Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Ὁ σύγχρονος ἀθεϊσμὸς


Πολυάριθμες μελέτες διαπιστώνουν τὸ σπουδαιότατο ρόλο ποῦ παίζει στὸ σύγχρονο κόσμο ὁ λεγόμενος ἀθεϊσμός. Σήμερα, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορᾶ, ὁ θεολογικὸς στοχασμὸς καλεῖται νὰ ἀντιμετωπίση μὲ σοβαρότητα αὐτὸ τὸ φαινόμενο. Ὁ ὅρος ὅμως «ἀθεϊσμὸς» εἶναι πολὺ εὐρύς. Μπορεῖ νὰ σημαίνη τόσα πράγματα, ὥστε στὸ τέλος καταντᾶ ἐξαιρετικὰ διφορούμενος. Γιὰ νὰ τὸ καταλάβη αὐτὸ κανείς, δὲν χρειάζεται νὰ εἰσέλθη στὴ φύση καὶ στὰ αἴτια τῶν διαφόρων μορφῶν τοῦ σημερινοῦ ἀθεϊσμοῦ· ἀρκεῖ νὰ ἐπιχειρήση νὰ δώση ἕνα σαφῆ καὶ ἀπὸ ὅλους παραδεκτὸ ὁρισμὸ τοῦ πράγματος. Θὰ ἀντιληφθῆ τότε ὅτι, ὅπως ὑπάρχει σήμερα πλῆθος ἀθεϊστικῶν συστημάτων, ἔτσι εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξη πλῆθος ὁρισμῶν τοῦ ἀθεϊσμοῦ.

Ἂν πάρουμε τὰ συστήματα φιλοσόφων ὅπως ὁ Σπινόζα, ὁ Φίχτε, ὁ Χάϊντεγκερ, ὁ Βίτγκενσταϊν, η, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ὁ Κὰρλ Μὰρξ ἢ ὁ Ζᾶν Πὼλ Σάρτρ, θὰ διαπιστώσουμε ὅτι παρουσιάζουν μεταξύ τους σοβαρὲς διαφορές. Ἂν πάλι ἀνοίξουμε ἕνα βιβλίο ποὺ ἔχει γίνει πιὰ κλα­σικό, τὸ «Φιλοσοφικὸ Λεξικὸ» τοῦ Λαλάντ, θὰ βροῦμε τὴν ἀκόλουθη διατύπωση: «Ἀθεϊσμός, ἡ θεωρία ποὺ ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ». Ἡ φαινομενικὴ διαύγεια αὐτοῦ του ὁρισμοῦ μᾶς γοητεύει. Γρήγορα ὅμως μαντεύουμε ὅτι, πίσω ἀπὸ τὴ σαφῆ αὐτὴ πρόσοψη, κρύβεται μιὰ πραγματικότητα τρομερὰ περίπλοκη. Πραγματικά, ὁ ὁρισμὸς αὐτὸς ἔχει νόημα μόνον ὅταν ὑπάρχουν δύο βασικὲς προϋποθέσεις, ὅταν ἔχει καταλάβει κανεὶς ἀκριβῶς τί σημαίνει ὁ ἰσχυρισμός: «ἀρνοῦμαι τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ»· καί, πρὸ πάντων, ὅταν γνωρίζη κάπως τί σημαίνει ἡ λέξη «Θεός». Ὑπάρχει ὅμως —εἶναι καν δυνατὴ— μιὰ φιλοσοφικὴ θεωρία, ποῦ νὰ μπορῆ νὰ ἰσχυριστῆ ὅτι ἐκπληρώνει μὲ τρόπο ἱκανοποιητικό τους δύο αὐτοὺς ὅρους; Ὑπάρχει —εἶναι καν δυνατὸ— ἕνα φιλοσοφικὸ σύστημα, ποὺ νὰ μπορῆ νὰ ὑποστηρίξη ὅτι ἀντιμετώπισε σὲ ὅλη τὴν ἔκταση καὶ τὸ βάθος τοὺς τὰ δύο αὐτὰ αἰτήματα καί, μόνον ἔτσι, κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι πρέπει νὰ «ἀρνηθῆ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ»; Αὐτὸ εἶναι ἴσως τὸ πρῶτο ζήτημα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐξετάση κανείς.
***
Ἃς δοῦμε ἐν πρώτοις τί σημαίνει ἡ ἔκφραση «ἀρνοῦμαι τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ». Τὸ νὰ ἀρνῆται κανεὶς τὸ Θεό — το νὰ καταλήγη, μὲ ἄλλα λόγια, στὴν κρίση ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει — προϋποθέτει ὅτι ὁ ἄνθρωπος-κριτὴς ἔχει διατρέξει καὶ ἐξαντλήσει κάθε δυνατὴ ὁδὸ γνώσεως, καὶ ὅτι, ὕστερα ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ἔρευνες, ἔχει καταλήξει στὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ ἀντικείμενο τῶν ἀναζητήσεών του, ὁ Θεός, πραγματικὰ δὲν ὑπάρχει. Ἂν δὲν ἔχη προηγηθῆ αὐτὴ ἡ διαδικασία τότε ἡ κρίση ποὺ ἐκφέρουμε δὲν εἶναι, φυσικά, διαπίστωση μιᾶς ἀντικειμενικῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ ἁπλῶς διατύπωση μιᾶς ὑποκειμενικῆς ὑποθέσεως. Μιὰ ἀναζήτηση ὅμως αὐτοῦ του εἴδους στὸν τομέα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ, περιπλέκεται ἀπὸ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς θεμελιώδους γεγονότος: Ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι μοναδικὴ στὸ εἶδος της, καὶ τὸ ἀντικείμενο τῶν ἐρευνῶν μας, ὁ Θεός, εἶναι μιὰ πραγματικότητα ποὺ ἀνήκει σὲ μιὰ τάξη τελείως διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν τάξη στὴν ὁποία ἀνήκουν οἱ πραγματικότητες τοῦ κόσμου μας. Τὸ πρῶτο ἰδίωμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ριζική, ἡ ἀπόλυτη ὑπερβατικότητά του. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἅγιος· ὄχι μόνον ὁ ἄλλος, ἀλλὰ ὁ τελείως, ὁ ἀπόλυτα ἄλλος. Μεταξύ του Θεοῦ καὶ τοῦ κό­σμου δὲν ὑπάρχει καμμιὰ κλίμακα συγκρίσεως. Πρέπει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ προσφερθῆ στὴ γνώση μας, νὰ μᾶς ἀποκαλύψη τὸν ἑαυτό του, νὰ μᾶς παρουσιασθὴ κατὰ ἕνα τρόπο σύμμετρο πρὸς τὶς προσληπτικὲς καὶ καταληπτικές μας ἱκανότητες, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὸν γνωρίσουμε. Μόνον ὅταν γνωσθοῦμε ἀπὸ τὸν Θεό, μπορεῖ νὰ ἀρχίσουμε κι ἐμεῖς νὰ τὸν γνωρίζουμε· μόνον ὅταν φωτισθοῦμε ἀπὸ τὸ θεῖο Φῶς μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ ἀρχίσουμε νὰ τὸν διακρίνουμε. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ βασικώτερα σημεῖα τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἕως τὶς ἡμέρες τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιο­ρείτου.
Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ φθάση σὲ μιὰ φυσικὴ γνώση τῶν ἀοράτων πραγμάτων μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὴ μεσολάβηση τῶν ὁρατῶν. Ἔγραφε ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ρώμης (Ρωμ. 1, 12-20), «τὸ γνωστόν του Θεοῦ φανερὸν ἐστιν ἐν αὐτοῖς, δηλαδὴ τοῖς ἀνθρώποις,... τὰ γὰρ ἀόρατα Αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται». Αὐτὸ εἶναι βέβαιο. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἡ γνώση αὐτὴ δὲν εἶναι γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γνώση περὶ τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο γνωρίζουμε ὄχι τὸ Θεό, ἀλλὰ τὰ ἴχνη τῶν θείων χειρῶν, τὴ σφραγίδα τῆς θείας σοφίας ἐπάνω στὴν Κτίση. Αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς γνώσεως βρίσκεται ἀσφαλῶς στὴ διάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἡ γνώση τῶν φιλοσόφων, ἡ γνώση τῆς φυσικῆς εὐσεβείας.
Ἡ ἀναζήτηση τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ἡ ἀνακάλυψή Του, ἡ προσωπικὴ συνάντηση μαζί Του, ἡ γνωριμία μας μὲ Αὐτόν, εἶναι καρπὸς τῆς συνδρομῆς δύο πρωτοβουλιῶν: τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης. Συμβαίνει καὶ ἐδῶ κάτι τὸ ἀνάλογο μὲ τὴ Σάρκωση. Ὅπως γιὰ τὴ Σάρκωση τοῦ Λόγου ἔτσι καὶ γιὰ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ὑπάρχουν ταυτοχρόνως καὶ νὰ συνεργάζωνται δύο θελήσεις: Τὸ «Γενηθήτω» τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ «Γένοιτο» τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, τύπος καὶ ἐνυπόστατο σύμβολο τῆς ὁποίας εἶναι ἡ παρθένος Μαρία. Αὐτὸ τὸ δεύτερο εἶδος τῆς γνώσεως ἔγινε προσιτὸ σὲ ὅλους τους ἀνθρώπους μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἀναζητεῖ τὸ Θεὸ μπορεῖ νὰ Τὸν εὔ­ρη. Καμμιὰ κραυγὴ τῆς ψυχῆς δὲ μένει ἀναπάντητη. Ἡ θύρα τοῦ Ἀοράτου ἀνοίγει σὲ κάθε κρούοντα. Ἀλλ’ αὐτὴ ἡ εὕρεση τοῦ παρόντος, τοῦ ἐνοικοῦντος στὸν κόσμο μᾶς Θεοῦ, ἀπαιτεῖ καρδιὰ ἐλευθερωμένη ἀπὸ κάθε προκατάληψη ἢ πρόληψη, καθαρισμένη ἀπὸ κάθε «εἴδωλο» ἢ «φάντασμα». Ὅπως λέγει ἕνας ἀπὸ τοὺς Μακαρισμούς: Μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται (Ματθ. 5, 8). Αὐτὸς ὁ καθαρισμὸς εἶναι ἀπαραίτητος. Δὲν ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ βρεθῆ μπροστὰ στὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ τὴν ἀναγνωρίση καὶ νὰ τὴν καταλάβη. Τὸ φῶς μπορεῖ νὰ φωτίση τοὺς ὀφθαλμούς μας, μόνον ὅταν δὲν παρεμβάλλωνται ἐμπόδια στὴν ἀκτινοβολία του. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν Ἀλήθεια. Οἱ προκαταλήψεις, οἱ ψευδαισθήσεις, οἱ ποικίλες φαντασμαγορίες τοῦ νοῦ ἢ τῆς ψυχῆς μας, εὔκολα σχηματίζουν ἕνα φράγμα ποὺ μᾶς ἐμποδίζει νὰ διακρίνουμε τὴ λάμψη της, νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν παρουσία ἢ τὴ σημασία της. Αὐτὸ εἶναι τὸ «κάλυμμα», ποὺ —ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παύλος— «ἔκειτο ἐπὶ τὴν καρδίαν τῶν Ἑβραίων» πρὶν ἀπὸ τὴ Σάρκωση (Β' Κοριν. 3, 13). Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴ Σάρκωση, ὁ «ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου» ἐξακολουθεῖ νὰ ρίχνη αὐτὸ τὸ κάλυμμα ἐπάνω στὴν καρδιά μας καὶ ἔτσι κατορθώνει νὰ πωρώνη τὰ νοήματά μας. Γι’ αὐτό, τὸ Εὐαγγέλιο ἀπευθύνεται μὲ τόση ἐπιμονὴ στὴν πνευματικὴ προσοχὴ τοῦ ἀνθρώπου, κάνει συνεχῶς ἔκκληση πρὸς τὸ πνεῦμα του νὰ ἀντισταθῆ σὲ κάθε τί ποὺ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ παρεμβληθῆ ἀνάμεσα σ’ αὐ­τὸ καὶ στὸ Φῶς τῆς Ἀποκαλύψεως, σὲ κάθε τί ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς καταστήση κωφοὺς καὶ τυφλούς. Δὲν εἶναι τυχαῖος ὁ λόγος ποὺ ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς στὸ Εὐαγγέλιο: «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω».
***
Θὰ μποροῦσε νὰ διαμαρτυρηθῆ κανεὶς πὼς ὑπάρχει ἐ­δῶ ἕνας φαῦλος κύκλος: ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ προϋποθέτει τὸ δῶρο τῆς πίστεως. Ὁ ἄθεος δὲν ἔλαβε αὐτὸ τὸ δῶρο. Ἄρα... Ὑπάρχει ὅμως μιὰ ἀπάντηση σ’ αὐτὴ τὴν ἔνσταση: ἡ ἁπλὴ ἄρνηση νὰ ἀποδώσουμε στὶς γνωστικές μας ἱκανότητες ἀπόλυτη καὶ ἀλάθητη ἐξουσία δημιουργεῖ ἤδη ἕνα ἄνοιγμα, εὐνοεῖ μιὰ κατάσταση ἐλευθερίας καὶ δεκτικότητος ποὺ ἐπιτρέπει νὰ αὐγάσουν μέσα μας οἱ πρῶτες ἀκτίνες τοῦ Μυστηρίου τοῦ τελείως Ἄλλου. Αὐτὴ ἡ ἀπόφαση ἔχει τεράστια σημασία γιὰ τὴ «μοίρα», γιὰ τὴ μελλοντικὴ τύχη καὶ πορεία κάθε ἀνθρώπου. Χωρὶς αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα, αὐτὴ τὴν ἐκλογὴ τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας τῆς σκέψεως, ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ παραμένει στὴν περιοχὴ τοῦ a prio­ri δόγματος ἢ τοποθετεῖται στὸ ἐπίπεδό των ἀφηρημένων καὶ ἀντικειμενοποιημένων ἐννοιῶν. Τὰ ἀδιέξοδα ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἀντικειμενοποίηση τῆς συγκεκριμένης καὶ παλλόμενης ζωῆς, ἔχουν ἀναλυθῆ μὲ μεγαλοφυῆ τρόπο, ἀπὸ τὸ μεγάλο ρῶσο φιλόσοφο Νικολάϊ Μπερντιάεφ. Αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ὅτι μιὰ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καθαρὰ νοηματικὴ καὶ συλλογιστική, εἶναι τελείως ἀνεφάρμοστη, θὰ ἔλεγε μάλιστα κανεὶς πὼς ἀνήκει στὴν προκριτική, τὴν προεπιστημονικὴ φάση τῆς σκέψεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι μόνο ἀποκλείει ἐκ τῶν προτέρων ζῶνες ἐμπειρίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ θυσιάζει χάριν ἑνὸς μεθοδολογικοῦ συστήματος δεδομένα τῆς συγκεκριμένης ζωῆς, ἀλλὰ κυρίως δὲν ἐκπληρώνει τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις, ποὺ συνεπάγεται κατὰ τὴν Γραφὴ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ σημαντικό, ἀφοῦ ἡ Γραφή, ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ἀθέους, εἶναι ἡ μόνη ἄμεση πηγὴ πληροφοριῶν, γιὰ τὴν πραγματικότητα ποὺ ὀνομάζεται στὴ χριστιανικὴ γλώσσα «Θεός». Εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἡ Γραφὴ παρουσιάζεται ὡς ὁ λόγος ποὺ ἀπευθύνει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ τοῦ ἀποκαλύψη καὶ νὰ τοῦ καταστήση γνωστὸ τὸν ἑαυτό Του.
Οἱ πιὸ συνηθισμένες μορφὲς ἀθεϊσμοῦ σταματοῦν στὴ μέση του δρόμου. Θὰ ἦταν ἴσως σωστότερο νὰ τὶς χαρα­κτηρίση κανεὶς ὡς ἀφελῆ καὶ συγκεχυμένον ἀγνωστικισμό. Ἀγνοοῦν τὰ πάντα καὶ δὲν βεβαιώνουν τίποτε. Πολὺ συχνὰ παρουσιάζονται ὡς καθαρὸς σκεπτικισμός. Σχετικοποιοῦν κάθε βεβαιότητα καὶ διακηρύσσουν: ὅλα αὐτὰ εἶναι ἄλυτα προβλήματα, ποὺ μᾶς ξεπερνοῦν· μόνο μετὰ τὸν θάνατο θὰ μάθουμε ἴσως τὴ λύση τους. Ἀλλὰ κάθε ἀθεϊσμὸς ποὺ δὲ συμμορφώνεται μὲ τὸ θεμελιώδη νόμο τῆς ὑπάρξεώς του —τὴν ἀπόλυτη βεβαιότητα γιὰ τὴν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοὺ— εὔκολα διαψεύδει τὸν ἑαυτό του καὶ ἀποδεικνύεται μιὰ αὐθαίρετη καὶ ἀθέμιτη ἄρνηση. Ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῶν φυσικῶν δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπου καὶ πέρα ἀπ’ αὐτά, ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ καὶ ἐλεγχομένη γνώση μας, οἰκοδομεῖ δικά του δόγματα καὶ μιὰ δική του μυθολογία. Θὰ ἔλεγε κανεὶς πὼς ἡ ἴδια ἡ ἐσωτερικὴ λογική των πραγμάτων δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ μείνουμε στὸ ἔρημο καὶ οὐδέτερο ἔδαφος τῆς «ἀθεΐας», δηλαδὴ στὸ κενό. Ὁ «ἀθεϊσμός» μας ἢ ἀποδεικνύεται ἄγνοια, παρεξήγηση, ἐπανάσταση ἐναντίον τῶν νοθεύσεων καὶ παραποιήσεων, ἀναζήτηση τοῦ γνησίου καὶ τοῦ ἀληθινοῦ, ἢ μεταβάλλεται ἀναπόφευκτα σ’ ἕνα στρατευμένο ἀντιθεϊσμό, ποὺ ἔχει τὶς ρίζες τοῦ ὄχι στὴ λογικὴ καὶ στὴν ἐπιστήμη (ὅπως πολλὲς φορὲς φανταζόμαστε), ἀλλὰ στὸ σκοτεινὸ κόσμο τῶν συγκινήσεων καὶ τῶν παθῶν...
[Ἀπὸ ἄρθρο τοῦ Ρ.Ε., δημοσιευμένο στὸ περιοδικὸ "Contacts”, (ἄρ. 47,3/1964, σέλ. 204-224). Τὸ περιοδ. «Σύνορο» (ἄρ. 35, 3/1965, σέλ. 27-37) τὸ ἀναδημοσίευσε μεταφρασμένο ἀπὸ τὸν Δ. Γ. Κουρτέση (Δ. Γ. Κουτρουμπή), ἀπ’ ὅπου καὶ τὸ παρατιθέμενο ἐδῶ ἀπόσπασμα. Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΗ ΔΥΣΗ γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ ποιητικὴ θεολογία τοῦ Pavel Nikolaievitch Evdokimov». Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ, ἐκδόσεις Ἁρμός, 1995]
(Σήμ. Οἱ κάποιες διαφορές, στὴ σύνταξη ἢ στὴν ὀρθογραφία τῶν κειμένων τοῦ Ἐπιμέτρου, ὀφείλονται στὴν ἐκφραστικὴ ἰδιαιτερότητα τοῦ κάθε μεταφραστοῦ, τὴν ὁποία σεβαστήκαμε καὶ δὲν θέλουμε νὰ θίξουμε ἢ νὰ ἑνοποιήσουμε δι­ορθώνοντας — ὅπως ἀκριβῶς κάναμε καὶ στὰ μικρὰ παραθέματα. π.β.π.)
(*) Ὁ Εὐδοκίμωφ γεννήθηκε στὶς 2 Αὐγούστου 1901 στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Οἱ γονεῖς τοῦ κατάγονταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὲς οἰκογένειες: ὁ πατέρας τοῦ ἦταν ἀξιωματικός του Ρωσικοῦ στρατοῦ. Τὸ 1907, ὁ πατέρας τοῦ δολοφονεῖται ἀπὸ ἕνα τρομοκράτη στρατιώτη, ὕστερα ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1905-1907. Φοιτᾶ στὴ Σχολὴ Εὐελπίδων της Ρωσίας. Μετὰ τὰ γεγονότα τοῦ 1917 στὴ Ρωσία, ἔφυγε μὲ τὴ μητέρα του γιὰ τὸ Κίεβο, ὅπου σπουδάζει στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς πόλης. Λίγο καιρὸ μετὰ ἐπιστρατεύεται ἀπὸ τὸ Λευκὸ Στρατὸ (ὑποστηρικτὲς τοῦ Τσάρου κατὰ τὸν Ρωσικὸ Ἐμφύλιο), ὅπου ὑπηρετεῖ στὸ ἱππικὸ γιὰ δύο χρόνια.
Φεύγει γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργάζεται ὁδηγὸς ταξί, σερβιτόρος καὶ μάγειρας σὲ ἑστιατόριο. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1923, σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν, πηγαίνει στὸ Παρίσι καὶ φοιτᾶ στὴ Σορβόννη, ἀπ' ὅπου λαμβάνει δίπλωμα φιλοσοφίας. Στὴ Γαλλία ἐργάζεται στὴ Citroen καὶ στοὺς σταθμοὺς τῶν τρένων καὶ τοῦ μετρό, καθαρίζοντας βαγόνια. Λαμβάνει ὑποτροφία τῆς Πανεπιστημιακῆς Ἀλληλοβοήθειας καὶ γίνεται πρῶτος Γραμματέας τῆς Χριστιανικῆς Ἑνώσεως τῶν Ρώσων Φοιτητῶν τῆς Γαλλίας. Τὸ 1924 ἐγγράφεται καὶ παρακολουθεῖ μαθήματα στὸ ἀρτισύστατο ἀπὸ Ρώσους θεολόγους καὶ θρησκευτικοὺς στοχαστὲς Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σέργιου καὶ τὸ 1928 λαμβάνει τὸ δίπλωμά του.
Τὸ 1927 ἐγκαθίσταται στὴν γαλλικὴ πόλη Μεντόν, ὅπου γνωρίζει καὶ παντρεύεται τὴ Γαλλορωσίδα Νατάσα Μπροῦνελ, μὲ τὴν ὁποία ἀποκτᾶ δύο παιδιά. Τὸ 1940 μεταβαίνει στὴ Βαλένς, ὅπου ζεῖ καὶ ἐργάζεται παραδίδοντας ἰδιαίτερα μαθήματα. Παράλληλα ἑτοιμάζει καὶ καταθέτει στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Aix-en-Provence τὴ διδακτορικὴ διατριβή του μὲ θέμα: Ὁ Ντοστογιέφσκι καὶ τὸ πρόβλημα τοῦ Κακοῦ.
Ἀπὸ τὸ 1945 μέχρι τὸ 1962 διευθύνει τὸ φοιτητικὸ οἰκοτροφεῖο τῆς Cimade σὲ προάστιο τοῦ Παρισιοῦ. Ἀπὸ τὸ 1948 γίνεται τὸ βασικὸ στέλεχος τῆς Ὀρθόδοξης ἀντιπροσωπείας στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν καὶ καθηγητὴς στὸ Οἰκουμενικὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ Bossey. To 1948 ἐκλέγεται καθηγητὴς τῆς Ἠθικῆς Θεολογίας στὸ Ὀρθόδοξο θεολογικὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὸ Παρίσι, μὲ διδακτορικὴ διατριβὴ «Ἡ Ὀρθοδοξία». Τὸ 1960 προσκλήθηκε νὰ διδάξει στὸ Καθολικὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ Παρισιοῦ. Παρακολούθησε τὶς ἐργασίες τῆς Β' Βατικανῆς Συνόδου ὡς ἐπίσημος παρατηρητὴς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τὸ 1968 ἀναγορεύθηκε ἐπίτιμος Διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης. Πέθανε στὸ Παρίσι στὶς 16 Σεπτεμβρίου 1970.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου