Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024

Αυτό το παλληκάρι, – τον άγιο Γεώργιο – το είδα!

 

Ο ἡγού­με­νος Ἀν­δρέ­ας Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της γεν­νή­θη­κε στόν Ἀγ­κώ­να Κε­φαλ­λη­νί­ας τό ἔ­τος 1904. Οἱ γο­νεῖς του Γρη­γό­ριος Εὐ­αγ­γε­λᾶ­τος καί Βα­σι­λι­κή Πα­να­γου­λά­του στήν βά­πτι­ση τοῦ ἔ­δω­σαν τό ὄ­νο­μα Ἄγ­γε­λος.

Ὁ Ἄγ­γε­λος ἦ­ταν εὐ­λα­βής καί ἡ ζω­ή του πο­λύ προ­σε­κτι­κή. Εἶ­χε πό­θο νά γί­νη κα­λό­γε­ρος καί νά ἀ­φι­ε­ρω­θῆ στόν Θε­ό. Ἀπό λα­ϊ­κός ἤ­ξε­ρε τούς χαι­ρε­τι­σμούς τῆς Πα­να­γί­ας ἀπ᾿ ἔ­ξω καί το­ύς ἔ­λε­γε κά­θε μέ­ρα.

Ἄν καί ἡ Κε­φαλ­λο­νιά εἶ­χε Μο­να­στή­ρια, αὐ­τός προ­τι­μοῦ­σε νά μο­νά­ση μα­κρυ­ά γιά λό­γους ξε­νητεί­ας, γιά νά μήν τόν ξέ­ρουν καί τόν ἐ­νο­χλοῦν οἱ δι­κοί του. Ἄ­κου­σε ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἕ­να με­γά­λο Μο­να­στή­ρι στή Λει­βα­διά, τοῦ ὁ­σί­ου Λου­κᾶ. Ἀ­πε­φά­σι­σε νά πά­η ἐ­κεῖ. Δέν ἤ­ξε­ρε ἀ­κρι­βῶς ποῦ εἶ­ναι, ἀλ­λά προγραμμάτισε Δευ­τέ­ρα νά φύ­γη γιά τήν Λει­βα­διά. Τήν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα, τήν Κυ­ρια­κή, λει­τουρ­γή­θη­κε στό Λη­ξο­ύ­ρι σέ μί­α Ἐκ­κλη­σί­α. Πῆ­γε ἀ­πό νω­ρίς. Μό­λις μπῆ­κε στό να­ό βλέ­πει ἕ­να νέ­ο ψη­λό μέ ρω­μα­λέ­ο σῶ­μα. Εἶ­χε στρα­τι­ω­τι­κή ἐν­δυ­μα­σί­α μέ χλα­μύ­δα σάν ἀρ­χαῖ­ος. Δέν πε­ρι­ερ­γά­στη­κε ποι­ός ἦταν αὐ­τός ὁ νέ­ος, ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἔ­κα­νε νό­η­μα νά πά­η κον­τά του. Δέν ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α. Ἔ­φυ­γε ὁ νέ­ος, πῆ­γε πί­σω ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα καί τοῦ ξα­νά­κα­νε νό­η­μα νά πλη­σιά­ση. Ὁ Ἄγ­γε­λος πά­λι δέν ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α καί δέν μπῆ­κε στό Ἱ­ε­ρό. Κά­θη­σε στήν θέ­ση του καί ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε ἡ Λει­τουρ­γί­α πῆ­γε σπί­τι του.

Ἀ­­πε­φάσι­σε νά πά­η στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος… Ὁ Ἄγ­γε­λος πῆ­γε νά προ­σκυ­νή­ση στήν Σι­μω­νό­πε­τρα. Ρώ­τη­σε ἄν ἔ­χη ἄλ­λο μο­να­στή­ρι κον­τά καί πῆ­γε στοῦ Γρη­γο­ρί­ου, καί ἀ­πό κεῖ Δι­ο­νυ­σί­ου καί ἐν συ­νε­χεί­ᾳ Ἁ­γίου Παύλου. Ὅ­λα αὐ­τά τά προ­σκύ­νη­σε σέ μία μέ­ρα μέ τά πό­δια. Ἦ­ταν Σε­πτέμ­βριος τοῦ 1934.

Στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο ἔ­φθα­σε τήν ὥ­ρα τοῦ Ἑ­σπερι­νοῦ. Μπῆ­κε στήν Ἐκ­κλη­σί­α νά προ­σκυ­νή­ση καί βλέ­πει τήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου στό τέμ­πλο δε­ξιά. Κοι­τά­ει προ­σε­κτι­κά, ξα­να­κοι­τά­ει, ἀ­να­ρω­τι­έται: «Ποῦ τήν εἶ­δα αὐ­τήν τήν εἰ­κό­να;». Τότε θυ­μήθηκε: «Τήν εἰ­κό­να δέν τήν εἶ­δα, ἀλ­λά αὐ­τό τό παλ­λη­κά­ρι, (τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο) τό εἶ­δα! Αὐ­τός ἦ­ταν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, στόν Παν­το­κρά­το­ρα στό Λη­ξού­ρι. Αὐ­τός ἦ­ταν! Δέν θά φύ­γω. Ἐ­δῶ θά μεί­νω». Ἔ­τσι ἔ­μει­νε καί ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α γιά δό­κι­μος.

Ἡ­γού­με­νος τό­τε ἦ­ταν ὁ π. Σε­ρα­φείμ. Βλέ­πον­τας τήν ὡ­ρι­μό­τη­τά του, τήν εὐ­λά­βεια, τήν πρό­θυ­μη ὑ­πα­κο­ή καί τόν ἀ­γω­νι­στι­κό του ζῆ­λο, με­τά ἀ­πό τέσ­σε­ρις μῆ­νες, στίς 16 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1935, τόν ἔ­κα­ναν ρα­σο­φό­ρο καί στίς 25 τοῦ αὐ­τοῦ μη­νός τόν ἔ­κρι­ναν ἄ­ξιο νά λά­βη τό Μέ­γα καί Ἀγ­γε­λι­κό Σχῆ­μα μέ τό ὄ­νο­μα Ἀν­δρέ­ας. Με­τά ἀ­πό ἕ­να μῆ­να τόν ἔ­κα­ναν διᾶ­κο καί σέ ἕ­ξι μῆ­νες, στίς 28 Ἰ­ου­λί­ου, τόν χει­ρο­τό­νη­σαν ἱ­ε­ρέ­α. Μέ­σα σέ δέ­κα μῆ­νες ἔ­γι­ναν ὅ­λα καί ἦ­ταν τό­τε ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἀν­δρέ­ας 31 ἐ­τῶν. Τό­τε κα­τά­λα­βε για­τί ὁ ἅ­γιος Γε­ώρ­γιος τόν κα­λοῦ­σε κον­τά του. Πρῶ­τα τόν κά­λε­σε στό Μο­να­στή­ρι του καί με­τά μέ­σα στό Ἅ­γιο Βῆ­μα (ἐν­νο­οῦ­σε τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη). Ὅ­λα εἶ­χαν ἕ­ναν προ­ϊ­δε­α­σμό.

Από το βιβλίο: Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

ΠΗΓΗ

simeiakairwn.wordpress.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου