Ὁ λαὸς ἵσταται διὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ Συναξαρίου.
Συναξάριον.
Τῇ ΙΕ´ (15ῃ) τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ὀνησίμου, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου. Ἀποστόλου Παύλου.(109)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μαΐωρ, αἰκιζόμενος τελειοῦται.(302)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Εὐσεβίου.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Θεογνίου, μαθητοῦ τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου, Ἐπισκόπου γενομένου Βιτυλίου παρὰ τὴν Γάζαν.(523)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Παφνούτιου τοῦ ἐγκλείστου, τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου τῆς Σερβία
Καὶ Μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Κουλακιώτου, ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτυρήσαντος ἐν ἔτει ͵αψοϚ´ (1776).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀνθίμου, τοὐπίκλην Βαγιάνου, τοῦ ἐν Χίῳ ἀσκήσαντος καὶ θεοφιλῶς τελειωθέντος ἐν ἔτει ͵αϠξ´ (1960).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβου, τοὐπίκλην Βαλαδῆμον, τοῦ ἐν Βίτσῃ Ζαγορίου ἀσκήσαντος καὶ θεοφιλῶς τελειωθέντος ἐν ἔτει ͵αϠξ´ (1960).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τῆς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου ἐν Βιλένσκ
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τῆς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου ἐν Δαλματίᾳ
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τῆς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου ἐν Βένσκ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ ὁσιακὴ κοίμησις τοῦ πατρὸς Ἀνδρέου Ἁγιοπαυλίτη (2α/15ῃ Φεβρουαρίου1987)
Ο ἡγούμενος Ἀνδρέας Ἁγιοπαυλίτης
Ο ἡγούμενος Ἀνδρέας Ἁγιοπαυλίτης ἔνιωθε μία ἕλξη πρός τήν ἡσυχία. Τότε στήν ἔρημο ἀσκεῖτο ὁ π. Γεράσιμος Μενάγιας.
Ἦταν Κεφαλλονίτης καί ἐρχόταν στόν Ἅγιο Παῦλο. Ὁ
παπα–Ἀνδρέας γνωρίστηκε μέ τόν Μενάγια καί ἐπεθύμησε νά ζήση
μαζί του στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Παρεκάλεσε πολύ
τόν ἡγούμενο Σεραφείμ καί τοῦ ἔδωσε τελικά εὐλογία. Τό 1938 πῆγε στόν Ἅγιο Βασίλειο καί ἔζησε δυόμισι χρόνια μέ τόν ἀσκητή π. Γεράσιμο Μενάγια. Ἐκεῖ γνώρισε καί ἄλλους ἀσκητές καί τόν γερω–Ἰωσήφ τόν ἡσυχαστή. Τόν εἶχε σέ εὐλάβεια. Τόν θεωροῦσε ἅγιο καί τόν ὑπερασπιζόταν ὅταν ἄκουγε νά τόν κατηγοροῦν.
Θεώρησε εὐτύχημα πού γνώρισε καί τόν π. Σωφρόνιο τόν Ρῶσσο μέ
τόν ὁποῖον καί συνδέθηκε πνευματικά. Κατενόησε τόν
πνευματικό πλοῦτο, τήν θεία χάρι πού εἶχε ὁ τότε
διακο–Σωφρόνιος· τόν εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια καί ἐπεδίωκε
τήν ἐπικοινωνία μαζί του.
Κατά τό ἔτος 1939, κάποια μέρα
μετά τό μεσημέρι, εἶχαν βγῆ ὁ παπα–Ἀνδρέας καί ὁ
διακο–Σωφρόνιος νά μαζέψουν σαλιγκάρια. Ξαφνικά βλέπουν μία
σκιά ἀνθρώπου σέ ἀπόσταση καί παρατήρησαν ὅτι εἶναι σχεδόν
γυμνός. Κατάλαβαν ὅτι εἶναι ἕνας ἀπό τούς «γυμνούς» ἀσκητές καί
ἔτρεξαν νά τόν προλάβουν. Αὐτός ὅμως, ὅταν τούς ἀντιλήφθηκε,
ἔτρεξε νά κρυφθῆ. Ὁ διακο–Σωφρόνιος κουράστηκε καί ὁ
παπα–Ἀνδρέας πού ἦταν νεώτερος, τόν ρώτησε:
–Νά τρέξω νά τόν προλάβω;
–Ἄν μπορῆς, τρέξε, τοῦ εἶπε. Ἔτρεξε καί ὅταν ἔφθασε στά δύο μέτρα τόν φώναξε:
–Στάσου, ἄνθρωπέ μου, νά μέ
εὐλογήσης, ἄν δέν εἶσαι δαίμων, δῶσε μου τήν εὐχή σου. Τόν
ἔφθασε καί τόν ἔπιασε ἀπό τό χέρι.
–Ἄν ἀγαπᾶς τόν Θεό, ἄσε με, τοῦ εἶπε ὁ Ἀσκητής.
–Ἐπειδή ἀγαπῶ τόν Θεό, γι᾿ αὐτό
ἔτρεχα νά σέ προλάβω. Εἶδε νά φορᾶ στήν μέση ὁ Ἀσκητής ἕνα
τσουβάλι τρίχινο φθαρμένο, καί τίποτε ἄλλο, οὔτε παπούτσια
οὔτε κάλτσες, καί ἦταν Μάρτιος μήνας. Τοῦ λέει:
–Πῶς εἶσαι ἔτσι; Νά σοῦ φέρω ροῦχα;
–Δέν θέλω.
–Θές παξιμάδι ἤ τίποτα ἄλλο;
–Ὄχι.
–Νά σοῦ φέρω κάτι; Ἔτσι γιά εὐλογία…
–Φέρε μου λίγο ἁλάτι.
–Ποῦ νά σοῦ τό φέρω;
–Ἄστο σέ κείνη τήν πέτρα. Τήν ἄλλη
μέρα πῆγαν τό ἁλάτι, τό ἄφησαν στήν πέτρα καί παραφύλαγαν. Τό
ἁλάτι ἔμεινε ἐκεῖ καί ὁ Ἀσκητής δέν ξαναφάνηκε.
Ὁ παπα–Ἀνδρέας διηγήθηκε καί τό ἑξῆς: «Ὁ Μενάγιας ἦταν προσωπικός φίλος τοῦ ἁγίου Νεκταρίου,
ὁ ὁποῖος τοῦ εἶχε χαρίσει μία φωτογραφία του καί ἕνα
κομποσχοίνι. Τότε ἐκεῖ στόν Ἅγιο Βασίλειο μερικοί
ἀμφισβητοῦσαν τήν ἁγιότητα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Ὁ Μενάγιας γιά νά τούς ἀποδείξη ὅτι εἶναι Ἅγιος ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος, πῆρε
μία λεκάνη, ἔβαλε ἀλεύρι καί νερό, τά ἀνακάτεψε, ἀπό πάνω
ἔβαλε τό κομποσχοίνι τοῦ ἁγίου Νεκταρίου καί ἀπό μόνο του
χωρίς προζύμι φούσκωσε».
«Ἐγώ ἄλλη ἀπόδειξη δέν θέλω», ἔλεγε ὁ παπα–Ἀνδρέας.
Ὁ παπα–Ἀνδρέας στόν Ἅγιο Βασίλειο γνώρισε τότε πολλούς μεγάλους ἀσκητές, ὠφελήθηκε ἀπό τό παράδειγμά τους καί ὁ ἴδιος ἀγωνιζόταν πολύ. Εἶχε ἐπικοινωνία μέ τό Μοναστήρι του ὅλο αὐτό τό διάστημα καί μετά ἀπό δυόμισι χρόνια πάλι ἐπέστρεψε στήν μετάνοιά του. Εἶπε τότε στόν ἡγούμενο Σεραφείμ: «Ἐκεῖ πολλούς ἁγίους γνώρισα, ἀλλά καί ἕναν ἅγιο διᾶκο. Ἄν τόν καταφέρουμε νά τόν φέρουμε ἐδῶ γιά Πνευματικό θά μᾶς βοηθήσει πολύ». Ὁ Ἡγούμενος συμφώνησε: «Βεβαίως, ἀφοῦ τό λές ἐσύ, θά τό κάνουμε». Πῆγαν καί τόν παρακάλεσαν. Ὁ διακο–Σωφρόνιος ἤθελε τήν ἡσυχία. Ὅμως θεώρησε ὅτι ἦταν ἀπό τήν θεία πρόνοια αὐτή ἡ πρόταση, διότι ὁ ἅγιος Σιλουανός τοῦ εἶχε πεῖ: «Ὅταν σοῦ ζητήσουν βοήθεια νά μήν ἀρνηθῆς. Ὡς Πνευματικός, νά εἶσαι διακριτικός νά μήν κάνης ὑπερβολές». Ἔτσι θεώρησε ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νά πραγματοποιηθῆ αὐτό. Τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ 1941 τόν χειροτόνησαν ἱερέα, ἔμεινε ἄλλο ἕνα χρόνο στά Καρούλια καί μετά ἦρθε καί ἔμεινε στό κάθισμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τό Μοναστήρι τοῦ ἔδινε κουμπάνια, αὐτός ἔδινε τίς εἰκόνες πού ἔκανε καί ἐξωμολογοῦσε τούς πατέρες. Βοήθησε πολύ καί ἔσωσε τό Μοναστήρι ἀπό πολλούς κινδύνους τότε στά δύστυχα χρόνια τῆς Κατοχῆς ἀπό τούς Γερμανούς. Καί ὅλα αὐτά χάρι στήν διορατικότητα τοῦ παπα–Ἀνδρέα.
Ἦταν ὁ πρῶτος Ἁγιοπαυλίτης
Ἡγούμενος πού ἄρχισε νά δέχεται πατέρες γιά ἐξομολόγηση.
Κάθε μέρα 1.30–3.00 μ.μ. δεχόταν στό Ἡγουμενεῖο. Τήν
ἐξομολόγηση τήν ἄκουγε ἤρεμα. Ἄν τοῦ ἔλεγε κάποιος,
«Γέροντα, ἔπεσα ἐκεῖ», ἀπαντοῦσε: «Τί νά κάνουμε; Στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ νά ἀποβλέπουμε». Ἀλλά ἄν τοῦ ἔλεγε κάποιος ὅτι κατακρίνει, τότε γινόταν πολύ αὐστηρός. Τοῦ ἔλεγε ἔντονα: «Ἔγινες Θεός; Δέν ντρέπεσαι;», καί ὕστερα μέ ἤρεμα λόγια ὡδηγοῦσε τόν μοναχό σέ μετάνοια. Εἶχε πολύ μεγάλη ἐμπιστοσύνη στόν παπα–Διονύσιο τόν Μικραγιαννανίτη, στόν ὁποῖον καί ἐξωμολογεῖτο, ἄν καί ἦταν κατά πολύ νεώτερός του.
Ἡ ἀγάπη του γιά τούς πατέρες ἦταν ἀπεριόριστη, χωρίς νά ξεχωρίζη καλούς ἀπό κακούς. Ἦταν πολύ ἐλεήμων. Ἄν καί τά χρόνια τότε ἦταν δύσκολα καί τά ὑλικά ἀγαθά λιγοστά, αὐτός ἔδινε ἁπλόχερα.
Ἄν τοῦ ζητοῦσε κάποιος ἕνα ζευγάρι κάλτσες, δύο τοῦ ἔδινε,
ἕνα παντελόνι, δύο ἔδινε. «Ἄν πλύνης τό ἕνα, νά φορᾶς τό
ἄλλο», ἔλεγε. Ἔδωσε εὐλογία στόν τραπεζάρη νά δίνη
ἐλεύθερα ἐλεημοσύνη σέ γνωστούς καί ἀγνώστους πατέρες.
«Διότι», πρόσθεσε, «ὅταν ἔχουν ἀνάγκη ποῦ θά βροῦν; Θά
ζητήσουν ἀπό τούς κατά σάρκα συγγενεῖς ἤ θά τρέχουν ἀπό δῶ καί
ἀπό κεῖ;».
Ἔλεγε γιά τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ: «Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία εἶδε μία φορά τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού δέν τήν ἐπέτρεψε νά μπῆ στό ναό, καί αὐτή ἡ μνήμη τῆς εἰκόνας τήν ἐνίσχυσε γιά σαράντα χρόνια μόνη της στήν ἔρημο. Ἐμεῖς θέλουμε νά δοῦμε καί τό ἕνα καί τό ἄλλο καί πάλι δέν ἔχουμε μνήμη Θεοῦ».
Τήν
Σαρακοστή τοῦ 1970 ἔπαθε γαστρορραγία. Ὁ π. Δημόκλητος, ὁ
γιατρός, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι πολύ σοβαρά καί πρέπει νά πάη ἔξω.
Αὐτή τήν ἀσθένεια πρέπει νά τήν ἀντιμετωπίση ἡ ἐπιστήμη.
–Ἐπιστήμη εἶναι ἡ Παναγία. Ἐγώ δέν βγαίνω ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος.
Ἀξιώθηκε νά κοιμηθῆ κατά τήν διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας τῆς Ὑπαπαντῆς. Τό ἔτος 1987, τήν ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς πού πανηγύριζε τό Μοναστήρι, ἀποβραδίς ὁ διακονητής πῆγε τό φαγητό στόν παπα–Ἀνδρέα. Ἔφαγε, ἔπειτα σταύρωσε τά χέρια του καί ἐκοιμήθη καθιστός. Μετά τήν ἀγρυπνία ἔγινε ἡ κηδεία του. Εἰδοποίησαν τόν φίλο του καί συνασκητή του γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ ὅτι ἐκοιμήθη ὁ παπα–Ἀνδρέας καί ἀπάντησε: «Τό ξέρω, ἤμουν ἐκεῖ».
Στήν κηδεία του ὅσοι φίλησαν τό χέρι του εἶχαν τήν αἴσθηση ὅτι ἀσπάζονταν χέρι Ἁγίου. Ἦταν σάν ἅγιο Λείψανο.
Κατά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία ὁ Πνευματικός του,
παπα–Διονύσιος Μικραγιαννανίτης, διηγήθηκε μέ κάθε
λεπτομέρεια τήν ἐμφάνιση τῆς Παναγίας στόν Μονοξυλίτη.
Μέχρι τότε οἱ πατέρες δέν ἐγνώριζαν τίποτε.
Κατά τήν ἀνακομιδή τοῦ λειψάνου του, στίς 3 Αὐγούστου 1994, τό δεξί του χέρι εὐωδίαζε σάν νά κρατοῦσε λιβάνι.
Τό αἰσθάνθηκε ὁ παπα–Σωφρόνιος Ἁγιοπαυλίτης καί ἄλλοι
πατέρες. Φαίνεται ἀπό τίς πολλές ἐλεημοσύνες πού ἔδινε, ὁ
Θεός τοῦ ἔδωσε αὐτή τήν χάρι.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν..
Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
***
Εὕρισκες
παλαιὰ Γέροντες στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ τὸ κομποσχοίνι στὸ χέρι καὶ τὸ
σακίδιο στὴν πλάτη νὰ ὁδοιποροῦν μεγάλες ἀποστάσεις μέσα στὰ δύσβατα
μονοπάτια. Τὰ σώματά τους ἦταν ἀποξηραμμένα ἀπὸ τὴν πολυετῆ ἄσκηση, τὰ
μάτια τοὺς βαθουλωμένα ἀπὸ τὶς ἀγρυπνίες καὶ τὸ στόμα τους ξηρὸ ἀπὸ τὶς
συνεχεῖς ἐνάτες. Μερικὰ γεροντάκια ἦταν ἔγκλειστα στὰ Κελλιά τους. Δὲν
πήγαιναν στὶς Καρυὲς ἢ στὴν Δάφνη γιὰ προμήθειες, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἔστελνε
ἀγγέλους ἀγάπης, μοναχούς, ποὺ τοὺς βοηθοῦσαν. Δὲν εἶχαν ἀνθρώπινες παρηγοριὲς καὶ κοσμικὲς ἀνέσεις, ἀλλὰ αἰσθάνονταν οἱ ἴδιοι αὐτάρκεις, ἀνενδεεῖς καὶ ἦταν τελείως ἀμέριμνοι.
Ἄλλοι σεβάσμιοι Γέροντες ποὺ ἔζησαν μὲ ὑπομονὴ στὸ Κοινόβιο καὶ
λευκάνθηκαν στὴν ὑπακοὴ καὶ στὰ διακονήματα, ἀνέπνεαν τὸν Θεὸν καὶ τὸν
Γέροντα καὶ ἔφθασαν σὲ μέτρα ἀπαθείας…
. Πολλὰ γεροντάκια «στεγνὰ» ἀπὸ τὴν ἄσκηση ἔκρυβαν μέσα τους πνεῦμα καὶ ζωή.
Ἐξωτερικὰ ἦταν ἄπλυτοι μὲ παλαιά, ρυπαρὰ καὶ σχισμένα ζωστικά, ἀλλὰ σὲ
αὐτὸ τὸ ἀτημέλητο σκεῦος ἔκρυβαν τὸν πολύτιμο θησαυρό, τὴν θεία χάρι,
ποὺ ἀπέκτησαν μὲ τόσους ἀγῶνες καὶ νυχθήμερα παλαίσματα. Ἦταν ξένοι τοῦ κόσμου ἀλλὰ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ. Ἀγνοοῦσαν τὶς κοσμικὲς ἐξελίξεις ἀλλὰ γνώριζαν καλὰ «τὴν ὁδὸν τὴν ἄγουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον». Κακοπαθοῦσαν
καὶ προσεύχονταν γιὰ τοὺς τρυφῶντες καὶ ἀναπαυομένους. Ἀγρυπνοῦσαν γιὰ
τοὺς ὑπνοῦντες. Ἔχυναν δάκρυα καὶ μετανοοῦσαν γιὰ τοὺς γελῶντες. Ἂν καὶ ἀπόμακροι ἀπὸ τὸν κόσμο αἰσθάνονταν ἀδελφοὺς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀγκάλιαζαν μὲ τὴν προσευχή τους.
Οἱ παλαιοὶ Πατέρες εἶχαν τὴν ἁπλότητα
στὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους ἀλλὰ καὶ στὸν χαρακτήρα. Δὲν θεωροῦσαν τοὺς
ἑαυτούς τους πνευματικούς. Εἶχαν ἐπίγνωσι τῶν ἀδυναμιῶν τους καὶ ζοῦσαν τὴν μετάνοια. Εὔχονταν μεταξύ τους «καλὴ μετάνοια καὶ καλὸ τέλος».
Αὐτοὺς τοὺς ἁγιασμένους Γέροντες ποὺ ὑπάρχουν μέχρι σήμερα, δὲν τοὺς βρίσκεις εὔκολα, γιατί γνωρίζουν νὰ κρύβωνται ἔντεχνα. Ἄλλα καὶ ἂν τοὺς συναντήσης πρέπει νὰ ἔχης πνευματικὰ αἰσθητήρια γιὰ νὰ τοὺς ἀναγνωρίσης καὶ νὰ ἐπικοινωνήσης μαζί τους.
Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ὀνησίμου
Ἦχος γ´
Ἀπόστολε ἅγιε Ὀνήσιμε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ὀνησίμου
Ἦχος α’. Τῆς Ἐρήμου πολίτης
Ταῖς ἀκτῖσι τοῦ Παύλου φωτισθεὶς τὴν διάνοιαν, ὤφθης ὑπηρέτης τοῦ Λόγου καὶ Ἀπόστολος ἔνθεος· καὶ ὄνησιν ἐβράβευσας ζωῆς, Ὀνήσιμε θεράπον τοῦ Χριστοῦ, διὰ λόγων καὶ θαυμάτων θεοπρεπῶν, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι φαιδρῶς, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ἀπολυτίκιον. τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Κουλακιώτου
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ὡς Χαλάστρας τὸν γόνον Μακεδόνων τὸ βλάστημα, καὶ Νεομαρτύρων το κλέος, Ἰωάννῃ τιμῶμέν σε, καθάπερ γὰρ γενναῖος Ἀθλητής, εἰσῆλθες ἐν σταδίῳ πειρασμῶν, αποπνίξας το γαυρίαμα τῶν ἀνδρῶν, τῆς Ἄγαρα τῇ ἀγχόνῃ σου. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐν ἐσχάτοις σε καιροῖς, Μάρτυρα δείξαντα.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου Βαγιάνου
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Νέον στήριγμα, ὀρθοδοξίας, νεοκόσμητον, ἄνθος ἁγνείας, Νικομηδείας Ανθίμου συνώνυμος, τῶν ἀρετῶν δὲ ἐκείνου ὁμότροπος, νέων Ὁσίων σφραγὶς καὶ ἀγλάϊσμα, Πάτερ Ἄνθιμε, τῆς Χίου πάσης τὸ καύχημα, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον.Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου Βαγιάνου
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Χορὸς ὁ τῶν Πατέρων εὐμενῶς ὑποδέχθητι, τὸν νέον ἐν τοῖς χρόνοις, καὶ ὑμῶν τὸν ὁμότροπον· τὸ ἄνθος τὸ εὔοσμον Χριστοῦ, τὸν Ἄνθιμον τῆς Χίου, τὸ σεπτὸν ἐγκάλλωπισμα καὶ κλέος καὶ τῆς Μονῆς Βοηθείας δομήτορα, μέγιστον ἀντιλήπτορα πιστῶν, ἐκ γῆς μὲν μεθιστάμενον καὶ σὺν ὑμῖν ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύοντα.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τῆς Βίτσας
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἰησοῦν τῆς καρδίας ἐν ἀφελότητι, θερμῶς λατρεύοντα δεῦτε, Ὁσίων ὑπογραμμὸν, Ἱερέων, τὸν ἐν Βίτσῃ ἐνασκήσαντα, ὡς θαυμασίων φρυκτωρὸν, εὐφημήσωμεν λαμπρόν, Ἰάκωβον τὸν θεόπνουν, ἡμῶν ἀνύστακτον πρέσβυν, καὶ ἀρωγὸν ἐν περιστάσεσι.
Δόξα. Ἦχος πλ. β΄.
Σήμερον ὑπὲρ τὰς ἡλιακὰς φωτοχυσίας, ἐξέλαμψεν ἡ μνήμη τοῦ Ἀθλοφόρου Ἰωάννου, τὴν Ἐκκλησίαν φαιδρύνουσα. Οὗτος γὰρ προθυμίαν ἔχων γενναίαν, καὶ διεγηγερμένον φρόνημα, τὸν προστάτην τοῦ σκότους κατέβαλε καὶ διήγειρε τοὺς πιστοὺς πρὸς ἔπαινον. Χαίροις, αὐτῷ βοῶντες, ὁ τὸν φόβον διάπυρον τοῦ Θεοῦ κεκτημένος, καὶ θερμὸν αὐτοῦ τὸν ἔρωτα, ἐν τῇ ψυχῇ ἐῤῥιζωμένον ἔχων· χαίροις, ὁ ἡγησάμενος μέγαν κόσμον, Χριστιανὸς καλεῖσθαι, ἐν ἡμέραις πονηραῖς τῆς καταδουλώσεως τῶν υἱῶν τῆς Ἄγαρ· χαίροις, τῆς Χαλάστρας βλαστός, Θεσσαλονίκης τὸ κλέϊσμα, καὶ Μακεδονίας ἁπάσης τὸ ἐγκαλλώπισμα. Ἀλλ’ ὡς ἔχων παῤῥησίαν, πρὸς τὸν Χριστὸν πανεύφημε, μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου