Υπάρχουν άγιοι, τους οποίους μόνον ο Θεός γνωρίζει. Από τους γνωστούς στους ανθρώπους, οι
περισσότεροι αναφέρονται μόνον στο Μηνιαίον (Συναξάριον) και οι λιγότεροι τιμώνται κατά την ημέρα της εορτής τους στους ναούς. Κάποιοι κορυφαίοι, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης, τιμώνται περισσότερες ημέρες ετησίως. Υπάρχει όμως και κάποιος Άγιος, ο οποίος εκτός του ότι τιμάται πέραν της μίας ημέρας, αναφέρεται ονομαστικώς στις Θείες Λειτουργίες περί τις 310 ημέρες τον χρόνον [1]. Αυτός είναι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ή Ιερός Χρυσόστομος ή Χρυσορρήμων, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως (όπως ονομαζόταν αρχικώς ο Οικουμενικός Πατριάρχης).Έχω αναφερθεί στο παρελθόν στην σχέσιν μου με αυτόν (www.triklopodia.gr/κυανουσ-ουρανοσ-μια-διαφορετικη-προσ/). Μόλις προ 2-3 ετών έπεσε στην αντίληψίν μου το μαρτυρικό τέλος του, η δολοφονία του ουσιαστικώς από το επίσημον ορθόδοξον κράτος (Ρωμανία) και την “επίσημην” εκκλησία και κυρίως το θαύμα, που επετέλεσε ως άνω των 30 ετών κεκοιμημένος εν ώρα Θείας Λειτουργίας και παρόντων όλων των πιστών. Στους πλείστους που το εξιστόρησα, μου απήντησαν ότι δεν το γνώριζαν. Πάντα έτσι είναι, οι διώξεις των πιστών του Κυρίου από την “επίσημην” εκκλησίαν αποκρύβονται, ακόμη και του Αγίου, που αν και “επισημότερος” των επισήμων, ανήκε πραγματικώς στον Χριστόν. Πιθανόν λοιπόν για να κρύβουν τον ρόλον τους, αυτοί που δεν δείχνουν να νοιάζονται πραγματικώς να κατηχήσουν τους πιστούς στον δρόμο της Αληθείας. Το φωτοστέφανο του μάρτυρος δεν προβλήθηκε και δεν προβάλλεται πρεπόντως, ούτε τα συγκλονιστικά θαύματα [2] που ακολούθησαν το μαρτύριο. Ίσως γιατί παραπέμπει σε ενοχοποίηση των θεσμών, της Πολιτείας και της Εκκλησίας και δημιουργεί συνειρμούς απαξίας τους, στις συνειδήσεις των χριστιανών! Γι αυτό και σας το παρουσιάζω!
Ολίγα περί του Αγίου
Ο Άγιος Ιωάννης δεν επεδίωξε ποτέ να γίνει επίσκοπος. Όσοι γνωρίζουν καλώς τα θέματα της Πίστεως, γνωρίζουν ότι όσα περισσότερα έχεις και κατέχεις για τόσα περισσότερα θα σου ζητηθεί λογαριασμός από τον Θεό! (βλ.Παραβολή των ταλάντων). Τί τα έκανες; Πού τα δαπάνησες; Πώς τα διαχειρίστηκες; Μεγάλη υποχρέωσις η ευθύνη της διαχειρίσεως!
Όμως ο Θεός επιλέγει “σκεύη εκλογής”. Ένα από αυτά ήταν και ο Άγιος Ιωάννης. Κανέναν δεν προορίζει ο Χριστός, απλώς σπέρνει τον σπόρον (παραβολή σπορέως) και κάποιων η ψυχή είναι ευφοροτέρα και ο σπόρος φυτρώνει. Στην καρδιά του Αγίου ο σπόρος έγινε τεράστιο δένδρο, που διαρκώς κάρπιζε. Από τους καρπούς κρίνεις την ποιότητα της ευφοράς της ψυχής. Ο Χριστός θαυματουργικώς του δώρισε το χάρισμα ερμηνείας των Γραφών. Σε όλους δωρίζει ο Χριστός αναλόγως της χωρητικότητος εκάστου αλλά και κρίνει την καρποφορίαν του δωρήματος.
Δώρισε λοιπόν το χάρισμα της ερμηνείας των Γραφών (https://proskynitis.blogspot.com/2019/11/blog-post_15.html) και “κατέβαινε” ο μέγας Απόστολος των εθνών Παύλος, αυτός που αιθεροβάτησε στον τρίτον Ουρανόν, αποκαλούμενος “στόμα του Χριστού” και τα ψιθύριζε στο αυτί του Χρυσοστόμου, αυτό το αυτί, που μέχρι σήμερα διατηρείται ζεστό και άφθαρτο. Για τους μη γνώστες ο Χρυσόστομος ήταν απλώς ο γραμματικός του Αποστόλου, που τον κατέστησε “στόμα του Παύλου”. Όμως για να έρθει ολάκερος Απόστολος Παύλος να σου τα λέει στο αυτί, πρέπει να έχεις κάνει πολύ εργασία με τον εαυτόν σου, πρέπει να έχει καθαρισθεί εντελώς, μιμούμενος τον Χριστόν. Αυτή είναι η πραγματική αξία εκάστου Αγίου και εν προκειμένω του Αγίου Ιωάννου και όχι ότι εξήγησε τις Γραφές, που αδυνατούσε να εξηγήσει αφού ο Χριστός έχει πει «χωρίς Εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»! Εδώ έγκειται η διαφορά Πίστεως του Χριστού με τις θρησκείες, που κάποιες (ανατολικές) σε ενθαρρύνουν να γίνεις υπεράνθρωπος ενώ ο Χριστός λέει σταράτα : “καθαρίσου να εισέλθω (συγχώρησις) και να γίνεις Θεός (κατά Χάριν)” («απαρνησάσθω εαυτόν»).
Τι έκανε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και τι δεν κάνουν οι σημερινοί ιεράρχες;
(από https://fdimitrios.wordpress.com/2022/01/27/τι-έκανε-ο-άγιος-ιωάννης-ο-χρυσόστομος/)
- ήλεγξε σφόδρα τούς σκληρούς και άσπλαχνους πλουσίους,
- έκανε πολλά θαύματα, ένα μάλιστα απ’ αυτά την ήμερα τής ένθρονίσεώς του, όταν θεράπευσε ένα δαιμονισμένο,
- ήλεγξε την ομοφυλοφιλία,
- καθάρισε τον κλήρον από τους αναξίους κληρικούς,
- συγκρούσθηκε πολλάκις με τα ανάκτορα,
- πολέμησε τις αιρέσεις της εποχής του,
Μνημειώδης έμεινε ο λόγος του ιερού πατρός «ουδέν δέδοικα ώς επισκόπους πλήν ένίων» (~τίποτε δεν φοβήθηκα τόσο, όσο τους δεσποτάδες, πλην ελαχίστων).
Ο κόσμος ελέγχεται από τον διάβολον. Το έχει δηλώσει ο Θεάνθρωπος και αναφέρεται εις το Ευαγγέλιον του Ιωάννου ότι ο Χριστός ήλθε επί γης για να αποκαλύψει τα έργα του διαβόλου. Ο Άγιος Χρυσόστομος λοιπόν, ως στόμα του Παύλου και κατ’επέκτασιν ως στόμα του Χριστού, απεκάλυπτε τα πονηρά έργα και έγινε κόκκινο πανί για τους εργάτες της ανομίας («Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν» & «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» Β’Τιμ.γ’12). Το “επίσημον” (ορθόδοξο) κράτος και η “επίσημη” εκκλησία τον εδίωξαν και τον εξόρισαν δις. Ο λαός, που ήταν σαγηνευμένος (εξ ου και Χρυσορρήμων ~«και δι’ αυτών την οικουμένην σαγηνεύσας») από τους λόγους του και τον αγαπούσε, αναγνωρίζων την αγάπη του ιεράρχου προς το ποίμνιον επαναστάτησε.
Αναγκάσθησαν να τον επαναφέρουν αλλά και πάλιν (τρίτην φοράν) τον εξορίζουν με προορισμόν τα βάθη της Μικράς Ασίας, τα Κόμανα κοντά στην Αρμενία. Ποιός περίμενε να δει δίωξιν όχι απλώς χριστιανού αλλά του κορυφαίου ιεράρχου από χριστιανικόν κράτος, όταν είχαν προ αιώνος σταματήσει οι διωγμοί από ειδωλολάτρες. Και όμως, μάλιστα απηνή διωγμόν από εσμόν ενοχλημένων από την φιλόχριστον βιοτήν του Αγίου, με επικεφαλής την άνομη αυτοκράτειρα Ευδοξία και τον εμπαθή φιλόνικον πατριάρχην Αλεξανδρείας Θεόφιλον, οι οποίοι απαιτούσαν από τον εύπιστον αυτοκράτορα Αρκάδιον την εξόντωσιν και εξορία του Αγίου ακόμη και μετά τον θάνατον της αυτοκράτειρας Ευδοξίας (404).
Η 1ης εξορία (πηγή «Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος» τόμος Α΄, εκδ.Αποστολική Διακονία, Στυλιανού Παπαδοπούλου)
Η εξορία με τα δεδομένα αυτά και τις αυστηρές οδηγίες, ισοδυναμεί με εκτέλεσιν, με καμουφλαρισμένο μαρτυρίο, που οδηγεί στον θάνατον. Οι αδίστακτοι διώκτες του Αγίου επινοούν αυτόν τον σατανικώς δόλιον τρόπον εξοντώσεως. Θάνατος δια της εξορίας και της σωματικής καταπονήσεως σε μέρη μακρινά και δυσπρόσιτα. Θάνατος από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, από συνεχείς μετακινήσεις, από σκληρή φρούρησιν, από στερήσεις, κακουχίες και απομόνωσιν. Θάνατος αργός, οδυνηρός και σίγουρος. Πόσο θα άντεχε μια ασκητική και αδύνατη κράση όπως του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου; Αλλά ο Άγιος δεν πτοείται, δεν κάνει πίσω. Θα ήταν προδοσία προς τον Χριστόν. Μεταξύ ζωής, πατριαρχικού θρόνου και Χριστού επιλέγει το Χριστό.
Φορτώνεται τον Σταυρόν του («αράτω τον σταυρόν αυτού») και σύρεται στον δρόμο της πρώτης εξορίας. Ο λαός αντιδρά έντονα, πυρπολώντας την Αγία Σοφία [3]. Η «Νέα Ηρωδιάς» με την πεποίθηση ότι θα έχει κάμψει το ηθικό του Αγίου και υπό την πίεση της λαϊκής αγανάκτησης, διατάσσει την διακοπή της πορείας και την επιστροφή του Αγίου στην Κωνσταντινούπολιν. Εις μάτην όμως. Ο Άγιος συνεχίζει τον δημόσιον έλεγχον. Εν τω μεταξύ η “μαινομένη Ηρωδιάς” Ευδοξία πεθαίνει και ο τάφος της τρίζει διαρκώς.
Οι εχθροί του έχουν απομακρύνει τον ιεράρχη από τον πατριαρχικόν θρόνον και την Κωνσταντινούπολιν και τον έχουν μεταφέρει στη Νίκαια, όπου περιμένει να ορισθεί ο τόπος της εξορίας του. Πολλοί από όσους τον υποστήριζαν συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν στη Χαλκηδόνα και άλλοι συλλαμβάνονταν πιεζόμενοι να αποκηρύξουν τον Άγιον.
Ο δρόμος του φρικτού μαρτυρίου της 2ας εξορίας
Ιούλιο του 406 ο αυτοκράτορας Αρκάδιος όρισε την Κουκουσό της Αρμενίας, ως τόπον εξορίας του Αγίου. Η απόστασις από τη Νίκαια είναι περισσότερο από 700 χιλιόμετρα. Κατά την περίοδο που βρισκόταν στη Νίκαια ο Άγιος ανέκτησε κάπως τις δυνάμεις του και ασχολήθηκε με την ιεραποστολή στη Φοινίκη, στην Αραβία και την Κύπρο ενισχύοντάς την με χρήματα αλλά κυρίως με δοκιμασμένους και ικανούς ιερείς. Παράλληλα, ενδιαφέρθηκε για την ιεραποστολή στην Περσία και έκανε προσπάθειες για τον εκχριστιανισμό των Γότθων.
Η πορεία του θα ήταν προς τα ανατολικά και νότια. Δρόμος μακρύς και ατέλειωτος. Θα περνούσε από Άγκυρα και θα έφτανε μέχρι την Καισάρεια. Από εκεί θα κατηφόριζε προς τα βουνά της Ισαυρίας, μέχρι την Κουκουσό. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, πέρα από τον κόπο και τις κακουχίες, ευτυχώς πολλοί ήταν αυτοί που έδειχναν την αγάπη τους προς τον Άγιον. Όσο έμπαιναν προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας οι συνθήκες επιδεινώνονταν. Μεγάλο υψόμετρο, καύσων την ημέρα, δριμύ ψύχος τη νύκτα, πολύωρη πεζοπορία.
Κάτω από τον καυτερό ήλιο του καλοκαιριού σε μέρη δύσβατα, άνευ αναπαύσεως και ανάπαυλας, χωρίς στοιχειώδη μέσα στηρίξεως. Φοβερό σωματικό μαρτύριο για έναν αδύναμο 60χρονον ασκητικόν άνθρωπον. Με τους επιλεγμένους από την εξουσία για την αποστολήν αυτή σκληρούς και ασυγκίνητους, απέναντι στον Άγιο, στρατιώτες, με τις ολοήμερες πεζοπορίες, σε μέρη αφιλόξενα και άγρια, δεν ήταν αυτό σωματικό και ψυχικό μαρτύριο; Δεν ήταν μαρτύριο να κοιμάται τις νύχτες άσκεπος, νηστικός, παγωμένος, απομονωμένος; Δεν ήταν αβάσταχτο μαρτύριο να μη βλέπει, να μη μιλάει, να μην επικοινωνεί με τους αδελφούς χριστιανούς, ένας άνθρωπος που ήταν όλος Πνεύμα, Πνεύμα Χριστού;
Μπορούσε μπροστά στις αβάσταχτες ταλαιπωρίες να λυγίσει ο Άγιος, να υποχωρήσει, να ενδώσει, να συμβιβαστεί και να διακόψει το μαρτύριο της εξοντωτικής εξορίας. Αυτό όμως θα αντιστοιχούσε με άρνησιν του Σταυρού του, με άρνησιν του Χριστού. Ο Χριστός όμως ήταν μαζί του, τον στήριζε, του έδειχνε τα ίχνη των καρφιών στα χέρια του και περπατούσαν μαζί προς τα Κόμανα της Μικράς Ασίας, χέρι-χέρι.
Η κατάσταση έγινε τραγική μέχρι την Καισάρεια, καθώς πέρα από τις κακουχίες τον Άγιο βασάνιζε υψηλός πυρετός. Αν και διεδίδετο ότι ο επίσκοπος της πόλεως Φαρέτριος τον περίμενε με χαρά η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. Πολλοί, όμως, ήταν αυτοί που τον υποδέχθησαν με αγάπη όταν έφτασε στην πόλη τους ημιθανής.
Η στάσις του επισκόπου, ο οποίος τον αγνόησε επιδεικτικώς, τον ανάγκασε να καταλύσει στο άκρον της πόλεως σε κάποια οικία που του παραχώρησαν. Εκεί εδέχθη τις φροντίδες ικανών ιατρών και ανέλαβε κάπως δυνάμεις. Παρέμενε κλινήρης, αλλά οι επιθέσεις κακόβουλων και φανατικών, που υποκινούνταν από τον επ.Φαρέτριο, δεν τον άφηναν στιγμή ήσυχο, καθώς πολλοί από αυτούς έμπαιναν ακόμη και στο κατάλυμά του για να τον απειλήσουν ώστε να φύγει από την πόλιν τους.
Τελικώς, παρά τους κινδύνους των ληστών της περιοχής, αποφάσισε να φύγει. Ο Φαρέτριος όμως και πάλι έστειλε τον πρεσβύτερο Ευήθιο, ο οποίος πήγε στο κατάλυμα του Αγίου έξω πλέον από την πόλη και τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την περιοχή την ίδια ώρα, μεσάνυκτα, χωρίς σελήνη. Η περιοχή της Καισάρειας είχε υψόμετρο μεγαλύτερο από 1.100m, ενώ σε κάποια σημεία ξεπερνούσε τα 1.300m.
Η συνέχεια της πορείας
Με πολλή δυσκολία σηκώθηκε. Τον υποβάσταζαν και άρχισε η φοβερή πεζοπορία σε δρόμο ανώμαλο, στην περιοχή του δύσβατου και φοβερού Ταύρου. Η πορεία του υπήρξε μαρτυρική, αλλά επιτέλους, στις 20 Σεπτεμβρίου 406, έφθασε στην Κουκουσό. Το ταξίδι των 700km περίπου είχε διαρκέσει 70 ημέρες.
Ευτυχώς, με τη χάριν του Θεού στην Κουκουσό τον υπεδέχθησαν και τον φρόντισαν με αγάπη. Ο ευγενής γαιοκτήμων Διόσκορος του προσέφερε διαμονή στην οικία του. Ο Άγιος, απλός και ταπεινός, σημειώνει στις επιστολές του ότι ήταν χίλιες φορές πιο ευχαριστημένος στον τόπο της εξορίας από την μαρτυρική πεζοπορία. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να αποφύγει την σχεδιαζόμενη αλλαγή του τόπου εξορίας.
Κατά την παραμονή του εκεί δεν σταμάτησε να δέχεται φίλους, πιστούς, κληρικούς και λαϊκούς, από τα γύρω μέρη, αλλά και την πατρίδα του την Αντιόχεια, η οποία βρισκόταν σε απόσταση 250km περίπου. Μέχρι την έλευσιν του χειμώνος δεν σταμάτησε να φροντίζει τους πάντες, να παρηγορεί τους φίλους του στην Κωνσταντινούπολιν και να μεριμνά για την ιεραποστολή. Με την έναρξιν της περιόδου ψύχους οι αρρώστιες επανήλθαν, πυρετός, εμετοί, στομαχόπονοι, κεφαλαλγίες και αϋπνίες.
Παρά την κατάστασιν αυτή δεν σταμάτησε να ζητεί με επιστολές, σε ανατολή και δύσιν, να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει η αντίθετή του ομάδα με σύγκλησιν Μεγάλης Συνόδου, η οποία θα έπαιρνε θέσιν βασιζομένη σε ορθή κρίσιν και όχι σε πάθη και προσωπικές εχθρότητες.
Κατά τη διάρκεια της εξορίας του (από το καλοκαίρι του 406 μέχρι το καλοκαίρι του 407) έγραψε περίπου 240 επιστολές παρά τις τραγικές συνθήκες που αντιμετώπιζε. Σε αυτές περιλαμβάνονταν συμβουλευτικές επιστολές παρηγοριάς και στηρίξεως. Σε αυτές διηγείται τις ταλαιπωρίες του και με ανακούφισιν δεν σταματά να γράφει το περίφημο «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Μάλιστα, στην Κουκουσό, συνέταξε δύο έργα στα οποία υποστηρίζει ότι οι δυσκολίες είναι μία άριστη αφορμή που δίνεται στον καθένα μας για πνευματική πρόοδον.
Παρά την απομόνωσίν του οι εχθροί του δεν ησύχαζαν. Τα νέα από τα προβλήματά του τους ευχαριστούσαν, αλλά η αγάπη που του έδειχναν οι πιστοί, όπου κι αν πήγαινε, τους τρόμαζε και πολλαπλασίαζε το μίσος τους.
Ο Ρώμης Ιννοκέντιος επέμενε για Οικουμενική Σύνοδον που θα επανεξέταζε το θέμα του Αγίου. Ο αυτοκράτωρ Αρκάδιος, όμως, υπέγραψε διάταγμα που άλλαζε τον τόπον εξορίας του στην Πιτυούντα, την περιοχή μιας βάρβαρης φυλής, των Τζάνων, στους πρόποδες του Καυκάσου, στην περιοχή της σημερινής Αμπχαζίας. Εκεί δεν θα μπορούσαν να τον βρουν και να επικοινωνήσουν μαζί του οι φίλοι και θαυμαστές του. Βεβαίως, κρυφή ελπίδα των εμπνευστών αυτής της μετακινήσεως ήταν να πεθάνει ο Άγιος κατά το ταξίδι των 1.500km περίπου, το οποίο θα πραγματοποιούνταν σε τραγικές συνθήκες, με βορειοανατολική κατεύθυνση και όλο σχεδόν επάνω σε βουνά.
Η διαταγή της μετακινήσεώς του έφτασε στην Κουκουσό το καλοκαίρι του 407 και η συνοδεία ξεκίνησε στις 25 Αυγούστου. Την αποτελούσαν ο Άγιος και δύο φρουροί στρατιώτες. Ο ένας φρουρός μάλιστα φερόταν στον Άγιο με ιδιαίτερη σκληρότητα, αφού θα είχε μεγαλύτερη αμοιβή αν ο κρατούμενος πέθαινε στο δρόμο. Από αυτό το κομμάτι την ζωής του δεν έχουμε κάποια επιστολή του.
Πορεύθησαν προς τη Σεβάστεια (Σιβάς 1.400m υψόμετρο) ώστε μέσω Κομάνων και Αμασείας να φθάσουν στην Αμισόν (Σαμψούντα). Από εκεί θα έπαιρναν πλοίο. Παρά την κατεστραμμένη υγεία του έπρεπε να βαδίζει περίπου 20km την ημερησίως. Συχνά βάδιζε μέσα στη βροχή, ακάλυπτος. Σύντομα άρχισαν και πάλι ρίγη, πυρετοί και πονοκέφαλοι.
Οι στρατιώτες δεν του επέτρεπαν να αναπαυθεί ή να δεχθεί οποιαδήποτε περίθαλψιν. Τα ποδαράκια του Ιωάννη ήσαν κάτισχνα από την πεζοπορία και τις στερήσεις. Το κορμάκι του σκελετωμένο. «Υποψία» υλικής υποστάσεως. Τα χειλάκια μαραμένα σαν τα φθινοπωρινά φύλλα, που τα ταξειδεύει στο άγνωστο ο αγέρας. Πέντε λεξούλες ξέψυχα μπορούν και αρθρώνουν πλέον αυτά τα χείλια. Αυτές οι πέντε λεξούλες, βγαίνουν από το στόμα του Αγίου, σαν σταλαγματιές νερού από στερεμένη βρυσομάνα, που πριν ανάβλυζε ποταμούς υδάτων: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
12 Σεπτεμβρίου έφτασαν στην Δαζιμώνα (Kaz Ova). Την επομένη ξεκίνησαν για τα Κόμανα που τότε ήταν μεγάλη πόλη, αλλά τα παρέκαμψαν για να μην ανακουφιστεί έστω για λίγο ο Άγιος. Διανυκτέρευσαν στον προσκυνηματικό ναό του Αγίου μάρτυρα Βασιλίσκου που βρισκόταν 8km μετά τα Κόμανα. Η κατάσταση του Αγίου ήταν απελπιστική. Το βράδυ εμφανίστηκε ο Άγιος Βασιλίσκος και του έδωσε κουράγιο λέγοντάς του ότι την επομένη θα ήταν μαζί. Το σκληρό μαρτύριο της «εκτελέσεως» του Αγίου πλησιάζει στο τέλος. Τα πόδια του δεν τον βαστούν πλέον.
Μόλις ξημέρωσε ο Άγιος ζήτησε από τους φρουρούς του να μην ξεκινήσουν ή τουλάχιστον να ξεκινήσουν κατά το μεσημέρι ώστε να προλάβει λίγο να αναπαυθεί και να μειωθεί το ψύχος της νύκτας, αλλά εκείνοι τον έσυραν ασθενή στον δρόμον και τον υποχρέωσαν να βαδίσει προς την Νεοκαισάρεια. Μετά από 5km περίπου οι φρουροί πείσθηκαν ότι ο Άγιος δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα παραπάνω και τον βοήθησαν να επιστρέψει στο ναό.
Σύντομα ο Μεγάλος Πατέρας της Χριστιανικής Εκκλησίας, θα κατακτήσει και το φωτοστέφανο του Μεγαλομάρτυρα Αγίου. Αυτό το φωτοστέφανο δεν προβλήθηκε και δεν προβάλλεται πρεπόντως. Ίσως γιατί παραπέμπει σε ενοχοποίηση των θεσμών, της Πολιτείας και της Εκκλησίας και δημιουργεί συνειρμούς απαξίας τους, στις συνειδήσεις των χριστιανών!
Ξημερώνει η 14η Σεπτεμβρίου του 407. Τιμάται η μνήμη της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, συμβόλου νίκης κατά του θανάτου. Ο Άγιος Ιωάννης τη σημαδιακή αυτή μέρα φτάνει στο τέλος του μαρτυρίου του. Συγκεντρώνει όλες του τις δυνάμεις για να κάνει την τελευταία του προσευχή. Ζήτησε από τον πρεσβύτερο του ναού να του αλλάξει ενδύματα, μοίρασε τα λιγοστά του υπάρχοντα, κοινώνησε, προσευχήθηκε. Πρέπει τώρα να προσθέσει στις πέντε λέξεις της προσευχής του και μια ακόμα λέξη και μετά, ‘κλίνας την κεφαλή’, να παραδώσει το πνεύμα. Τα καταφέρνει και ψιθυρίζει τις τελευταίες έξι λεξούλες: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. Αμήν» και παρέδωσε το πνεύμα του στις 14 Σεπτεμβρίου του έτους 407. Ενταφιάστηκε στον ναό του Αγίου Βασιλίσκου.
Ο Άγιος απαγορεύει την ανακομιδήν του με θαύμα
Το σεπτό λείψανό του περίμενε επί 30 έτη, θαμμένο στον τόπο της εξορίας και του μαρτυρίου του.
Ας σημειωθεί εδώ ότι όλα αυτά τα έτη, ο τάφος της Ευδοξίας έτρεμε φρικτώς και υπήρχε τρομακτική αγωνία στα ανάκτορα και τον υιόν της Θεοδόσιον για το πως να ενεργήσουν. Αλλά και από την Ρώμην, ο τότε (ορθόδοξος) Πάπας Ρώμης αγωνιούσε με το τρίξιμο του τάφου, που ήταν σαφέστατο θεϊκό σημάδι δυσαρεσκείας.
Όταν όμως το 434 πατριάρχης εξελέγη ο μαθητής του Άγιος Πρόκλος, παρεκάλεσε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιον Β’ να ενεργήσει τα δέοντα, ώστε το λείψανο του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολιν.
Και πράγματι, 4 χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου του 438 έγινε η Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου. Φθάνοντας οι απεσταλμένοι στά Κόμανα, ρώτησαν τούς εγχώριους νά δείξουν σ’ αυτούς τόν τάφον, για πάρουν τό λείψανο. Οι δέ πικράθηκαν υπέρμετρα, διότι θα στερούνταν τέτοιου θησαυρού ατίμητου, όμως δέν τόλμησαν νά εναντιωθούν στό βασιλικό πρόσταγμα, αλλ’ έφεραν αυτούς στόν τάφον του μάκαρος καί καθώς σήκωσαν τόν λίθο νά εκβάλουν έξω τό λείψανο, έμεινε ακίνητο, ω του θαύματος! Καί δέν μπορούσαν τόσοι άνδρες νά το σαλεύσουν όλοτελώς. Γι αυτό επέστρεψαν οι αποσταλέντες στά βασίλεια άπρακτοι, κηρύττοντες σ’ όλη τήν πόλη τό θαυμάσιο τούτο, ότι δηλαδή ο Άγιος δέν έδωκε τόν εαυτό του, αλλ’ έμεινε ακίνητος (τούτο δέ τό έκαμε, διότι μέ αυθεντία καί υπερηφάνεια ήθελε νά πάρει τό λείψανό του ο βασιλεύς, τόν οποίο θέλησε νά διδάξει ο Άγιος ταπεινοφροσύνη καί μετριότητα). Τούτου χάριν παρεκάλεσε τόν Άγιο ο βασιλεύς αποστέλλοντας σ’ αυτόν επιστολή που περιείχε αυτά:
«Ἐπιστολὴ τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου.
Εἰς τὸν οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ Διδάσκαλον καὶ πνευματικὸν Πατέρα Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον, τὴν προσκύνησιν προσφέρω ἐγὼ ὁ βασιλεὺς Θεοδόσιος. Ἡμεῖς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντες, πῶς εἶναι τὸ σῶμά σου νεκρόν, καθὼς εἶναι καὶ τὰ ἄλλα σώματα τῶν ἀποθανόντων, ἠθελήσαμεν να μεταφέρωμεν αὐτὸ ἁπλῶς εἰς ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο καὶ τοῦ ποθουμένου δικαίως ὑστερήθημεν. Ἀλλὰ σύ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησον εἰς ἡμᾶς, ὀποῦ μετανοοῦμεν. Σὺ γὰρ ἐδίδαξες εἰς ὅλους τὴν μετάνοιαν. Καὶ δὸς τὸν ἑαυτόν σου, ὣς πατὴρ φιλοπαῖς, εἰς ἡμᾶς τοὺς φιλοπάτορας υἱούς σου, καὶ τοὺς σὲ ποθούντας εὔφρανον διὰ τῆς παρουσίας σου».
Ο Άγιος τελικώς επιτρέπει την ανακομιδήν του με σωρεία συγκλονιστικών θαυμάτων
Τοποθέτησαν επί της λάρνακος του Αγίου την επιστολή του αυτοκράτορος και τότε ο Άγιος έδωσε τον εαυτό του στους απεσταλμένους του αυτοκράτορος κι αυτοί μετέφεραν την λάρνακα που περιείχε το άγιο λείψανο στην Κωνσταντινούπολιν, χωρίς να κοπιάσουν καθόλου.
Λαβόντες λοιπόν οι απεσταλμένοι τήν επιστολή αυτή καί φθάνοντες στόν τόπον, τέλεσαν καθώς ο βασιλεύς τους πρόσταξε και βλέπουν πάλι άλλο θαυμάσιο, δηλαδή φως άρρητο μέ πολλή λαμπηδόνα από του τάφου αναπήδησαν, ευωδία ανείκαστη εξήλθε του τάφου καί δέν φαινόταν ως νεκρός ο Άγιος, αλλά φαιδρός στήν όψη γεμάτος αμβροσίας καί νέκταρος. Όταν λοιπόν επέμφθη η επιστολή αυτή καί ετέθη επί του στήθους του Αγίου, έδωκε τόν εαυτό του ο θείος Πατήρ, διότι η θήκη που περιείχε τό άγιο λείψανο ευκόλως καί χωρίς κόπο φερόταν ανεμποδίστως. Τότε έγιναν καί πολλά θαυμάσια σε όσους μετά πίστεως τόν ασπάσθηκαν. Εξόχως δέ ήταν ένας χωλός στο μέσον του πλήθους καί μέ πολύ κόπο έκαμε τρόπο καί άγγιξε στους πόδας του το του Αγίου ιμάτιο καί ευθύς ιάθη.
Θέτοντες λοιπόν τό ιερό λείψανο σε χρυσοκόλλητη λάρνακα καί βαστάζοντας αυτήν, εκίνησαν τήν οδοιπορία πρόθυμοι μέ ψαλμωδία πολλή, μέ λαμπάδες καί θυμιάματα καί σε όσες πόλεις καί χώρες υποδέχονταν τόν Άγιο, αγιαζόντουσαν.
Όταν δέ πλησίασαν στήν Χαλκηδόνα καί τό άκουσαν στήν βασιλεύουσα, έδραμαν όλοι νέοι καί γέροντες μέ πόθο πολύ νά τό προϋπαντήσουν, ως έπρεπε, καί γέμισε πλοία όλη η θάλασσα, η οποία φαινόταν σαν γη στερεά.
Όταν έφθασε τό άγιο λείψανο αντίπερα της Κωνσταντινουπόλεως, εξήλθε ο Πατριάρχης μετά του βασιλέως καί όλη η Σύγκλητος γιά νά προϋπαντήσουν τόν Άγιο.
Τήν θήκη δέ τήν έχουσα τό άγιο λείψανο έβαλαν σε πλοίο βασιλικό. Γενομένης δέ τρικυμίας, τά μέν άλλα πλοία διεσκορπίσθησαν σε ένα καί άλλο μέρος, τό δέ πλοίο τό περιέχον τό άγιο λείψανο εξήλθε στόν αγρόν της Καλλιτρόπης χήρας, τήν οποία η Ευδοξία αδίκησε (και την οποίαν ο Άγιος είχε υποστηρίξει), καί τότε πάλιν έγινε στήν θάλασσα γαλήνη. Όταν δέ έφθασαν στόν ορισμένον τόπον εκείνοι, που βάσταζαν τό τίμιο λείψανο, είδαν ότι έκλινε πάλι θαυμασίως πρός τό εν μέρος αφ’ εαυτού του, εκείνο τό ηυτρεπισμένο καί ετοιμασμένο γιά τόν Άγιο κουβούκλιο καί προσκαλούσε μέ σχήμα τό λείψανο.
Η αποκατάστασις της αδικίας με σωρεία “απίθανων” θαυμάτων
Μέγας ει, Κύριε, καί θαυμαστά τά έργα σου!
Όταν έβαλαν στό πλοίο εκείνο τό τίμιο λείψανο, ο μέν βασιλεύς είχε πόθον νά υπάγει στά βασίλεια, αλλ’ ως φαίνεται δέν ήθελε ο Άγιος Χρυσόστομος, γι’ αυτό κατέβηκε τό ρεύμα της θαλάσσης του Ελλησπόντου δυνατό.
Πρώτα λοιπόν εφέρθη τό άγιο λείψανο στόν Ναό του Αποστόλου Θωμά, τόν ονομαζόμενο του Αμαντίου, όπου ο βασιλεύς ήταν παρών καί σκέπαζε με την βασιλική του χλαμύδα την θεία σορόν του λειψάνου και μαζί παρεκάλει τόν Άγιο νά παύσει τόν κλονισμό του τάφου της μητρός του, ο οποίος έτρεμε ήδη 33 έτη’ καί δή επέτυχε της αιτήσεως διότι στάθηκε, παραδόξως, ο κινούμενος τάφος εκείνης. Μετά από αυτά εκομίσθη τό άγιο λείψανο στο Ναό της Αγίας Είρήνης. Εκεί, έβαλαν τό άγιο λείψανο επάνω στό ιερό Σύνθρονο καί εβόησαν άπαντες: «Απόλαβε τόν θρόνο σου, Άγιε».
Ύστερα απέθεσαν τήν θήκη του λειψάνου επί τής βασιλικής αμάξης καί έφεραν αυτό στόν Ναό των Αγίων Αποστόλων.
Εκεί έβαλαν τό άγιο λείψανο επάνω στήν ιερά καθέδρα καί, ω του θαύματος! Επεφώνησε στό λαό το «Ειρήνη πάσι καί τη Ευδοξία συγχώρησις». Καί ύστερα ετέθη υποκάτω στήν γη όπου καί τώρα ευρίσκεται. Οταν δε η ιερά λειτουργία ετελείτο, θαύματα μεγάλα γινόντουσαν, δοξάζοντας ο Θεός με αυτόν τον τρόπο τους δοξάζοντες Αυτόν.
Επίλογος
Ας παραδειγματισθούν οι επίσκοποι της Ορθοδοξίας, από όσα ανέφερα, που ασφαλώς τα γνωρίζουν. Όμως γιατί τα κρύβουν από τους πιστούς; Έχουν ενοχές και γιατί; Αν έχουν γιατί δεν τα εξομολογούνται, όπως οι ίδιοι κατηχούν τους πιστούς; 1500 έτη μετά, αντίστοιχα μαρτύρια επεφύλαξαν στον μεγάλον Άγιον Νεκτάριον. Επίσκοπος και αυτός, υπέφερε από την “επίσημην” εκκλησία. Γιατί; Μήπως επειδή σε έναν κόσμο προπαγανδας, η αλήθεια θα είναι πάντα συνωμοσία; Τελικώς το δυσκολότερο των ημερών μας δεν είναι να παλεύεις με τα λιοντάρια. αλλά να συμβιώνεις με τα φίδια. Ή μήπως είναι προτιμότερον να είσαι αμαρτωλός σε ένα κόσμον γεμάτον από “αγίους” υποκριτές”;
Τὴν χρυσήλατον σάλπιγγα, τὸ θεόπνευστον ὄργανον, τῶν δογμάτων πέλαγος ἀνεξάντλητον, τῆς Ἐκκλησίας τὸ στήριγμα, τὸν νοῦν τὸν οὐράνιον, τῆς σοφίας τὸν βυθόν, τὸν κρατῆρα τὸν πάγχρυσον, τὸν προχέοντα, ποταμοὺς διδαγμάτων μελιρρύτων καὶ ἀρδεύοντα τὴν κτίσιν, μελῳδικῶς ἀνυμνήσωμεν.
Πάτερ Ιωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε υπέρ ημών των ανοήτως και αντιχρίστως συμπεριφερομένων!
«Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν, Αμήν»!
Παραπομπές
[1] Κατ’έτος 10 ημέρες τελείται η Θεία Λειτουργία (ΘΛ) του Μεγάλου Βασιλείου, 32-33 ημέρες η ΘΛ των Προηγιασμένων Δώρων (Σαρακοστή), πιθανώς μίαν ημέραν η ΘΛ του Αποστόλου Ιακώβου, του Αδελφοθέου και όλες τις υπόλοιπες ημέρες (που τελείται ΘΛ) η Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπου στο τέλος μνημονεύων ο ιερεύς τους Αγγέλους, Αγίους και Δικαίους, αναφέρει «και του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ου την κατ’αυτόν Θεία Λειτουργία επιτελέσαμε». Τις πρεσβείες του μεγίστου Αγίου να έχομεν.
[2] Ασφαλώς κανένα θαύμα δεν τελείται από Άγιον ή Άγγελον. Κανείς δεν έχει την δύναμιν να θαυματοποιήσει, παρά μόνον ο Τριαδικός Θεός, που εκτιμών την προσπάθειαν ομοιώσεως προς Αυτόν, τιμά τον Άγιον (ή τον Άγγελον) παρέχων εις αυτόν την Δύναμιν Του να επιτελέσει το θαύμα. Κάνει τον εν ζωή Άγιον μέτοχον της Απείρου Δυνάμεώς Του και μετά την κοίμησίν του ο Άγιος τελειωμένος έχει συγχωρεθεί (έχει χωρέσει) εντός Θεού κατά το «ίνα ώσιν Έν, καθώς Ημείς». Όπως τιμώντες τις Άγιες Εικόνες αποδίδομεν την τιμήν εις τους απεικονιζομένους, ομοίως τιμώντες τους Αγίους (τους όντως τελειωμένους “κατ’εικόνα” Θεού), αποδίδομεν την τιμήν (και επιπλέον την λατρείαν) στον Τριαδικόν Θεόν.
[3] Δεν ήταν η Αγία Σοφία, που ο Ιουστινιανός ενέγειρε αλλά ο προϋπάρχων ναός.
[4] Δείτε και αυτό https://papailiasyfantis.wordpress.com/2022/01/24/συνταγή-δολοφονίας-2/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου