Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

Γιατί λοιπὸν μᾶς δόθηκε αὐτὴ ἡ παράλογη ζωή;


Γέροντας Σωφρόνιος
Ἡ ἀποκάλυψη λέγει γιὰ τὸν Θεὸ «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν», «Ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν Αὐτῶ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (Ἃ’ Ἰωάν. δ’ 8, ἃ’ 5)
Πόσο δύσκολο εἶναι γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε!
Δύσκολο γιατί ἡ ἀτομική μας ζωὴ καὶ ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου ποὺ μᾶς περιβάλλει μᾶλλον ἀποδεικνύει τὸ ἀντίθετο.
Πραγματικὰ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΌ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, ἂν ὅλοι σχεδὸν σὰν φτάνουν στὸ τέλος τῆς ζωῆς τοὺς φωνάζουν μὲ πίκρα καρδιᾶς μαζὶ μὲ τὸν Ἰώβ:

«Αἳ ἡμέραι μου παρῆλθον ἐν βρόμω, ἐρράγη δὲ τὰ ἄρθρα τῆς καρδίας μου, ἅδης μου ὁ οἶκος…Ποῦ οὒν ἔτι ἐστὶν ἡ ἐλπίς;;», κι αὐτὸ ποῦ μυστικὰ ἀλλὰ μὲ δύναμη ζητοῦσε ἡ καρδιά μου ἀπὸ τὰ νιάτα τῆς «τὶς ὄψεται»;; (Ἰὼβ Ἰζ’ 11-15). Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς διαβεβαιώνει πὼς ὁ Θεὸς προνοεῖ στοργικὰ γιὰ ὅλη τὴν κτίση καὶ ὅτι δὲν λησμονεῖ οὔτε ἕνα μικρὸ πουλάκι τ’οὐρανοῦ, ὅτι φροντίζει καὶ γιὰ τὸν καλλωπισμὸ τῶν ἀγριόκρινων, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους μάλιστα ἡ πρόνοια Τοῦ εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερη, σὲ βαθμὸ ὥστε «ἠμῶν καὶ αἳ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσὶ» (Ματθ. ἰ’30)
Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ πρόνοια ποὺ ἁπλώνεται μέχρι καὶ τὰ πιὸ ταπεινὰ πράγματα καὶ ποὺ φροντίζει καὶ γιὰ τὰ πιὸ ἐλάχιστα;
Ὅλοι πνιγόμαστε ἀσφυκτικὰ ἀπὸ τὸ θέαμα τοῦ ἀχαλίνωτου ὀργίου τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο.
Μυριάδες ζωές, συχνὰ στὴν ἀρχή τους καὶ πολλὲς φορὲς χωρὶς νὰ ἔχουν φτάσει στὴν αὐτοσυνειδησία, ἁρπάζονται μὲ ἀπίστευτη σκληρότητα.
Γιατί λοιπὸν μᾶς δόθηκε αὐτὴ ἡ παράλογη ζωή;;
Καὶ νά, μὲ δίψα ζητᾶ ἡ ψυχὴ νὰ συναντήση τὸν Θεὸ γιὰ νὰ Τοῦ πῆ:
Γιατί μου ἔδωσες τὴ ζωή;
Χόρτασα ἀπὸ βάσανα…
Μὲ σκέπασε σκοτάδι…
Γιατί κρύβεσαι ἀπὸ μένα;
Ξέρω πῶς εἶσαι ἀγαθὸς ἀλλὰ πῶς ἀδιαφορεῖς τόσο γιὰ τὴν τραγωδία μου;
Δὲν μπορῶ νὰ σὲ ἐννοήσω…
Ἔζησε στὴ γῆ ἕνας ἄνθρωπος, ἄνδρας μὲ ἄσβεστη πνευματικὴ δίψα, ποὺ λεγόταν Συμεών. Προσευχόταν γιὰ πολὺ καιρὸ μὲ ἀσταμάτητο θρῆνο «ἐλέησον μέ».
Καὶ δὲν τὸν ἄκουγε ὁ Θεός.
Πέρασαν μῆνες καὶ μῆνες μὲ τέτοια προσευχὴ καὶ οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς τοῦ ἐξαντλήθηκαν.
Ἔφτασε στὴν ἀπόγνωση καὶ φώναξε «Εἶσαι ἀδυσώπητος».
Κι ὅταν μ’αὐτὲς τὶς λέξεις ράγισε κάτι μέσα στὴν ἀποκαμωμένη ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση ψυχὴ τοῦ εἶδε ξαφνικὰ τὸν ζῶντα Χριστό.
Φωτιὰ γέμισε τὴν καρδιά του κι ὅλο του τὸ σῶμα μὲ τέτοια δύναμη πού, ἂν κρατοῦσε ἀκόμα μιὰ στιγμὴ ἡ ὅραση, θὰ πέθαινε.
Ποτὲ πιὰ δὲν μποροῦσε νὰ λησμονήση τὸ ἀνείπωτα πράο, τὸ ἀπέραντα ἀγαπητικό, χαρούμενο καὶ γεμάτο ἀπὸ ὑπερνοητὴ εἰρήνη βλέμμα τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ στὰ ἑπόμενα χρόνια της μακρᾶς ζωῆς τοῦ ἐμαρτυροῦσε ἀκάματα πὼς «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν», ἀγάπη ἄπειρη, ποὺ ξεπερνᾶ κάθε νοῦ.
Πηγή: (Γέροντος Σωφρονίου, ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ στὸν βίο τοῦ γ. Σιλουανοὺ τοῦ ἀθωνίτου, ἔκδ. 2η, 1978 Ι. Μ. Τ. Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας),               http://agiosdimitrioskouvaras.blogspot.gr/2014/01/blog-post_19.html 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου