Ο ἡγούμενος Ἀνδρέας Ἁγιοπαυλίτης γεννήθηκε στόν Ἀγκώνα Κεφαλληνίας τό ἔτος 1904. Οἱ γονεῖς του Γρηγόριος Εὐαγγελᾶτος καί Βασιλική Παναγουλάτου στήν βάπτιση τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα Ἄγγελος.
Ὁ Ἄγγελος ἦταν εὐλαβής καί ἡ ζωή του πολύ προσεκτική. Εἶχε πόθο νά γίνη καλόγερος καί νά ἀφιερωθῆ στόν Θεό. Ἀπό λαϊκός ἤξερε τούς χαιρετισμούς τῆς Παναγίας ἀπ᾿ ἔξω καί τούς ἔλεγε κάθε μέρα.
Ἄν καί ἡ Κεφαλλονιά εἶχε Μοναστήρια, αὐτός προτιμοῦσε νά μονάση μακρυά γιά λόγους ξενητείας, γιά νά μήν τόν ξέρουν καί τόν ἐνοχλοῦν οἱ δικοί του. Ἄκουσε ὅτι ὑπάρχει ἕνα μεγάλο Μοναστήρι στή Λειβαδιά, τοῦ ὁσίου Λουκᾶ. Ἀπεφάσισε νά πάη ἐκεῖ. Δέν ἤξερε ἀκριβῶς ποῦ εἶναι, ἀλλά προγραμμάτισε Δευτέρα νά φύγη γιά τήν Λειβαδιά. Τήν προηγούμενη μέρα, τήν Κυριακή, λειτουργήθηκε στό Ληξούρι σέ μία Ἐκκλησία. Πῆγε ἀπό νωρίς. Μόλις μπῆκε στό ναό βλέπει ἕνα νέο ψηλό μέ ρωμαλέο σῶμα. Εἶχε στρατιωτική ἐνδυμασία μέ χλαμύδα σάν ἀρχαῖος. Δέν περιεργάστηκε ποιός ἦταν αὐτός ὁ νέος, ἀλλά ἐκεῖνος τοῦ ἔκανε νόημα νά πάη κοντά του. Δέν ἔδωσε σημασία. Ἔφυγε ὁ νέος, πῆγε πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα καί τοῦ ξανάκανε νόημα νά πλησιάση. Ὁ Ἄγγελος πάλι δέν ἔδωσε σημασία καί δέν μπῆκε στό Ἱερό. Κάθησε στήν θέση του καί ὅταν τελείωσε ἡ Λειτουργία πῆγε σπίτι του.
Ἀπεφάσισε νά πάη στό Ἅγιον Ὄρος… Ὁ Ἄγγελος πῆγε νά προσκυνήση στήν Σιμωνόπετρα. Ρώτησε ἄν ἔχη ἄλλο μοναστήρι κοντά καί πῆγε στοῦ Γρηγορίου, καί ἀπό κεῖ Διονυσίου καί ἐν συνεχείᾳ Ἁγίου Παύλου. Ὅλα αὐτά τά προσκύνησε σέ μία μέρα μέ τά πόδια. Ἦταν Σεπτέμβριος τοῦ 1934.
Στόν Ἅγιο Παῦλο ἔφθασε τήν ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ. Μπῆκε στήν Ἐκκλησία νά προσκυνήση καί βλέπει τήν εἰκόνα τοῦ ἁγίου Γεωργίου στό τέμπλο δεξιά. Κοιτάει προσεκτικά, ξανακοιτάει, ἀναρωτιέται: «Ποῦ τήν εἶδα αὐτήν τήν εἰκόνα;». Τότε θυμήθηκε: «Τήν εἰκόνα δέν τήν εἶδα, ἀλλά αὐτό τό παλληκάρι, (τόν ἅγιο Γεώργιο) τό εἶδα! Αὐτός ἦταν στήν Ἐκκλησία, στόν Παντοκράτορα στό Ληξούρι. Αὐτός ἦταν! Δέν θά φύγω. Ἐδῶ θά μείνω». Ἔτσι ἔμεινε καί ἔβαλε μετάνοια γιά δόκιμος.
Ἡγούμενος τότε ἦταν ὁ π. Σεραφείμ. Βλέποντας τήν ὡριμότητά του, τήν εὐλάβεια, τήν πρόθυμη ὑπακοή καί τόν ἀγωνιστικό του ζῆλο, μετά ἀπό τέσσερις μῆνες, στίς 16 Ἰανουαρίου 1935, τόν ἔκαναν ρασοφόρο καί στίς 25 τοῦ αὐτοῦ μηνός τόν ἔκριναν ἄξιο νά λάβη τό Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα μέ τό ὄνομα Ἀνδρέας. Μετά ἀπό ἕνα μῆνα τόν ἔκαναν διᾶκο καί σέ ἕξι μῆνες, στίς 28 Ἰουλίου, τόν χειροτόνησαν ἱερέα. Μέσα σέ δέκα μῆνες ἔγιναν ὅλα καί ἦταν τότε ὁ ἱερομόναχος Ἀνδρέας 31 ἐτῶν. Τότε κατάλαβε γιατί ὁ ἅγιος Γεώργιος τόν καλοῦσε κοντά του. Πρῶτα τόν κάλεσε στό Μοναστήρι του καί μετά μέσα στό Ἅγιο Βῆμα (ἐννοοῦσε τήν ἱερωσύνη). Ὅλα εἶχαν ἕναν προϊδεασμό.
Από το βιβλίο: Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου