεστικοῦ Σώματος καὶ τῆς Γενικῆς Γραμματείας Πολιτικῆς Προστασίας, ἀναβάθμιση Ὑπηρεσιῶν τοῦ Ὑπουργείου Δημόσιας Τάξης καὶ Προστασίας τοῦ Πολίτη καὶ ρύθμιση λοιπῶν θεμάτων ἁρμοδιότητας Ὑπουργείου Δημόσιας Τάξης καὶ Προστασίας τοῦ Πολίτη καὶ ἄλλες διατάξεις”, ὁ ν. 4281/2014 (ΦΕΚ Α΄160/8.8.2014), “Μέτρα στήριξης καὶ ἀνάπτυξης τῆς ἑλληνικῆς οἰκονομίας, ὀργανωτικὰ θέματα Ὑπουργείου Οἰκονομικῶν καὶ ἄλλες διατάξεις”, τὸ Προεδρικὸ Διάταγμα 178/2014 (ΦΕΚ Α΄281/31.12.2014, εἰς τὸ ἑξῆς ΠρΔ178) “Ὀργάνωση Ὑπηρεσιῶν Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας”, καθὼς καὶ τὸ Προεδρικὸ Διάταγμα 7/2017 “Ἀναδιάταξη-ἀναδιοργάνωση, σύσταση καὶ λειτουργία περιφερειακῶν ὑπηρεσιῶν Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας” (ΦΕΚ Α΄14/2017, εἰς τὸ ἑξῆς ΠρΔ7).
Ἡ κρατικὴ ἀστυνομικὴ παρουσία στὸ ΑΟ, κατὰ τὸ ἄρθρο 79 παρ. 1 τοῦ ΠρΔ7[3], γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ τὸ 1926 (ὅποτε διὰ τοῦ ΝΔ τοῦ 1926 καθορίζονταν οἱ ἁρμοδιότητές της καὶ τὸ καθεστὼς διοικητικῆς της ὑπαγωγῆς στὸν Πολιτικὸ Διοικητὴ τοῦ ΑΟ), συγκροτεῖται ὑπηρεσιακὰ ἀπὸ τὸ Ἀστυνομικὸ Τμῆμα Ἁγίου Ὄρους, στὸ ὁποῖο ὑπάγονται ἐννέα Ἀστυνομικοὶ Σταθμοί. Στὸ ἐν λόγῳ ἄρθρο καθορίζεται ὅτι τὸ Ἀστυνομικὸ Τμῆμα τοῦ ΑΟ ὑπάγεται διοικητικὰ στὴν Διεύθυνση Ἀστυνομίας Χαλκιδικῆς. Κατὰ δὲ τὴν παράγραφο 3 τοῦ ἀνωτέρω νόμου, ὡς ἕδρα τῶν Ἀστυνομικῶν Τμημάτων τῆς Διεύθυνσης Ἀστυνομίας Χαλκιδικῆς ὁρίζονται “ὁ ὁμώνυμος δῆμος”, πλὴν τριῶν περιπτώσεων (Ἀστυνομικὸ Τμῆμα Ἀρναίας, Ἀστυνομικὸ Τμῆμα Μουδανιῶν, Τμῆμα Τροχαίας Μουδανιῶν), ὅπου ὁρίζονται ὡς ἕδρα ἡ δημοτικὴ ἑνότητα Ἀρναίας τοῦ δήμου Ἀριστοτέλη καὶ οἱ δημοτικὲς ἑνότητες Μουδανιῶν, Τρίγλιας καὶ Καλλικράτειας τοῦ δήμου Νέας Προποντίδας καὶ τοῦ Τμήματος Διαχείρισης Μετανάστευσης Χαλκιδικῆς, τοῦ ὁποίου ἕδρα ὁρίζεται ἡ δημοτικὴ ἑνότητα Ὀρμυλίας τοῦ δήμου Πολυγύρου. Στὴν περίπτωση τοῦ ΑΟ, ὡς ἕδρα τοῦ ἀντιστοίχου Ἀστυνομικοῦ Τμήματος, ὁρίζεται ὁ οἰκισμὸς Καρυές.
Ἄξιον σημειώσεως εἶναι ὅτι, οὐδεμία σχετικὴ νομοθετικὴ ρύθμιση ὑπῆρξε ἕως τὸ 2017, ποὺ νὰ τροποποιεῖ τὰ ἀδύνατον νὰ τροποποιηθοῦν ἄρθρα 3, 4 καὶ 5 τοῦ ΝΔ τοῦ 1926, ἕως τὴν ἐμφάνιση τοῦ ΠρΔ7 τοῦ 2017. Γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ τὸ 1926, ἐπιχειρεῖται ἡ διοικητικὴ ὑπαγωγὴ σὲ ἐξωαγιορειτικὴ διοικητικὴ ὀντότητα, στὴν περίπτωση αὐτή, στὴν Γενικὴ Περιφερειακὴ Διεύθυνση Κεντρικῆς Μακεδονίας (ἄρθρο 36 παράγ.4 περ.δ τοῦ Πρδ178) καὶ στὴν ὑπαγόμενη σὲ αὐτήν, Διεύθυνση Ἀστυνομίας Χαλκιδικῆς, στὴν ὁποία πλέον ὑπάγεται τὸ “Ἀστυνομικὸ Τμῆμα” Καρυῶν. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι οὔτε κατὰ τὴν ἀναδιάρθρωση τῆς ΕΑ ποὺ ἐπῆλθε μετὰ τὴν ἑνοποίηση τῆς Ἑλληνικῆς Χωροφυλακῆς καὶ τῆς Ἀστυνομίας Πόλεων (ν. 1481/1984, ΦΕΚ Α΄ 152/8.10.1984), οὔτε κατὰ τὴν ἀναδιάρθρωση τῆς ΕΑ ἀπὸ τὸν ν. 4249/2014 (καὶ τὶς προσθῆκες–τροποποιήσεις ποὺ ἐπέφεραν τὸ ΠρΔ178 καὶ ὁ ν. 4281/2014), ἐμφανίστηκε τροποποιητικὴ διάταξη τῶν ἄρθρων 3–5 τοῦ ΝΔ τοῦ 1926, ποὺ καθορίζουν τὸ διοικητικὸ καθεστὼς ὑπαγωγῆς τῆς κρατικῆς ἀστυνομικῆς δυνάμεως τοῦ ΑΟ, ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον στὸν ΠΔ αὐτοῦ.
Ὁμοίως, στὸ ἄρθρο 11 τοῦ ν. 4249/2014, ὅπου καθορίζεται ἡ Ἀποστολὴ τῆς ΕΑ, “μὲ τοπικὴ ἁρμοδιότητα σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς χώρους ἁρμοδιότητας τοῦ Λιμενικοῦ Σώματος – Ἑλληνικῆς Ἀκτοφυλακῆς, σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 5 τοῦ ν. 4150/2013 (Α΄ 102)”, ὁμοίως οὐδαμοῦ γίνεται ἀναφορὰ στὸ ΑΟ, καθὼς ἡ ἔννοια “ἐπικράτεια” στὴν ὁποία ἀναφέρεται τὸ ἄρθρο, σχετίζεται μὲ τὴν διοικητικὴ διαίρεση τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας κατὰ τὸν ν. 3852/2010 (“Πρόγραμμα Καλλικράτης”), ἐνῷ τὸ ΑΟ –ὅπως καταδείχθηκε ἀνωτέρω (βλ. ἑνότητα 3.2.3)– δὲν ἀποτελεῖ τμῆμα αὐτῆς τῆς διοικητικῆς διαίρεσης, ἀλλὰ αὐτοδιοίκητο τμῆμα τοῦ ΕΚ, τὸ ὁποῖο σχετίζεται –ἀλλὰ δὲν ὑπάγεται– πρὸς τὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν.
Στὸ πλαίσιο τῶν ἀνωτέρω ἐπισημάνσεων, ἡ νομοθετικὴ ρύθμιση τοῦ ἄρθρου 79 τοῦ ν. 4281/2017, ἀποτελεῖ ἀντισυνταγματικὴ καινοτομία –ἐξ ἀπόψεως ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου– καθὼς στὴν συγκεκριμένη ρύθμιση προϋποτίθενται οἱ γενικότερες ρυθμίσεις ὡς πρὸς τὴν συγκρότηση, τὴν ἕδρα, καὶ τὸ συνδεδεμένο μὲ αὐτή, ὅριο τῆς ἐδαφικῆς δικαιοδοσίας, τόσο τῶν Γενικῶν Περιφερειακῶν Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων, ὅσο καὶ τῶν Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων τῶν Νομῶν, οἱ ὁποῖες ὑπάγονται διοικητικὰ στὶς πρῶτες (βλ. ἄρθρο 14 παρ. 3 καὶ 31 παρ. 1 τοῦ ν. 4249/2014, ἄρθρο 36 παρ. 3 τοῦ ΠρΔ178). Συγκεκριμένα, κατὰ τὸ ἄρθρο 231 τοῦ ν. 4281/2014 ποὺ τροποποιεῖ τὸ ἄρθρο 30 παρ. 3 τοῦ ν. 4249/2014, “οἱ Γενικὲς Περιφερειακὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις συγκροτοῦνται ἀπὸ τὴν ἐπιτελική τους Ὑπηρεσία καὶ τὶς Διευθύνσεις Ἀστυνομίας Νομῶν τῆς περιφέρειάς τους. Οἱ Διευθύνσεις Ἀστυνομίας Νομῶν ὑπάγονται στὶς Γενικὲς Περιφερειακὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις καὶ ἀσκοῦν μέσα στὰ ὅρια τῆς ἐδαφικῆς τους δικαιοδοσίας τὸ σύνολο τῶν ἀστυνομικῶν ἁρμοδιοτήτων.” Ἐπίσης, ὡς πρὸς τὴν ἕδρα τῶν Περιφερειακῶν Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων, ἰσχύει ὅτι, “Ἡ ἕδρα τῶν Γενικῶν Περιφερειακῶν Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων ταυτίζεται μὲ τὴν ἕδρα τῶν ἀντίστοιχων διοικητικῶν περιφερειῶν” (ἄρθρο 36 πάρ. 3 τοῦ ΠρΔ178), ἐνῷ γιὰ τὴν περίπτωση τῶν Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων τῶν Νομῶν ἰσχύει ὅτι, “Οἱ Γενικὲς Περιφερειακὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις καὶ οἱ Διευθύνσεις Ἀστυνομίας Νομῶν ἑδρεύουν ὅπου καὶ οἱ ἀντίστοιχες Γενικὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις Περιφέρειας καὶ οἱ Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις Νομῶν ποὺ λειτουργοῦσαν μέχρι τὴν ἔναρξη ἰσχύος τοῦ παρόντος νόμου” (ἄρθρο 231 τοῦ ν. 4281/2014 ποὺ τροποποιεῖ τὸ ἄρθρο 30 παρ. 3 τοῦ ν. 4249/2014).
Καθίσταται σαφὲς ἑπομένως ἡ ἀπόλυτη συσχέτιση τῶν Γενικῶν Περιφερειακῶν Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων πρὸς τὶς ἀντίστοιχες Περιφέρειες τοῦ ν. 3852/2010, ποὺ ἀποτελοῦν τὸν δεύτερο βαθμὸ τοπικῆς αὐτοδιοίκησης, ὅσο καὶ τῶν Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων τῶν Νομῶν, πρὸς τοὺς ἀντίστοιχους Νομοὺς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικράτειας.
Μάλιστα, ἡ σύνδεση τῆς ἔννοιας τῆς Περιφέρειας μὲ αὐτὴν τῶν Γενικῶν Περιφερειακῶν Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων εἶναι τέτοιας τάξης, ὥστε κατὰ τὸ ἄρθρο 15 παρ. 1–2 τοῦ ν. 2800/2000 (ΦΕΚ Α΄ 41/29.2. 2000) ἱδρυόταν σὲ κάθε Νομὸ τῆς Χώρας, ἐκτὸς αὐτῶν τῆς Ἀττικῆς καὶ Θεσσαλονίκης, “Ἀστυνομικὴ Ἐπιτροπὴ Νομοῦ” ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ “1. Τὸν εἰσαγγελέα Πλημμελειοδικῶν τῆς ἕδρας τοῦ νομοῦ, ὡς πρόεδρο, ἕναν ἐκπρόσωπο τοῦ Γενικοῦ Γραμματέα Περιφέρειας, ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ αὐτόν, ἕναν ἐκπρόσωπο τοῦ Νομαρχιακοῦ Συμβουλίου, ποὺ ὁρίζει τὸ ἐν λόγῳ συμβούλιο μὲ ἀπόφασή του, ἕναν ἐκπρόσωπο τῆς Τοπικῆς Ἕνωσης Δήμων καὶ Κοινοτήτων ποὺ ὑποδεικνύει ἀπὸ τὰ μέλη της ἡ διοικοῦσα ἐπιτροπή της καὶ τὸν Ἀστυνομικὸ Διευθυντὴ τοῦ νομοῦ, ὡς μέλη. 2. Ἡ Ἀστυνομικὴ Ἐπιτροπὴ Νομοῦ συγκροτεῖται μὲ ἀπόφαση τοῦ Γενικοῦ Γραμματέα Περιφέρειας”. Κατόπιν, συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 12 παρ. 1 τοῦ ν. 4249/2014, τροποποιεῖται ἡ ἀνωτέρω διάταξη καὶ ἀποφασίζεται ὅπως: “Στὴν ἕδρα κάθε διοικητικῆς Περιφέρειας τῆς χώρας λειτουργεῖ Ἐπιτροπὴ Περιφερειακῆς Συνεργασίας καὶ Ἀσφάλειας (Ε.Π.Σ.Α.), ἡ ὁποία ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸν οἰκεῖο Περιφερειάρχη, ὡς πρόεδρο, ἕνα περιφερειακὸ σύμβουλο ἀπὸ κάθε Περιφερειακὴ Ἑνότητα, ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ αὐτόν, ἕναν ἐκπρόσωπο τῆς Περιφερειακῆς Ἕνωσης Δήμων ποὺ ὑποδεικνύεται ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου, τὸν Περιφερειακὸ Ἀστυνομικὸ Διευθυντὴ καὶ τὸν Περιφερειακὸ Διευθυντὴ Ἀσφάλειας, ὡς μέλη”. Ἐνῷ κατὰ τὸ ἄρθρο 12 παρ. 2 τοῦ ν. 4249/2014: “Οἱ Ε.Π.Σ.Α. συγκροτοῦνται μὲ κοινὴ ἀπόφαση τῶν Ὑπουργῶν Ἐσωτερικῶν καὶ Δημόσιας Τάξης καὶ Προστασίας τοῦ Πολίτη”.
Ἐξ ὅσων ἤδη παρατέθηκαν καθίσταται σαφὲς ὅτι:
Οἱ Γενικὲς Περιφερειακὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις ὅσο καὶ οἱ ὑπαγόμενες σὲ αὐτὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις Νομῶν, συσχετίζονται μὲ τὶς Περιφέρειες καὶ τοὺς Νομοὺς τῆς Ἐπικράτειας, καὶ ἑδρεύουν στὶς ἀντίστοιχες ἕδρες αὐτῶν. Ἡ δὲ τοπικὴ ἁρμοδιότητα κάθε Γενικῆς Περιφερειακῆς Ἀστυνομικῆς Διεύθυνσης ταυτίζεται μὲ ἐκείνη τῆς οἰκείας διοικητικῆς περιφέρειας.
Ἡ ἀστυνομικὴ δύναμις τοῦ ΑΟ ὑπάγεται στὴν Διεύθυνση Ἀστυνομίας Χαλκιδικῆς, ἡ ὁποία μὲ τὴν σειρὰ της ὑπάγεται στὴν Γενικὴ Περιφερειακὴ Ἀστυνομικὴ Διεύθυνση Κεντρικῆς Μακεδονίας.
Δεδομένου ὅτι τὸ ΑΟ εἶναι αὐτοδιοίκητο τμῆμα τοῦ ΕΚ καὶ δὲν ἀποτελεῖ Νομό του, δὲν ὑπάγεται ἡ αὐτοδιοίκησή του στὸν ν. 3852/2010 περὶ Τοπικῆς Αὐτοδιοίκησης καὶ δὲν ὑπάγεται διοικητικὰ σὲ κάποια Περιφέρεια τοῦ ΕΚ, δὲν εἶναι δυνατὸν –βάσει τῆς ἀρχῆς ὅτι ἡ “τοπικὴ ἁρμοδιότητα κάθε Γενικῆς Περιφερειακῆς Ἀστυνομικῆς Διεύθυνσης ταυτίζεται μὲ ἐκείνη τῆς οἰκείας διοικητικῆς περιφέρειας”– νὰ ὑπάγεται τὸ Ἀστυνομικὸ Τμῆμα Καρυῶν σὲ Ἀστυνομικὴ Διεύθυνση καὶ κατ’ ἐπέκτασιν σὲ Γενικὴ Περιφερειακὴ Ἀστυνομικὴ Διεύθυνση, καθὼς οὐδεμία διοικητικὴ Περιφέρεια δὲν ἔχει τοπικὴ ἁρμοδιότητα σὲ αὐτό, δεδομένου ὅτι στὸν οἰκεῖο νόμο δὲν γίνεται κἄν ἀναφορὰ στὶς εἰδικὲς ἁρμοδιότητες τῆς ἀστυνομικῆς δύναμης στὸ ΑΟ, στὸ πλαίσιο ἰσχύος τῶν διατάξεων τοῦ ΝΔ τοῦ 1926 καὶ τοῦ ΚΧΑΟ.
Τέλος, καθὼς τὸ ΑΟ δὲν ἀποτελεῖ Νομὸ τοῦ ΕΚ, οὔτε ὑπάγεται διοικητικὰ σὲ κάποια διοικητικὴ Περιφέρεια αὐτοῦ, συνεπάγεται ὅτι ἀπολύτως οὐδεμία ἁρμοδιότητα ἢ ἐξουσία ἐπὶ τοῦ ΑΟ ἔχει, οὐδεὶς εἰσαγγελέας Πλημμελειοδικῶν τῆς ἕδρας τοῦ νομοῦ, οὐδεὶς ἐκπρόσωπος Γενικοῦ Γραμματέα Περιφέρειας, οὐδεὶς ἐκπρόσωπος Νομαρχιακοῦ Συμβουλίου, καθὼς ἐπίσης οὐδεὶς ἐκπρόσωπος τῆς Τοπικῆς Ἕνωσης Δήμων καὶ Κοινοτήτων, καὶ τέλος, οὐδεὶς Ἀστυνομικὸς Διευθυντὴς νομοῦ, (βλ. ν. 2800/2000 “Ἀστυνομικὴ Ἐπιτροπὴ Νομοῦ”), ὅπως ὁμοίως οὐδεμία ἐξουσία ἢ ἁρμοδιότητα ἐπὶ τοῦ ΑΟ ἔχει, οὐδεὶς Περιφερειάρχης, οὐδεὶς περιφερειακὸς σύμβουλος ἀπὸ κάθε Περιφερειακὴ Ἑνότητα, οὐδεὶς ἐκπρόσωπος τῆς Περιφερειακῆς Ἕνωσης Δήμων καὶ τέλος οὐδεὶς Περιφερειακὸς Ἀστυνομικὸς Διευθυντὴς (ν. 4249/2014 “Ἐπιτροπὴ Περιφερειακῆς Συνεργασίας καὶ Ἀσφάλειας”).
Ἅγιον Ὄρος καὶ τὸ ἀντισυνταγματικὸν
Προεδρικὸν Διάταγμα 22/2022
Τὴν δεδομένη –προβληματικὴ– κατάσταση ὡς πρὸς τὴν κρατικὴ ἀστυνομικὴ παρουσία στὸ ΑΟ, ἀλλάζει ἐπὶ τὰ χείρω τὸ Προεδρικὸ Διάταγμα 22/2022 (ΦΕΚ Α΄62/23.3.2022, στὸ ἑξῆς ΠρΔ22), τὸ ὁποῖο τροποποιεῖ διατάξεις τοῦ ν. 4249/2014, τοῦ ν. 4281/2014, τοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος 178/2014 καὶ τοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος 7/2017.
Κεντρικὸ σημεῖο τῶν νέων ρυθμίσεων ποὺ φέρνει τὸ ΠρΔ22 (βλ. ἄρθρο 1 παρ. 1 τοῦ ΠρΔ22, τὸ ὁποῖο τροποποιεῖ τὴν παρ. 3 τοῦ ἄρθρου 15 τοῦ ν. 4249/2014), εἶναι ἡ ὑπηρεσιακὴ ἀναβάθμιση τοῦ Ἀστυνομικοῦ Τμήματος Ἁγίου Ὄρους σὲ πλήρη Διεύθυνση, ὑπὸ τὴν ὀνομασία “Διεύθυνση Ἀστυνόμευσης Ἁγίου Ὄρους”, στὴν ὁποία ὑπάγονται καὶ οἱ ὑφιστάμενοι Ἀστυνομικοὶ Σταθμοὶ τοῦ ΑΟ. Ἡ νέα Διεύθυνση, ὡς νέα διοικητικὰ αὐτοτελὴς Ἀρχὴ στὸ ΑΟ, ὑπάγεται ἀπ’ εὐθείας στὸ Ἀρχηγεῖο τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἐξωαγιορειτικὴ διοικητικὴ ὀντότητα.
Ὁ νομοθέτης πάντως τοῦ ΠρΔ22, ἀναγνωρίζει σιωπηλὰ τὴν συνταγματικὴ ἰδιορρυθμία ποὺ ἀποτελεῖ τὸ συνταγματικὰ ἀναγνωρισμένο νομικὸ καθεστὼς τοῦ ΑΟ, κάτι ποὺ τὸ ἀποτυπώνει στὴν ὀνομασία ποὺ δίνει στὴ νέα ὑπηρεσία: “Διεύθυνση Ἀστυνόμευσης Ἁγίου Ὄρους”.
Πλήν, ἡ νέα Διεύθυνση ἐξομοιώνεται πλήρως ὡς πρὸς τὴν συγκρότηση, τὴν ἀποστολή, τὶς ὑπηρεσίες καὶ τὶς ἐν γένει ἁρμοδιότητες, μὲ τὶς λοιπὲς Περιφερειακὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις, μὲ τὶς ὁποῖες καὶ συγκαταριθμεῖται (ἄρθρο 2 παρ.7 τοῦ ΠρΔ22 ποὺ προσθέτει τὴν περ. ιε΄ στὸ ἄρθρο 36 παρ. 1 τοῦ ν. 4249/2014 ). Ἡ νέα πραγματικότητα ἀποτυπώνεται στὴν παρ. 8 τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ ΠρΔ22, τὸ ὁποῖο τροποποιεῖ τὴν παρ. 2 τοῦ ἄρθρου 36 τοῦ ν. 4249/2014:
Οἱ Γενικὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις, οἱ Γενικὲς Περιφερειακὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις καὶ ἡ Διεύθυνση Ἀστυνόμευσης Ἁγίου Ὄρους ἔχουν ὡς ἀποστολὴ τὴν ἄσκηση, μέσα στὰ ὅρια τῆς τοπικῆς τους δικαιοδοσίας, τοῦ συνόλου τῶν ἀστυνομικῶν ἁρμοδιοτήτων, ὅπως αὐτὲς καθορίζονται μὲ τὶς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ ν. 4249/2014
Ἄλλωστε, ἡ πλήρης ἐξομοίωση προκύπτει καὶ ἀπὸ τὴν ὑπαγωγὴ τῆς νέας Διευθύνσεως στὸν ἑνιαῖο διοικητικὸ μηχανισμὸ ἐλέγχου καὶ ἐποπτείας, ἐξίσου μὲ τῶν λοιπῶν Περιφερειακῶν Ἀστυνομικῶν Διευθύνσεων. Ἐνδεικτικά, κατὰ τὸ ἄρθρο 2 παρ. 14 τοῦ ΠρΔ22, τὸ ὁποῖο τροποποιεῖ τὶς περ. ε΄, στ΄, ζ΄ καὶ ι΄ τῆς παρ. 1 τοῦ ἄρθρου 46 τοῦ ΠρΔ178, ὅποτε οἱ Γενικοὶ Ἐπιθεωρητὲς Ἀστυνομίας Βορείου Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν παρ.1α:
καθοδηγοῦν, συντονίζουν, ἐποπτεύουν καὶ ἐλέγχουν, κατὰ λόγο ἁρμοδιότητας, τὸ ἔργο τῶν περιφερειακῶν ἀστυνομικῶν Ὑπηρεσιῶν τῶν τομέων Βορείου Ἑλλάδος καὶ Νοτίου Ἑλλάδος, ὅπως οἱ τομεῖς αὐτοὶ ὁρίζονται στὶς περιπτ. γ΄ καὶ δ΄ τοῦ ἄρθρου 30 τοῦ Ν. 4249/2014, ὅπως τὸ ἄρθρο αὐτὸ ἀντικαταστάθηκε μὲ τὴν παραγρ. 4 τοῦ ἄρθρου 231 τοῦ Ν. 4281/2014.
Ὁ “Τομέας Βορείου Ἑλλάδος”, ὅμως, ὁρίζεται ὡς ἑξῆς κατὰ τὴν τροποποίηση ποὺ ἐπέφερε τὸ ἄρθρο 231 παρ. 4 τοῦ ν.4281/2014:
Οἱ Γενικὲς Περιφερειακὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις (ΓΕ.Π.Α.Δ.) Ἀνατολικῆς Μακεδονίας καὶ Θρᾴκης, Κεντρικῆς Μακεδονίας, Δυτικῆς Μακεδονίας, Ἠπείρου, Θεσσαλίας καὶ Βορείου Αἰγαίου, οἱ ὁποῖες μὲ τὴ Γ.Α.Δ.Θ. συνθέτουν, ὡς πρὸς τὴ χωροταξική τους διάταξη, τὸν «Τομέα Βορείου Ἑλλάδος» καὶ ἐποπτεύονται, συντονίζονται καὶ ἐλέγχονται ἀπὸ τὸν Γενικὸ Ἐπιθεωρητὴ Ἀστυνομίας Βορείου Ἑλλάδος.
Καθίσταται ἑπομένως ἀπολύτως σαφὲς ὅτι μέσῳ τῶν τροποποιήσεων ποὺ ἐπιφέρει τὸ ΠρΔ22, τὸ ΑΟ ἀναγνωρίζεται ἀντισυνταγματικῶς (μὲ ὅλες τὶς νομικὲς συνέπειες ποὺ κάτι τέτοιο συνεπάγεται), ὡς μία ἐκ τῶν Περιφερειῶν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικρατείας, ἀπολέσαν τὸ συνταγματικὰ ἀναγνωρισμένο αὐτοδιοίκητο καθεστώς του. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ ΑΟ, ἐνῷ δὲν ἀποτελεῖ μέρος σὲ καμία ἔκφανση τῆς διοικητικῆς διαίρεσης τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικράτειας, πλέον ἐνσωματώνεται ὡς τμῆμα τῆς ἑνιαίας διοικητικῆς διαίρεσης, ἀναιρώντας τὴν αὐτοδιοίκητη διοικητικὴ ἰδιαιτερότητα ποὺ ἀναγνωρίζει τὸ Σύνταγμα, ἕνεκα τῆς ὁποίας ἄλλωστε δὲν ἀποτελεῖ μέρος τῆς λοιπῆς δημόσιας διοίκησης.
Καθόσον (δόλιος) σκοπὸς τῆς νέας ἀντισυνταγματικῆς διευθέτησης, εἶναι ἡ ἐξομοίωσις τῆς ἀστυνομικῆς δυνάμεως στὸ ΑΟ μὲ αὐτὴν τῆς λοιπῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικράτειας, προκύπτει εὔλογα, ὅτι ἡ ἀπουσία τῆς οἱασδήποτε ἀναφορᾶς στὸ ἄρθρο 105 τοῦ Συντάγματος, ἀποτέλεσε ἠθελημένη ἐπιλογὴ[4]. Ἐνδεικτικά, στὸν ν. 3051/2002, “Συνταγματικὰ κατοχυρωμένες ἀνεξάρτητες ἀρχές, τροποποίηση καὶ συμπλήρωση τοῦ συστήματος προσλήψεων στὸ δημόσιο τομέα καὶ συναφεῖς ρυθμίσεις”, τὸ ἄρθρο 3 παρ. 2, κάνει ρητὴ ἀναφορὰ στὸ σχετικὸ συνταγματικὸ ἄρθρο:
Τὰ μέλη τῶν ἀνεξάρτητων ἀρχῶν καὶ οἱ ἀναπληρωτές τους, ὅπου προβλέπονται ἀπό τίς κείμενες διατάξεις, ἐπιλέγονται ἀπὸ τὴ Βουλὴ σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 101Α παρ. 2 τοῦ Συντάγματος καὶ τὴν προβλεπόμενη ἀπὸ τὸν Κανονισμὸ τῆς Βουλῆς διαδικασία.
Ἡ πλήρης ἐξομοίωσις τῆς Διεύθυνσης Ἀστυνομεύσεως τοῦ ΑΟ πρὸς τὶς λοιπὲς Γενικὲς Περιφερειακὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις, ἐπιδεικνύεται εἰδικότερα στὸ τρόπο ποὺ ρυθμίζονται τὰ γενικὰ ὅρια τῶν ἀστυνομικῶν ἁρμοδιοτήτων τόσο στὴν Διεύθυνση τοῦ ΑΟ ὅσο καὶ στὶς λοιπὲς Γενικὲς Περιφερειακὲς Διευθύνσεις, κατὰ τὸ ἄρθρο 2 τοῦ ΠρΔ22 παρ. 8 καὶ 11:
- Ἡ παρ.2 τοῦ ἄρθρου 36 τοῦ π.δ. 178/2014 ἀντικαθίσταται, ὡς ἑξῆς:
2. Οἱ Γενικὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις, οἱ Γενικὲς Περιφερειακὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις καὶ ἡ Διεύθυνση Ἀστυνόμευσης Ἁγίου Ὄρους ἔχουν ὡς ἀποστολὴ τὴν ἄσκηση, μέσα στὰ ὅρια τῆς τοπικῆς τους δικαιοδοσίας, τοῦ συνόλου τῶν ἀστυνομικῶν ἁρμοδιοτήτων, ὅπως αὐτὲς καθορίζονται μὲ τὶς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ ν. 4249/2014 […]
Στὴν παρ. 4 τοῦ ἄρθρου 36 τοῦ π.δ. 178/2014 προστίθεται περ.ιε΄, ὡς ἑξῆς:
«ιε. Ἡ Διεύθυνση Ἀστυνόμευσης Ἁγίου Ὄρους ἔχει τοπικὴ ἁρμοδιότητα ἐκείνη τῶν Ὑπηρεσιῶν ἀπὸ τὶς ὁποῖες συγκροτεῖται.»
Ἡ ἔννοια “τοπικὴ ἁρμοδιότητα” καθορίζεται ρητά, ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της, ἀπὸ τὸ ἄρθρο 11 τοῦ ν.4249/2014 καὶ ὡς πρὸς τὸν τομέα εὐθύνης ἀπὸ τὴν παρ.3 τοῦ ἄρθρου 36 τοῦ ΠρΔ 178/2014, τὰ ὁποῖα καὶ τροποποιεῖ τὸ ΠρΔ 22, ἐξισώνοντας τὴν ἀστυνομικὴ δύναμη τοῦ ΑΟ μὲ τὶς λοιπές τῆς Ἐπικράτειας· πλέον αὐτὴ ἀποκτᾶ τὸ σύνολο τῶν ἁρμοδιοτήτων ποὺ παρέχει ὁ Νόμος στὶς Γενικὲς Ἀστυνομικὲς Διευθύνσεις, ἐγκαταλείποντας ὁριστικὰ τὶς συγκεκριμένες ἁρμοδιότητες ὅπως ὁρίζονται στὸ ΝΔ τοῦ 1926, ἀλλὰ καὶ τὸ συγκεκριμένο πλαίσιο λειτουργίας ποὺ αὐτὸ αὐστηρὰ ὁρίζει.
Στὸ ἄρθρο 11 τοῦ ν. 4249/2014, ὅπου καθορίζονται οἱ ἁρμοδιότητες τῆς ἀποστολῆς τῆς ΕΑ, στὴν παράγραφο 1β, ἀναφέρεται ὡς ἐπιπλέον σκοπὸ τῆς ΕΑ:
τὴν πρόληψη καὶ καταστολὴ τοῦ ἐγκλήματος καὶ τὴν προστασία τοῦ Κράτους καὶ τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, στὸ πλαίσιο τῆς συνταγματικῆς τάξης, ποὺ περιλαμβάνει τὴν ἄσκηση τῆς ἀστυνομίας δημόσιας καὶ κρατικῆς ἀσφάλειας
Ἤδη ὅμως, στὶς προηγούμενες ἑνότητες καταδείχθηκε ἡ μὴ ἰσχὺς στὸ ΑΟ, θεμελιωδῶν διατάξεων τοῦ Συντάγματος, κάτι ποὺ ἄλλωστε συνιστᾶ τὸν προνομιακὸ χαρακτῆρα τοῦ ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου καθεστῶτος. Καθίσταται ἑπομένως σαφὲς ὅτι, ἡ ἔκταση τῶν ἁρμοδιοτήτων τῆς κρατικῆς ἀστυνομικῆς παρουσίας στὸ ΑΟ, δὲν δύναται νὰ εἶναι τοῦ αὐτοῦ εὔρους μὲ αὐτὲς τῆς Ἐπικράτειας, ὅπου ἰσχύει ἀπαραβίαστα τὸ Σύνταγμα καὶ οἱ Νόμοι τοῦ ΕΚ. Στὴν περίπτωση τοῦ ΑΟ οἱ ἀστυνομικὲς ἁρμοδιότητες ὁρίζονται αὐστηρὰ καὶ μόνον ἀπὸ τὶς οἰκεῖες διατάξεις τοῦ ΝΔ τοῦ 1926.
Σωρεία ἁρμοδιοτήτων ποὺ γιὰ τὸ σύνολο τῆς Ἐπικράτειας τοῦ ΕΚ ἔχουν ὑφιστάμενο λόγο ὕπαρξης, ἁπλῶς ἀδυνατοῦν νὰ ὑφίστανται στὸ ΑΟ, ὅπως π.χ. ἁρμοδιότητες σχετικὰ μὲ τὴν τήρηση τῆς τάξης στοὺς δημόσιους χώρους καὶ στὶς δημόσιες συγκεντρώσεις καὶ συναθροίσεις καὶ τὴν προστασία τῶν ἀτομικῶν καὶ συλλογικῶν δικαιωμάτων τῶν πολιτῶν κατὰ τὶς ἐκδηλώσεις αὐτές, τὸν ἔλεγχο τῆς λειτουργίας δημόσιων κέντρων, θεαμάτων καὶ καταστημάτων, τὴν τήρηση τῆς τάξης στὶς συνεδριάσεις τῶν δικαστηρίων καὶ τὴ μεταγωγὴ τῶν κρατουμένων, τὸν ἔλεγχο τῆς τήρησης τῆς τουριστικῆς νομοθεσίας (τὸ ΑΟ δὲν εἶναι τουριστικὸ ἀξιοθέατο, ἀλλὰ τόπος ἄσκησης τοῦ Ὀρθόδοξου Μοναχισμοῦ), τὴν ἄσκηση ἁρμοδιοτήτων δημοτικῆς ἀστυνόμευσης, τὴν μέριμνα γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ κώδικα ὁδικῆς κυκλοφορίας καὶ τῶν λοιπῶν διατάξεων ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν κυκλοφορία πεζῶν καὶ ὀχημάτων, τὴ μέριμνα γιὰ τὴν προστασία τῶν ἀνηλίκων καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν διατάξεων γιὰ τὰ ἤθη κλπ. Καθίσταται ἑπομένως πρόδηλο, ὅτι ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 2 παρ. 8 τοῦ ΠρΔ22, ποὺ ὁρίζει ὡς “ἀποστολὴ τὴν ἄσκηση, μέσα στὰ ὅρια τῆς τοπικῆς τους δικαιοδοσίας, τοῦ συνόλου τῶν ἀστυνομικῶν ἁρμοδιοτήτων, ὅπως αὐτὲς καθορίζονται μὲ τὶς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ ν. 4249/2014”, δὲν δύναται νὰ ἰσχύει.
Συμπληρωματικὰ πρὸς τὰ ἀνωτέρω, κατὰ τὴν παράγραφο 8γ τοῦ ἄρθρου 11 τοῦ ΠρΔ22, ἡ ΕΑ δύναται νὰ
μπορεῖ νὰ συνάπτει μνημόνια συνεργασίας μὲ φορεῖς καὶ ὀργανισμοὺς ἄλλων Ὑπουργείων καὶ Ὀργανισμοὺς Τοπικῆς Αὐτοδιοίκησης γιὰ θέματα γενικῆς ἀστυνόμευσης καὶ ἐξυπηρέτησης τῶν πολιτῶν, κοινῆς ἁρμοδιότητας, τὰ ὁποῖα ἐγκρίνονται μὲ ἀπόφαση τῶν Ὑπουργῶν Ἐσωτερικῶν καὶ Δημόσιας Τάξης καὶ Προστασίας τοῦ Πολίτη καὶ τοῦ κατὰ περίπτωση συναρμόδιου Ὑπουργοῦ.
Πλήν, γιὰ τὴν περίπτωση τοῦ ΑΟ (τοῦ ὁποίου οἱ αὐτοδιοίκητες διοικητικὲς ἀρχὲς δὲν ἀποτελοῦν ΟΤΑ), δὲν δύναται νὰ ἰσχύει ἡ ἀνωτέρω διάταξη, καθὼς οὐδὲν ὑπουργεῖο, πλὴν τοῦ ἐπὶ τῶν Ἐξωτερικῶν, δὲν ἔχει ἁρμοδιότητα ἐπὶ τοῦ ΑΟ.
Σχετικὰ μὲ τὸν νέο Διοικητὴ τῆς Διεύθυνσης Ἀστυνόμευσης τοῦ ΑΟ, κατὰ τὸ ἄρθρο 2 παρ. 15 τοῦ ΠρΔ22 ποὺ ἀντικαθιστᾶ τὴν παρ. 1 τοῦ ἄρθρου 58 τοῦ ΠρΔ178, ὁρίζεται ὅτι ἀποκτᾶ τὸ σύνολο τῶν ἁρμοδιοτήτων ποὺ ὁρίζει ὁ νόμος καὶ γιὰ τοὺς λοιποὺς Διευθυντὲς τῶν Διευθύνσεων Ἀστυνομίας, οἱ ὁποῖοι –ἀνάμεσα στὰ ἄλλα– δύνανται νά:
ἐκδίδουν ἀστυνομικὲς διατάξεις ποὺ ἀφοροῦν ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ δικαιοδοσίας τους ἢ τμῆμα αὐτῆς.
Πλήν, οὐδεμία ἀστυνομικὴ διάταξη δὲν δύναται νὰ ἐκδώσει, τόσο ἡ ἀστυνομικὴ δύναμις, ὅσο καὶ ὁ –κατὰ τὸ ἄρθρο 5 τοῦ ΝΔ τοῦ 1926– προϊστάμενος αὐτῆς, Πολιτικὸς Διοικητὴς τοῦ ΑΟ. Εἰδάλλως, καταργεῖται ἡ ἐξουσία τῶν μόνων δυνάμενων νὰ ἐκδίδουν ἀποφάσεις διοικητικῶν ἀρχῶν τοῦ ΑΟ, (ΙΚ, Ἱερὰ Ἐπιστασία, Ἱερὲς Μονές), καὶ οὐσιαστικὰ ἐπανέρχεται σὲ ἰσχὺ τὸ ἀντισυνταγματικὸ Νομοθετικὸ Διάταγμα 124/1969, τῆς Χούντας τῶν Συνταγματαρχῶν, ποὺ μόνον αὐτὸ ἀποτόλμησε τὴν κατάλυση τῆς νόμιμης ἐξουσίας τῶν ἁγιορειτικῶν διοικητικῶν ὀργάνων. Αὐτὸ ποὺ ἐπιχειρεῖται παράλληλα μὲ τὸν περιορισμὸ τῶν ἐξουσιῶν τῶν ἁγιορειτικῶν διοικητικῶν ὀργάνων (οὐσιαστικά, κατάργηση), εἶναι ἡ κατάλυση μέρους τῶν ἁρμοδιοτήτων τοῦ ΠΔ καὶ ἡ μεταβίβαση αὐτῶν στὸν Διοικητὴ τῆς Διεύθυνσης Ἀστυνόμευσης τοῦ ΑΟ, καὶ κατ’ ἐπέκτασιν στὸν Ἀρχηγὸ τῆς ΕΑ, συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 231 τοῦ ν. 4281/2014, ποὺ τροποποιεῖ τὸ ἄρθρο 15 παρ. 4 τοῦ ν. 4281/2014:
ὁ Ἀρχηγὸς ἀσκεῖ τὴ διοίκηση τοῦ Σώματος καὶ παράλληλα τὴν προϊσταμένη ἀρχὴ τῶν Κεντρικῶν καὶ Περιφερειακῶν Ὑπηρεσιῶν ποὺ συγκροτοῦν τὴν Ἑλληνικὴ Ἀστυνομία.
Ἂς προστεθεῖ ἐδῶ ὅτι, μέσῳ τῆς δημιουργίας τῆς νέας ἀνεξάρτητης ἀστυνομικῆς δομῆς στὸ ΑΟ, ἐπιτυγχάνεται ἡ διασύνδεση μὲ τὸ ὅλο ὑπάρχον πλέγμα ὑπηρεσιῶν τοῦ κρατικοῦ μηχανισμοῦ, κατ’ ἀρχὰς μέσῳ τῶν λοιπῶν Ἀστυνομικῶν Ὑπηρεσιῶν, ὅπως ὁρίζεται στὸ ἄρθρο 61 παρ. 1 τοῦ ΠρΔ178:
Ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας ἐκπληρώνεται μέσῳ τῆς συντονισμένης, συνεχοῦς καὶ ἀλληλοσυμπληρωματικῆς δράσης τῶν κεντρικῶν καὶ περιφερειακῶν της Ὑπηρεσιῶν. Πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτὸ ὅλες οἱ Ὑπηρεσίες τοῦ Σώματος συνεργάζονται μεταξύ τους τόσο σὲ στρατηγικὸ – ἐπιτελικὸ ὅσο καὶ τακτικὸ – ἐπιχειρησιακὸ ἐπίπεδο.
Στὸ πλαίσιο τῶν συντονισμένων “ἀλληλοσυμπληρωματικῶν” δράσεων, ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ΕΑ, ὡς “προϊσταμένη ἀρχὴ” τοῦ συνόλου τῶν Ὑπηρεσιῶν τῆς ΕΑ, κατὰ τὸ ἄρθρο 231 τοῦ ν. 4281/2014, ποὺ τροποποιεῖ τὸ ἄρθρο 35 παρ. 1 τοῦ ν. 4249/2014, δύναται νὰ διατάσσει τὴν ἐπιχειρησιακὴ δραστηριοποίηση ὁποιασδήποτε Ὑπηρεσίας τοῦ Σώματος καὶ στὸ ΑΟ:
Ὁ Ἀρχηγὸς τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας ἀσκεῖ τὴ διοίκηση τοῦ Σώματος καὶ κατευθύνει, παρακολουθεῖ καὶ ἐλέγχει τὴ λειτουργία καὶ τὴ δράση τῶν Ὑπηρεσιῶν τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας στὴν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς τους. Στὸ πλαίσιο αὐτό, σὲ σοβαρὲς περιπτώσεις καὶ κατόπιν σχετικῆς εἰσήγησης τῶν Γενικῶν Ἐπιθεωρητῶν Ἀστυνομίας, δύναται νὰ διατάσσει τὴν ἐπιχειρησιακὴ δραστηριοποίηση ὁποιασδήποτε Ὑπηρεσίας τοῦ Σώματος καὶ σὲ περιοχὲς ἐκτός τῆς τοπικῆς τους ἁρμοδιότητας.
Οἱ δὲ Ὑπηρεσίες τοῦ ἀνωτέρω ἄρθρου, περιγράφονται στὸ ἄρθρο 231 τοῦ ν. 4281/2014 ποὺ τροποποιεῖ τὸ ἄρθρο 30 παρ. 4 τοῦ ν. 4249/2014:
Στὶς Περιφερειακὲς Ὑπηρεσίες τῆς παρ. 1 τοῦ παρόντος ἄρθρου, πρὸς τὸ σκοπὸ ἀποτελεσματικότερης ἐκπλήρωσης τῆς ἀποστολῆς τους καὶ ἀντιμετώπισης σοβαρῶν ἢ ἔκτακτων γεγονότων ἢ καταστάσεων δύναται, μὲ διαταγὴ τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας κατόπιν σχετικῆς εἰσήγησης τῶν Γενικῶν Ἐπιθεωρητῶν Ἀστυνομίας, νὰ συγκροτοῦνται Εἰδικὲς Ἐπιχειρησιακὲς Ὁμάδες, Ἀστυνομικὲς Μονάδες καὶ Κλιμάκια Ὑπηρεσιῶν, ὅπως Κινητὲς Ἀστυνομικὲς Μονάδες (K.A.M.), Ὁμάδες Πρόληψης καὶ Καταστολῆς τοῦ Ἐγκλήματος (Ο.Π.Κ.Ε.), Ὁμάδες Δίκυκλης Ἀστυνόμευσης (ΔΙ.ΑΣ.), Ὁμάδες Ἐλέγχου καὶ Πρόληψης Τροχαίων Ἀτυχημάτων (Ο.Ε.Π.Τ.Α.), Ὁμάδες Εἰδικῶν Δράσεων (Ο.Ε.Δ.), Εἰδικὲς Ὁμάδων Δίωξης Παράνομης Μετανάστευσης καὶ Κλιμάκια Ὑπηρεσιῶν.
Ἡ νέα ἀνεξάρτητη ἀστυνομικὴ δομὴ θὰ ἀποτελέσει γιὰ τὸ ΑΟ δύναμη ἐκκοσμίκευσης (ποὺ αὐστηρὰ ἀπαγορεύεται, βλ. ἄρθρο 4 τοῦ ΚΧΑΟ), καθὼς στὸ πλαίσιο ὑλοποίησης τῶν νέων ἁρμοδιοτήτων της, καλεῖται νὰ ἐπιβάλλει, π.χ. τὴν ἐγκατάσταση “συστημάτων ἐπιτήρησης” (βλ. ἄρθρο 2 παρ. 6 τοῦ ΠρΔ22), καθὼς –ὁμοίως πρὸς τὶς λοιπὲς ἀστυνομικὲς ὑπηρεσίες τῆς Ἐπικρατείας– καθίσταται ὑπεύθυνη ἐπεξεργασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτήρα[5]:
γιὰ τὴ διασφάλιση ἐφαρμογῆς τῶν εἰδικότερων κανόνων ἐγκατάστασης καὶ λειτουργίας τῶν συστημάτων ἐπιτήρησης σὲ δημόσιους χώρους.
Πέραν, ἑπομένως, τῶν ποικίλων ἀστυνομικῶν ὁμάδων καὶ κλιμακίων ποὺ προβλέπεται νὰ δραστηριοποιοῦνται στὸ ΑΟ στὰ πλαίσια τῶν νέων ἁρμοδιοτήτων ποὺ περιβάλλεται ἡ νέα ἀστυνομικὴ δομὴ (βλ. ἀνωτ. ἄρθρο 231 τοῦ ν. 4281/2014 ποὺ τροποποιεῖ τὸ ἄρθρο 30 παρ. 4 τοῦ ν. 4249/2014), ἐπίκειται ἐπιπλέον ὁ κίνδυνος νὰ ἐμφανισθοῦν συστήματα ἐπιτήρησης, ποὺ θὰ ἀποτελέσουν τὴν ἐπιτομὴ τῆς κατάλυσης τοῦ μὴ – κοσμικοῦ, πνευματικοῦ– ἡσυχαστικοῦ χαρακτήρα του, καθόσον ἡ χρήση τους θὰ συνιστᾶ μία de facto σκιὰ μόνιμης ὑποψίας τοῦ ΕΚ πρὸς τὸν Ἁγιορειτικὸ Μοναχισμὸ (ἀσχέτως τῶν δικαιολογιῶν ποὺ θὰ προταθοῦν), καὶ θὰ λειτουργεῖ ὡς διαρκής ὑπενθύμιση τῆς στοχοποίησης τοῦ ἀπαραβίαστα πνευματικοῦ χαρακτήρα τοῦ Ἱεροῦ Τόπου τοῦ ΑΟ. Μία τέτοια ἐξέλιξη –ποὺ οὐδεὶς Ἁγιορείτης Μοναχὸς πρόκειται νὰ δεχθεῖ– θὰ παριστᾶ ἐναργῶς τὴν υἱοθέτηση ἐντὸς Ἁγίου Ὄρους, ἀρχῶν καὶ κριτηρίων “ἐλέγχου καὶ ἐπιτήρησης”, τὰ ὁποῖα ἁρμόζουν ἀποκλειστικὰ σὲ κοσμικοῦ τύπου κοινωνία, ὅπου ἡ κάθε –πιθανὴ ἢ ἀπίθανη– ἑρμηνεία τοῦ ὅρου “δημόσια Τάξη”, θὰ ἐπαφίεται ἀποκλειστικὰ στὶς βουλὲς ἐξωαγιορειτικῶν θεσμικῶν (ἢ μὴ) πολιτικῶν κέντρων.
Ἐν κατακλεῖδι, ἡ σωρεία “ἁρμοδιοτήτων” ποὺ προβλέπεται νὰ ἀναληφθοῦν ἀπὸ τὴν νέα ἀστυνομικὴ δομὴ ἐντός τοῦ ΑΟ, ἀναμένεται νὰ ἐπιφέρει δραματικὲς ἀλλαγὲς σὲ πληθώρα ἐπιμέρους διοικητικῶν ζητημάτων, μὲ προφανῆ συνέπεια τὴν σύγκρουση ἁρμοδιοτήτων μεταξὺ τῶν ἁγιορειτικῶν διοικητικῶν ἀρχῶν καὶ τῶν ὀργάνων τους, τῆς νέας ἀστυνομικῆς δομῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς Πολιτικῆς Διοίκησης, ἡ ὁποία ἐξακολουθεῖ νὰ λειτουργεῖ στὰ διοικητικὰ ὅρια ποὺ περιγράφονται στὸ ΝΔ τοῦ 1926.
Ἐπίλογος
Ἐπειδὴ οἱ διατάξεις τῶν Διεθνῶν Συνθηκῶν ποὺ ἔχει προσυπογράψει τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος, ἔχουν αὐξημένη τυπικὴ ἰσχὺ καὶ ὑπερισχύουν τῶν διατάξεων τῶν Ἑλληνικῶν Νόμων,
ἐπειδὴ τὸ ἄρθρο 105 τοῦ Συντάγματος ἔχει αὐξημένη τυπικὴ ἰσχὺ (τὸ ὁποῖο ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε συνταγματικὴ διάταξη), τῶν κοινῶν νόμων μὴ δυναμένων νὰ ἀντιτίθενται πρὸς αὐτό,
ἐπειδὴ κατὰ τὸ ἄρθρο 105 παρ. 2, “δὲν ἐπιτρέπεται καμία ἀπολύτως μεταβολὴ στὸ διοικητικὸ σύστημα” τοῦ Ἁγίου Ὄρους,
ἐπειδὴ ὁ ΚΧΑΟ, λόγῳ τῆς εἰδικῆς διαδικασίας καὶ τοῦ εἰδικοῦ ὀργάνου καταρτίσεώς του –ὅπως ἀναγνωρίζεται στὸ ἄρθρο 105 τοῦ Συντάγματος– ἔχει αὐξημένη τυπικὴ ἰσχὺ ἔναντι τῶν κοινῶν νόμων, οἱ ὁποῖοι δὲν δύνανται νὰ τὸν τροποποιήσουν ἢ νὰ τὸν καταργήσουν,
ἐπειδὴ κατὰ τὸ ἄρθρο 187 τοῦ ΚΧΑΟ, “Πᾶσα διάταξις, ἀντικειμένη εἰς τὸν παρόντα Καταστατικὸν Χάρτην, δὲν δύναται νὰ ἔχη ἰσχὺν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει”,
ἐπειδὴ βάσει τοῦ ἄρθρου 93 παρ. 4 τοῦ Συντάγματος, “Τὰ δικαστήρια ὑποχρεοῦνται νὰ μὴν ἐφαρμόζουν νόμο ποὺ τὸ περιεχόμενό του εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὸ Σύνταγμα”,
ἐπειδὴ ἐλέγχονται ὡς οὐσιαστικὰ ἀντισυνταγματικὲς οἱ σχετικὲς διατάξεις τοῦ ΠρΔ22, ποὺ διαλαμβάνουν τὰ περὶ τῆς Διεύθυνσης Ἀστυνόμευσης τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καθὼς ὑφίσταται ἀντίθεση τοῦ περιεχομένου τῶν ρυθμίσεων τοῦ ΠρΔ22 πρὸς τὸ περιεχόμενο τοῦ συνταγματικοῦ ἄρθρου 105,
ἐπειδὴ τέλος, προκύπτει πρόβλημα οὐσιαστικῆς συμβατότητας τοῦ ΠρΔ22, τόσο πρὸς τὸ ἄρθρο 105 τοῦ Συντάγματος, ὅσο καὶ πρὸς τὸ ἄρθρο 28 τοῦ Συντάγματος,
Δέον ὅπως ἀκυρωθεῖ ἡ ἐκτέλεση τοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος 22/2022, λόγῳ τοῦ ἀντισυνταγματικοῦ του χαρακτήρα.
Τέλος, δίκην ἀκροτελεύτιου λόγου, ἂς ἐνθυμηθοῦμε τὴν ὁμολογιακὴ τοποθέτηση τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ -ὄχι καὶ τόσο μακρινοῦ- 1995, καὶ ἡ ὁποία εἴθε νὰ καθοδηγήσει τὶς συνειδήσεις τῶν σημερινῶν οἰκητόρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους:
Πᾶσαν προσπάθειαν, ὁποθενδήποτε ὑπαγορευομένην ἢ προερχομένην, συρρικνώσεως τοῦ ἐκκλησιαστικῶς καὶ πολιτειακῶς κατοχυρωμένου αὐτοδιοικήτου καὶ τῆς οἰκουμενικότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους θεωροῦμεν ἄκαιρον, ἀδικαιολόγητον καὶ καταστρεπτικὴν διὰ τὸ μέλλον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸ ὁποῖον οὕτως ἐπεβίωσε καὶ ἐμεγαλούργησε ἐπὶ τόσους αἰῶνας. Ὅθεν ἱερὰν ἔχομεν τὴν ὑποχρέωσιν διὰ τὴν προάσπισιν καὶ διατήρησιν αὐτῶν, χάριν καὶ τῶν ἐπερχομένων γενεῶν.
Τὸ αὐτοδιοίκητον δὲν εἶναι ἁπλῶς μία συρραφὴ νομικῶν ὅρων καὶ διατυπώσεων, ἀλλ’ ἀποτελεῖ διὰ τοὺς ἐκ τοῦ κόσμου ἀναχωρήσαντας ἁγιορείτας μοναχοὺς τρόπον τοῦ ζῆν καὶ τοῦ σκέπτεσθαι. Ἡ δὲ οἰκουμενικότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους δὲν εἶναι μία αὐτονομιστικὴ ἢ διεθνιστικὴ κίνησις, ὡς συγχέουν τινές, ἐπικαλούμενοι ἀνυπάρκτους «ἀντεθνικάς» ἐνεργείας, ἀλλ’ ἔγκειται εἰς μίαν καθηγιασμένην ὑπὸ τῆς παραδόσεως πραγμάτωσιν καὶ βίωσιν τοῦ μοναχισμοῦ.[6]
Ἐπιλεκτικὴ Βιβλιογραφία
Ἱερὰ Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους. 1996. Τὸ Καθεστὼς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀθωνικὴ Νομοκανονικὴ Βιβλιοθήκη 1. Ἱερὰ Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Νικολακάκη, Δ. 2018. Αἱ Κανονιστικαὶ Διατάξεις τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἱερὰ Κοινότης Ἁγίου Ὄρους Ἄθω.
Σημειώσεις:
[1] in.gr.
[2] Νικολακάκη (2018) σσ.343-5.
[3] Νὰ σημειωθεῖ στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ παντελὴς ἀπουσία στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος, στὸ σημεῖο ρητῆς παράθεσης τῶν παλαιοτέρων ἰσχυουσῶν διατάξεων, τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναφορᾶς στὸ ἄρθρο 105 τοῦ Συντάγματος καὶ τοῦ ΝΔ τοῦ 1926, ὅπως π.χ. συνέβη στὸν (ἐξ ἴσου προβληματικὸ ἐξ ἀπόψεως ἁγιορειτικοῦ αὐτοδιοικήτου) ἱδρυτικὸ νόμο 1198/1981 (ΦΕΚ Α΄238/1.9.1981) γιὰ τὸ “Κέντρον Διαφυλάξεως τῆς Ἁγιορειτικῆς Κληρονομίας” (ΚΕ.ΔΑ.Κ), ὅπου ρητὰ στὸ ἄρθρο 9 παρ. 6β, γίνεται ἡ ὑποχρεωτικὴ ἀναφορὰ στὸ ἄρθρο 105 τοῦ Συντάγματος καὶ τοῦ ΝΔ τοῦ 1926.
[4] Ἡ ἀναφορὰ στὸ ἄρθρο 105 θὰ ἀποδείκνυε ὅτι οἱ νέες διατάξεις περὶ τῆς Διεύθυνσης Ἀστυνόμευσης τοῦ ΑΟ, λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν τὶς ἰδιαιτερότητες τῆς περίπτωσης τοῦ ΑΟ, σχετικὰ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἔννομη τάξη, κάτι ποὺ θὰ σήμαινε ὅμως παράλληλα καὶ τὴν υἱοθέτηση περιορισμῶν, π.χ. στὸ ζήτημα τῆς στελέχωσης τῶν νέων ὑπηρεσιῶν (βλ. τὴν ἀπαγόρευση εἰσόδου γυναικῶν στὸ ΑΟ, ποὺ συνεπάγεται τὴν κατάλυση τῆς ἰσότητας ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν στὴν ΕΑ).
[5] Συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρο 4 τοῦ Προεδρικοῦ Διατάγματος 75/2020.
[6] Ἱερὰ Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1996) σ. 16.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου