«Μεγάλο πράγμα
είναι ή ευχή.
Κάθε φορά που
λέμε τό «Κύριε
Ιησού Χριστέ
ελέησόν με »
είναι σαν να
λέμε «μνήσθητί
μου, Κύριε, εν τη
βασιλεία σου...».
( γέρων
Χαράλαμπος ο
Κομποσχοινάς )
Ο
γερό-Χαράλαμπος
ο Κομποσχοινάς
μάς έλεγε ότι ήταν
μία γριούλα
στην Μικρά Ασία
με μία
θαυματουργή
εικόνα.
Θεράπευε
Τούρκους και
Χριστιανούς.
Στον πόλεμο του
1922 αυτή πρόλαβε καί πήρε την
εικόνα, καί ενώ οι
Τούρκοι σκότωναν
τον κόσμο αυτήν
δεν την έβλεπαν...
Και έτσι ήρθε στην
Αθήνα. Με το
μύρο πού έβγαζε
η εικόνα
θεράπευσε πολλούς αρρώστους...».
Διηγήθηκε
άλλη φορά: «Κατά
τον χειμώνα του
1943 στην Αθήνα,
όπου διέμενα ως
λαϊκός, υπήρχε
μεγάλη στέρηση
των αναγκαίων
και σε
συνδυασμό με
τον βαρύ
χειμώνα πολύς
κόσμος πέθαινε.
Εκείνη την
εποχή συνήθιζα
να
επισκέπτομαι
αυτήν την πολύ
ευλαβή
καλογριά, η
όποια είχε στο
σπίτι της την
παλιά εικόνα
της Παναγίας
από την Μικρά
Ασία.
Η
εικόνα αυτή
έφερε επάνω της
πολλά παλαιά
τάματα, μερικά
εκ των όποιων
ήσαν πολύτιμα.
Καθώς λοιπόν
στενοχωρούμαστε
από την έλλειψη
τροφών, μία
ημέρα της λέω:
---«Βρε
Μαρία, δεν
πουλάς το
μάλαμα από την
εικόνα να
αγοράσουμε
τίποτα να φάμε;»
Αυτή απάντησε:
---«Τό
μάλαμα αυτό
είναι της
Παναγίας και
δεν μπορώ να το
πειράξω. Αν
ήθελε ή Παναγία
να μας το δώσει
θα μας το έδινε».
Μόλις όμως είπε
αυτά τα λόγια
ένα χρυσό
βραχιόλι από τα
τάματα της
εικόνος
σηκώθηκε μόνο
του από την
εικόνα και
κόλλησε στο
τζάμι της σαν
να ήθελε να
βγει έξω από το
προσκυνητάρι.
Αυτό το θεώρησε
πώς ήταν σημάδι
από την Παναγία.
Πούλησε το
βραχιόλι και
αγοράσαμε
τρόφιμα, με τα
οποία βγάλαμε
εκείνο τον
δύσκολο
χειμώνα».
Έλεγε:
«Μεγάλο πράγμα
είναι ή ευχή.
Κάθε φορά που
λέμε «Κύριε
Ιησού Χριστέ…»
είναι σαν να
λέμε «μνήσθητί
μου, Κύριε, εν τη
βασιλεία σου»».
Παρά την ηλικία
του, υπέργηρος
ων, περιποιόταν
τον κήπο με
πολύ κόπο,
καθώς μάλιστα
είχε και μία
κήλη μεγάλη σαν
πορτοκάλι, πού
τον
ταλαιπωρούσε
και πού την
έδενε με ένα
κομμάτι ράσο.
Πέραν τούτου
είχε
καμπουριάσει
από την
πολύχρονη
άσκηση, γι’ αυτό
και ή κάθε του
κίνηση ήταν
εξαιρετικά
επίπονη. Του
πρότειναν να
τον πάνε στο
Νοσοκομείο για
να κάνη
εγχείρηση,
καθώς η
κατάσταση του
ήταν πολύ
επικίνδυνη,
αλλά αρνήθηκε
ευγενικά
λέγοντας: «Δεν
πειράζει, αυτός
είναι ο κανόνας
μου• αν θέλει ό
Θεός, δεν
παθαίνω τίποτα».
Είχε 14
αρρώστιες, όπως
έλεγε, και
έμενε σ’ ένα
κελί
ετοιμόρροπο
πού έβαζε νερά
όταν έβρεχε.
Μόλις
μπήκαν, του
είπε: «Ξέρεις,
πάτερ μου, όταν
ήμουν νέο
καλογέρι στο
Έσφιγμένου, ό
δαίμονας μου
δημιούργησε
τον έξης
πειρασμό». «Άρχισε
τότε να
περιγραφή
ακριβώς την
κατάσταση πού
αντιμετώπιζε ο
νέος, λες και
ήταν αυτός στην
θέση του, καθώς
και να του δίνη
οδηγίες για την
αντιμετώπιση
της. Στο τέλος,
αφού τον
παρακίνησε με
πολλούς λόγους
στον
πνευματικό
αγώνα, του είπε
σοβαρά: «Όλα
αυτά σου τα
είπα, για να μην
απογοητεύεσαι
και να
αγωνίζεσαι».
«Έρχονται
πολλές φορές τα
δαιμόνια εδώ
πού κάθομαι και
πλέκω
κομποσκοίνι, να
με πειράξουν.
Τα σταυρώνω και
φεύγουν. Αλλά
δεν πάνε μακριά.
Τα βλέπω πού
κάθονται και
περιμένουν
πότε θα
αμαρτήσω με τον
λογισμό για να
ξανάρθουν.
Θέλει πολλή
προσευχή, για
να φύγουν
μακριά τα
δαιμόνια. Θέλει
ταπείνωση. Αν
ταπεινωθείς,
γίνεσαι αμέσως
σοφός».
«Σε
όσους δεν
πιστεύουν δεν
λέω βαριά
πνευματικά
λόγια, για να
μην κολαστούν
πολύ. «Ό γνούς
και μή ποιήσας
δαρήσεται
πολλά»».
«Έλεγε:
«Ό μοναχός
πρέπει να
αρκουδίζει, (δηλαδή
να περπατά με
τα τέσσερα), από
τη νηστεία».
«Να
βάλω στην
φούντα κόκκινο
νήμα, πού είναι
το χρώμα της
παρθενίας,
γιατί θα γίνει
καλογριά». Και
όντως έγινε
μοναχή μετά από
λίγα χρόνια.
«Ο
Θεός λέει, «θα εξολοθρεύσω
πάντας τούς
εργαζομένους
την άνομίαν». Αλλά
πέφτουν
(γονατίζουν) οι
Άγιοι και λένε «και
μείς
αμαρτωλοί
είμαστε,
συγχώρεσε μας.
Κύριε μας», και
σταματάει την
οργή Του ό Θεός».
«Η
προσευχή χωρίς
μετεωρισμούς
είναι των
τελείων. Ο
καλόγερος να
κάνη 33
κομποσκοίνια (εκατοστάρια
για την
ακολουθία του)
και να μην τον
μέλλει. Ας τον
πειράζει με
λογισμούς ό
διάβολος. Αυτός
να συμμαζώνει
το νου του.
Κάποτε ό Μ.
Βασίλειος
έταξε μία
σκούφια λίρες
σε όποιον παπά
θα κάνει μία
Λειτουργία
χωρίς
λογισμούς.
Πράγματι ένας
παπάς κατάφερε
μέχρι να
τελείωση να
κράτηση το νου
του καθαρό από
λογισμούς. Μετά,
λίγο πριν
τελείωση, τού
ήρθε στο νου
του η σκούφια
με τις λίρες
και έτσι τις
έχασε».
«Τί
θέλεις εδώ;» του
λέω, και δεν
μιλάει. «Ποιος
είσαι;» τον
ξαναρωτώ, και
μόλις πήγα να
σηκώσω το χέρι
να τον σταυρώσω,
έγινε άφαντος.
«Κοπρόσκυλο»,
λέω στον
διάβολο, «εσύ
ήσουν που με
έριξες κάτω;»».
«Ο
Θεός χαίρεται,
όταν λέμε λόγια
ψυχικής
ωφελείας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου