Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

Ο π. Αν­δρέ­ας Α­γι­ο­παυ­λί­της, ο φίλος καί συνασκη­τής του Αγίου Σωφρονίου του Έσσεξ.

 

Παναγία_icon of Panagia _ иконы Божией Матери_ 769496 

Ὁ λαὸς ἵσταται διὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ Συναξαρίου.
Συναξάριον.
Τῇ ΙΕ´ (15ῃ) τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ὀνησίμου, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου. Ἀποστόλου Παύλου.(109)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μαΐωρ, αἰκιζόμενος τελειοῦται.(302)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Εὐσεβίου.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Θεογνίου, μαθητοῦ τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου, Ἐπισκόπου γενομένου Βιτυλίου παρὰ τὴν Γάζαν.(523)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Παφνούτιου τοῦ ἐγκλείστου, τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Δαλματίου, τοῦ ἐν Σιβηρίᾳ, κοιμηθέντος κατὰ τὸ ἔτος ͵αχϞζ´ (1697).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου τῆς Σερβία
Καὶ Μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Κουλακιώτου, ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτυρήσαντος ἐν ἔτει ͵αψοϚ´ (1776).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀνθίμου, τοὐπίκλην Βαγιάνου, τοῦ ἐν Χίῳ ἀσκήσαντος καὶ θεοφιλῶς τελειωθέντος ἐν ἔτει ͵αϠξ´ (1960).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβου, τοὐπίκλην Βαλαδῆμον, τοῦ ἐν Βίτσῃ Ζαγορίου ἀσκήσαντος καὶ θεοφιλῶς τελειωθέντος ἐν ἔτει ͵αϠξ´ (1960).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τῆς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου ἐν Βιλένσκ
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τῆς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου ἐν Δαλματίᾳ
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Σύναξις τῆς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου ἐν Βένσκ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ ὁσιακὴ κοίμησις τοῦ πατρὸς Ἀν­δρέ­ου Ἁ­γι­ο­παυ­λί­τη (2α/15ῃ Φεβρουαρίου1987)

Ο ἡγού­με­νος Ἀν­δρέ­ας Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της

Σωφρόνιος του Έσσεξ_Elder Sophrony of Essex_მამა სოფრონი_Старец Софроний (Сахаров) Эссекс_933925640-2333Ο ἡγού­με­νος Ἀν­δρέ­ας Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της ἔ­νι­ω­θε μί­α ἕλ­ξη πρός τήν ἡ­συ­χί­α. Τό­τε στήν ἔ­ρη­μο ἀ­σκεῖ­το ὁ π. Γε­ρά­σι­μος Με­νά­γιας. Ἦ­ταν Κε­φαλ­λο­νί­της καί ἐρ­χό­ταν στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο. Ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας γνω­ρί­στη­κε μέ τόν Με­νά­για καί ἐ­πεθύ­μη­σε νά ζή­ση μα­ζί του στήν ἔ­ρη­μο τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­σι­λεί­ου. Πα­ρε­κά­λε­σε πο­λύ τόν ἡ­γού­με­νο Σε­ρα­φείμ καί τοῦ ἔ­δω­σε τε­λι­κά εὐ­λο­γί­α. Τό 1938 πῆ­γε στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο καί ἔ­ζη­σε δυ­ό­μι­σι χρό­νια μέ τόν ἀ­σκη­τή π. Γε­ρά­σι­μο Με­νά­για. Ἐ­κεῖ γνώ­ρι­σε καί ἄλ­λους ἀ­σκη­τές καί τόν γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ τόν ἡ­συ­χα­στή. Τόν εἶ­χε σέ εὐ­λά­βεια. Τόν θε­ω­ροῦ­σε ἅ­γιο καί τόν ὑ­πε­ρα­σπι­ζό­ταν ὅ­ταν ἄ­κου­γε νά τόν κα­τη­γο­ροῦν.
Θε­ώ­ρη­σε εὐ­τύ­χη­μα πού γνώ­ρι­σε καί τόν π. Σω­φρό­νιο τόν Ρῶσ­σο μέ τόν ὁ­ποῖ­ον καί συν­δέ­θη­κε πνευ­μα­τι­κά. Κα­τε­νό­η­σε τόν πνευ­μα­τι­κό πλοῦ­το, τήν θεί­α χά­ρι πού εἶ­χε ὁ τό­τε δια­κο–Σω­φρό­νιος· τόν εἶ­χε σέ με­γά­λη εὐ­λά­βεια καί ἐ­πε­δί­ω­κε τήν ἐ­πι­κοινωνί­α μα­ζί του.

Κα­τά τό ἔ­τος 1939, κά­ποι­α μέ­ρα με­τά τό με­ση­μέ­ρι, εἶ­χαν βγῆ ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας καί ὁ δια­κο–Σω­φρό­νιος νά μα­ζέ­ψουν σα­λιγ­κά­ρια. Ξαφ­νι­κά βλέ­πουν μί­α σκιά ἀν­θρώ­που σέ ἀ­πό­στα­ση καί πα­ρα­τή­ρη­σαν ὅ­τι εἶ­ναι σχε­δόν γυ­μνός. Κα­τά­λα­βαν ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πό τούς «γυ­μνούς» ἀ­σκη­τές καί ἔ­τρε­ξαν νά τόν προ­λά­βουν. Αὐ­τός ὅ­μως, ὅ­ταν τούς ἀν­τι­λή­φθη­κε, ἔ­τρε­ξε νά κρυ­φθῆ. Ὁ δια­κο–Σω­φρό­νιος κου­ρά­στη­κε καί ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας πού ἦ­ταν νε­ώ­τε­ρος, τόν ρώ­τη­σε:
–Νά τρέ­ξω νά τόν προ­λά­βω;
–Ἄν μπο­ρῆς, τρέ­ξε, τοῦ εἶ­πε. Ἔ­τρε­ξε καί ὅ­ταν ἔ­φθα­σε στά δύ­ο μέ­τρα τόν φώ­να­ξε:
–Στά­σου, ἄν­θρω­πέ μου, νά μέ εὐ­λο­γή­σης, ἄν δέν εἶ­σαι δαί­μων, δῶ­σε μου τήν εὐ­χή σου. Τόν ἔ­φθα­σε καί τόν ἔ­πια­σε ἀ­πό τό χέ­ρι.
–Ἄν ἀ­γα­πᾶς τόν Θε­ό, ἄ­σε με, τοῦ εἶ­πε ὁ Ἀ­σκη­τής.
–Ἐ­πει­δή ἀ­γα­πῶ τόν Θε­ό, γι᾿ αὐ­τό ἔ­τρε­χα νά σέ προ­λά­βω. Εἶ­δε νά φο­ρᾶ στήν μέ­ση ὁ Ἀ­σκη­τής ἕνα τσου­βά­λι τρί­χι­νο φθαρ­μέ­νο, καί τί­πο­τε ἄλ­λο, οὔ­τε πα­πού­τσια οὔ­τε κάλ­τσες, καί ἦ­ταν Μάρ­τιος μήνας. Τοῦ λέ­ει:
–Πῶς εἶ­σαι ἔ­τσι; Νά σοῦ φέ­ρω ροῦ­χα;
–Δέν θέ­λω.
–Θές πα­ξι­μά­δι ἤ τί­πο­τα ἄλ­λο;
–Ὄ­χι.
–Νά σοῦ φέ­ρω κά­τι; Ἔ­τσι γιά εὐ­λο­γί­α…
–Φέ­ρε μου λί­γο ἁ­λά­τι.
–Ποῦ νά σοῦ τό φέ­ρω;
–Ἄ­στο σέ κεί­νη τήν πέ­τρα. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα πῆ­γαν τό ἁ­λά­τι, τό ἄ­φη­σαν στήν πέ­τρα καί πα­ρα­φύ­λα­γαν. Τό ἁ­λά­τι ἔ­με­ινε ἐ­κεῖ καί ὁ Ἀ­σκη­τής δέν ξα­να­φά­νη­κε.

Ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας δι­η­γή­θη­κε καί τό ἑξῆς: «Ὁ Με­νά­γιας ἦ­ταν προ­σω­πι­κός φί­λος τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος τοῦ εἶ­χε χα­ρί­σει μία φω­το­γρα­φί­α του καί ἕ­να κομ­πο­σχο­ί­νι. Τό­τε ἐ­κεῖ στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο με­ρικοί ἀμ­φι­σβη­τοῦ­σαν τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου. Ὁ Με­νά­γιας γιά νά τούς ἀ­πο­δεί­ξη ὅ­τι εἶ­ναι Ἅ­γιος ὁ Πεν­τα­πό­λε­ως Νε­κτά­ριος, πῆ­ρε μία λε­κά­νη, ἔ­βα­λε ἀ­λεύ­ρι καί νε­ρό, τά ἀ­να­κά­τε­ψε, ἀ­πό πά­νω ἔ­βα­λε τό κομ­πο­σχο­ί­νι τοῦ ἁ­γί­ου Νε­κτα­ρί­ου καί ἀ­πό μό­νο του χω­ρίς προ­ζύ­μι φού­σκω­σε».
«Ἐ­γώ ἄλ­λη ἀ­πό­δει­ξη δέν θέ­λω», ἔ­λε­γε ὁ παπα–Ἀν­δρέ­ας.

Ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας στόν Ἅ­γιο Βα­σί­λειο γνώ­ρι­σε τό­τε πολ­λούς με­γά­λους ἀ­σκη­τές, ὠ­φε­λή­θη­κε ἀ­πό τό πα­ρά­δειγ­μά τους καί ὁ ἴ­διος ἀ­γω­νι­ζό­ταν πο­λύ. Εἶ­χε ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τό Μο­να­στή­ρι του ὅ­λο αὐ­τό τό δι­ά­στη­μα καί με­τά ἀ­πό δυ­ό­μι­σι χρό­νια πά­λι ἐ­πέστρε­ψε στήν με­τά­νοι­ά του. Εἶ­πε τό­τε στόν ἡγού­με­νο Σε­ρα­φείμ: «Ἐ­κεῖ πολ­λούς ἁ­γί­ους γνώ­ρι­σα, ἀλ­λά καί ἕ­ναν ἅ­γιο διᾶ­κο. Ἄν τόν κα­τα­φέ­ρου­με νά τόν φέ­ρου­με ἐ­δῶ γιά Πνευ­μα­τι­κό θά μᾶς βο­η­θή­σει πο­λύ». Ὁ Ἡ­γού­με­νος συμ­φώ­νη­σε: «Βε­βαί­ως, ἀ­φοῦ τό λές ἐ­σύ, θά τό κά­νου­με». Πῆ­γαν καί τόν πα­ρα­κά­λεσαν. Ὁ δια­κο–Σω­φρό­νιος ἤ­θε­λε τήν ἡ­συ­χί­α. Ὅ­μως θε­ώ­ρη­σε ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­πό τήν θεί­α πρό­νοι­α αὐ­τή ἡ πρό­τα­ση, δι­ό­τι ὁ ἅ­γιος Σι­λουα­νός τοῦ εἶ­χε πεῖ: «Ὅ­ταν σοῦ ζη­τή­σουν βο­ή­θεια νά μήν ἀρ­νη­θῆς. Ὡς Πνευ­μα­τι­κός, νά εἶ­σαι δι­α­κρι­τι­κός νά μήν κά­νης ὑ­περ­βο­λές». Ἔ­τσι θε­ώ­ρη­σε ὅ­τι ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα νά πραγ­μα­το­ποι­η­θῆ αὐ­τό. Τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς τοῦ 1941 τόν χει­ρο­τό­νη­σαν ἱ­ε­ρέ­α, ἔ­μει­νε ἄλ­λο ἕ­να χρό­νο στά Κα­ρού­λια καί με­τά ἦρ­θε καί ἔ­με­ινε στό κάθισμα τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Τό Μο­να­στή­ρι τοῦ ἔ­δι­νε κουμ­πά­νια, αὐ­τός ἔ­δι­νε τίς εἰ­κό­νες πού ἔ­κα­νε καί ἐ­ξω­μο­λο­γοῦ­σε το­ύς πα­τέ­ρες. Βο­ή­θη­σε πο­λύ καί ἔ­σω­σε τό Μο­να­στή­ρι ἀ­πό πολ­λούς κιν­δύ­νους τό­τε στά δύ­στυ­χα χρό­νια τῆς Κα­το­χῆς ἀ­πό τούς Γερ­μα­νούς. Καί ὅλα αὐ­τά χά­ρι στήν δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τα τοῦ πα­πα–Ἀν­δρέ­α.

Ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της Ἡ­γού­με­νος πού ἄρ­χι­σε νά δέ­χε­ται πα­τέ­ρες γιά ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση. Κά­θε μέ­ρα 1.30–3.00 μ.μ. δε­χό­ταν στό Ἡ­γου­με­νεῖ­ο. Τήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση τήν ἄ­κου­γε ἤ­ρε­μα. Ἄν τοῦ ἔ­λε­γε κά­ποι­ος, «Γέ­ρον­τα, ἔ­πε­σα ἐ­κεῖ», ἀ­παν­τοῦ­σε: «Τί νά κά­νου­με; Στό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ νά ἀ­πο­βλέ­που­με». Ἀλ­λά ἄν τοῦ ἔ­λε­γε κά­ποι­ος ὅ­τι κα­τα­κρί­νει, τό­τε γι­νό­ταν πο­λύ αὐ­στη­ρός. Τοῦ ἔ­λε­γε ἔν­το­να: «Ἔ­γι­νες Θε­ός; Δέν ντρέ­πε­σαι;», καί ὕ­στε­ρα μέ ἤ­ρε­μα λό­για ὡδη­γοῦ­σε τόν μο­να­χό σέ με­τά­νοι­α. Εἶ­χε πο­λύ με­γά­λη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στόν πα­πα–Δι­ο­νύ­σιο τόν Μι­κρα­γι­αν­να­νί­τη, στόν ὁ­ποῖ­ον καί ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το, ἄν καί ἦ­ταν κα­τά πο­λύ νε­ώ­τε­ρός του.
Ἡ ἀ­γά­πη του γιά τούς πα­τέ­ρες ἦ­ταν ἀ­πε­ριόρι­στη, χω­ρίς νά ξε­χω­ρί­ζη κα­λούς ἀ­πό κα­κούς. Ἦ­ταν πο­λύ ἐ­λε­ή­μων. Ἄν καί τά χρό­νια τό­τε ἦ­ταν δύ­σκο­λα καί τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά λι­γο­στά, αὐ­τός ἔ­δι­νε ἁ­πλό­χε­ρα. Ἄν τοῦ ζη­τοῦ­σε κά­ποι­ος ἕ­να ζευ­γά­ρι κάλ­τσες, δύ­ο τοῦ ἔ­δι­νε, ἕ­να παν­τε­λό­νι, δύ­ο ἔ­δι­νε. «Ἄν πλύ­νης τό ἕ­να, νά φο­ρᾶς τό ἄλ­λο», ἔ­λε­γε. Ἔ­δω­σε εὐ­λο­γί­α στόν τρα­πε­ζά­ρη νά δί­νη ἐ­λεύ­θε­ρα ἐ­λε­η­μο­σύ­νη σέ γνω­στούς καί ἀ­γνώ­στους πα­τέ­ρες. «Δι­ό­τι», πρό­σθε­σε, «ὅ­ταν ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη ποῦ θά βροῦν; Θά ζη­τή­σουν ἀ­πό τούς κα­τά σάρ­κα συγ­γε­νεῖς ἤ θά τρέ­χουν ἀ­πό δῶ καί ἀ­πό κεῖ;».

Ἔ­λε­γε γιά τήν μνή­μη τοῦ Θε­οῦ: «Ἡ ὁ­σί­α Μα­ρί­α ἡ Αἰ­γυ­πτί­α εἶ­δε μία φο­ρά τήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας πού δέν τήν ἐ­πέ­τρε­ψε νά μπῆ στό να­ό, καί αὐ­τή ἡ μνή­μη τῆς εἰ­κό­νας τήν ἐ­νί­σχυ­σε γιά σα­ράν­τα χρό­νια μό­νη της στήν ἔ­ρη­μο. Ἐ­μεῖς θέ­λο­υμε νά δοῦ­με καί τό ἕ­να καί τό ἄλ­λο καί πά­λι δέν ἔ­χο­υμε μνή­μη Θε­οῦ».

Υπαπαντή του Κυρίου_Presentation of Jesus at the Temple_Сретение Господне_4_11Τήν Σα­ρα­κο­στή τοῦ 1970 ἔπαθε γα­στρορ­ρα­γί­α. Ὁ π. Δη­μό­κλη­τος, ὁ για­τρός, τοῦ εἶ­πε ὅ­τι εἶ­ναι πο­λύ σο­βα­ρά καί πρέ­πει νά πά­η ἔ­ξω. Αὐ­τή τήν ἀ­σθέ­νεια πρέ­πει νά τήν ἀν­τι­με­τω­πί­ση ἡ ἐ­πι­στή­μη.
Ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι ἡ Πα­να­γί­α. Ἐ­γώ δέν βγαί­νω ἀ­πό τό Ἅ­γιον Ὄ­ρος.

Ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά κοι­μη­θῆ κα­τά τήν δι­άρ­κεια τῆς ἀ­γρυ­πνί­ας τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς. Τό ἔ­τος 1987, τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς πού πα­νη­γύ­ρι­ζε τό Μο­να­στή­ρι, ἀ­πο­βρα­δίς ὁ δι­α­κο­νη­τής πῆ­γε τό φα­γη­τό στόν πα­πα–Ἀν­δρέ­α. Ἔ­φα­γε, ἔ­πει­τα σταύ­ρω­σε τά χέ­ρια του καί ἐ­κοι­μή­θη κα­θι­στός. Με­τά τήν ἀ­γρυ­πνί­α ἔ­γι­νε ἡ κη­δεία­ του. Εἰ­δο­ποί­η­σαν τόν φί­λο του καί συ­να­σκη­τή του γέ­ρον­τα Σω­φρό­νιο τοῦ Ἔσ­σεξ ὅ­τι ἐ­κοι­μή­θη ὁ πα­πα–Ἀν­δρέ­ας καί ἀ­πάν­τη­σε: «Τό ξέ­ρω, ἤ­μουν ἐ­κεῖ».

Στήν κη­δεί­α του ὅ­σοι φί­λη­σαν τό χέ­ρι του εἶ­χαν τήν αἴ­σθη­ση ὅ­τι ἀ­σπά­ζον­ταν χέ­ρι Ἁ­γί­ου. Ἦταν­ σάν ἅ­γιο Λεί­ψα­νο. Κα­τά τήν ἐ­ξό­διο ἀ­κο­λου­θί­α ὁ Πνευ­μα­τι­κός του, πα­πα–Δι­ο­νύ­σιος Μι­κρα­γι­αν­να­νί­της, δι­η­γή­θη­κε μέ κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια τήν ἐμ­φά­νι­ση τῆς Πα­να­γί­ας στόν Μο­νο­ξυ­λί­τη. Μέ­χρι τό­τε οἱ πα­τέ­ρες δέν ἐ­γνώ­ρι­ζαν τί­πο­τε.
Κα­τά τήν ἀ­να­κο­μι­δή τοῦ λει­ψά­νου του, στίς 3 Αὐ­γού­στου 1994, τό δε­ξί του χέ­ρι εὐ­ω­δί­α­ζε σάν νά κρα­τοῦ­σε λι­βά­νι. Τό αἰ­σθάν­θη­κε ὁ πα­πα–Σω­φρό­νιος Ἁ­γι­ο­παυ­λί­της καί ἄλ­λοι πα­τέ­ρες. Φαί­νε­ται ἀ­πό τίς πολ­λές ἐ­λε­η­μο­σύ­νες πού ἔ­δι­νε, ὁ Θε­ός τοῦ ἔ­δω­σε αὐ­τή τήν χά­ρι.

Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με. Ἀ­μήν..
Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

***

Ερημίτης_Hermit_отшельник- еремит_6356504289_bb26eae09c_zΕὕρισκες παλαιὰ Γέροντες στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ τὸ κομποσχοίνι στὸ χέρι καὶ τὸ σακίδιο στὴν πλάτη νὰ ὁδοιποροῦν μεγάλες ἀποστάσεις μέσα στὰ δύσβατα μονοπάτια. Τὰ σώματά τους ἦταν ἀποξηραμμένα ἀπὸ τὴν πολυετῆ ἄσκηση, τὰ μάτια τοὺς βαθουλωμένα ἀπὸ τὶς ἀγρυπνίες καὶ τὸ στόμα τους ξηρὸ ἀπὸ τὶς συνεχεῖς ἐνάτες. Μερικὰ γεροντάκια ἦταν ἔγκλειστα στὰ Κελλιά τους. Δὲν πήγαιναν στὶς Καρυὲς ἢ στὴν Δάφνη γιὰ προμήθειες, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἔστελνε ἀγγέλους ἀγάπης, μοναχούς, ποὺ τοὺς βοηθοῦσαν. Δὲν εἶχαν ἀνθρώπινες παρηγοριὲς καὶ κοσμικὲς ἀνέσεις, ἀλλὰ αἰσθάνονταν οἱ ἴδιοι αὐτάρκεις, ἀνενδεεῖς καὶ ἦταν τελείως ἀμέριμνοι. Ἄλλοι σεβάσμιοι Γέροντες ποὺ ἔζησαν μὲ ὑπομονὴ στὸ Κοινόβιο καὶ λευκάνθηκαν στὴν ὑπακοὴ καὶ στὰ διακονήματα, ἀνέπνεαν τὸν Θεὸν καὶ τὸν Γέροντα καὶ ἔφθασαν σὲ μέτρα ἀπαθείας…
. Πολλὰ γεροντάκια «στεγνὰ» ἀπὸ τὴν ἄσκηση ἔκρυβαν μέσα τους πνεῦμα καὶ ζωή. Ἐξωτερικὰ ἦταν ἄπλυτοι μὲ παλαιά, ρυπαρὰ καὶ σχισμένα ζωστικά, ἀλλὰ σὲ αὐτὸ τὸ ἀτημέλητο σκεῦος ἔκρυβαν τὸν πολύτιμο θησαυρό, τὴν θεία χάρι, ποὺ ἀπέκτησαν μὲ τόσους ἀγῶνες καὶ νυχθήμερα παλαίσματα. Ἦταν ξένοι τοῦ κόσμου ἀλλὰ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ. Ἀγνοοῦσαν τὶς κοσμικὲς ἐξελίξεις ἀλλὰ γνώριζαν καλὰ «τὴν ὁδὸν τὴν ἄγουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον». Κακοπαθοῦσαν καὶ προσεύχονταν γιὰ τοὺς τρυφῶντες καὶ ἀναπαυομένους. Ἀγρυπνοῦσαν γιὰ τοὺς ὑπνοῦντες. Ἔχυναν δάκρυα καὶ μετανοοῦσαν γιὰ τοὺς γελῶντες. Ἂν καὶ ἀπόμακροι ἀπὸ τὸν κόσμο αἰσθάνονταν ἀδελφοὺς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀγκάλιαζαν μὲ τὴν προσευχή τους.

 Οἱ παλαιοὶ Πατέρες εἶχαν τὴν ἁπλότητα στὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους ἀλλὰ καὶ στὸν χαρακτήρα. Δὲν θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους πνευματικούς. Εἶχαν ἐπίγνωσι τῶν ἀδυναμιῶν τους καὶ ζοῦσαν τὴν μετάνοια. Εὔχονταν μεταξύ τους «καλὴ μετάνοια καὶ καλὸ τέλος».
 Αὐτοὺς τοὺς ἁγιασμένους Γέροντες ποὺ ὑπάρχουν μέχρι σήμερα, δὲν τοὺς βρίσκεις εὔκολα, γιατί γνωρίζουν νὰ κρύβωνται ἔντεχνα. Ἄλλα καὶ ἂν τοὺς συναντήσης πρέπει νὰ ἔχης πνευματικὰ αἰσθητήρια γιὰ νὰ τοὺς ἀναγνωρίσης καὶ νὰ ἐπικοινωνήσης μαζί τους.

Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ὀνησίμου
Ἦχος γ´

πόστολε ἅγιε Ὀνήσιμε, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ὀνησίμου
Ἦχος α’. Τῆς Ἐρήμου πολίτης

Ταῖς ἀκτῖσι τοῦ Παύλου φωτισθεὶς τὴν διάνοιαν, ὤφθης ὑπηρέτης τοῦ Λόγου καὶ Ἀπόστολος ἔνθεος· καὶ ὄνησιν ἐβράβευσας ζωῆς, Ὀνήσιμε θεράπον τοῦ Χριστοῦ, διὰ λόγων καὶ θαυμάτων θεοπρεπῶν, τοῖς πίστει ἐκβοῶσί σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι φαιδρῶς, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Ἀπολυτίκιον. τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Κουλακιώτου
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

ς Χαλάστρας τὸν γόνον Μακεδόνων τὸ βλάστημα, καὶ Νεομαρτύρων το κλέος, Ἰωάννῃ τιμῶμέν σε, καθάπερ γὰρ γενναῖος Ἀθλητής, εἰσῆλθες ἐν σταδίῳ πειρασμῶν, αποπνίξας το γαυρίαμα τῶν ἀνδρῶν, τῆς Ἄγαρα τῇ ἀγχόνῃ σου. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐν ἐσχάτοις σε καιροῖς, Μάρτυρα δείξαντα.

Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου Βαγιάνου
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.

Νέον στήριγμα, ὀρθοδοξίας, νεοκόσμητον, ἄνθος ἁγνείας, Νικομηδείας Ανθίμου συνώνυμος, τῶν ἀρετῶν δὲ ἐκείνου ὁμότροπος, νέων Ὁσίων σφραγὶς καὶ ἀγλάϊσμα, Πάτερ Ἄνθιμε, τῆς Χίου πάσης τὸ καύχημα, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἕτερον.Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Ἀνθίμου Βαγιάνου
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Χορὸς ὁ τῶν Πατέρων εὐμενῶς ὑποδέχθητι, τὸν νέον ἐν τοῖς χρόνοις, καὶ ὑμῶν τὸν ὁμότροπον· τὸ ἄνθος τὸ εὔοσμον Χριστοῦ, τὸν Ἄνθιμον τῆς Χίου, τὸ σεπτὸν ἐγκάλλωπισμα καὶ κλέος καὶ τῆς Μονῆς Βοηθείας δομήτορα, μέγιστον ἀντιλήπτορα πιστῶν, ἐκ γῆς μὲν μεθιστάμενον καὶ σὺν ὑμῖν ὑπὲρ ἡμῶν ἀεὶ πρεσβεύοντα.

Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τῆς Βίτσας
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

ησοῦν τῆς καρδίας ἐν ἀφελότητι, θερμῶς λατρεύοντα δεῦτε, Ὁσίων ὑπογραμμὸν, Ἱερέων, τὸν ἐν Βίτσῃ ἐνασκήσαντα, ὡς θαυμασίων φρυκτωρὸν, εὐφημήσωμεν λαμπρόν, Ἰάκωβον τὸν θεόπνουν, ἡμῶν ἀνύστακτον πρέσβυν, καὶ ἀρωγὸν ἐν περιστάσεσι.

Δόξα. Ἦχος πλ. β΄.

Σήμερον ὑπὲρ τὰς ἡλιακὰς φωτοχυσίας, ἐξέλαμψεν ἡ μνήμη τοῦ Ἀθλοφόρου Ἰωάννου, τὴν Ἐκκλησίαν φαιδρύνουσα. Οὗτος γὰρ προθυμίαν ἔχων γενναίαν, καὶ διεγηγερμένον φρόνημα, τὸν προστάτην τοῦ σκότους κατέβαλε καὶ διήγειρε τοὺς πιστοὺς πρὸς ἔπαινον. Χαίροις, αὐτῷ βοῶντες, ὁ τὸν φόβον διάπυρον τοῦ Θεοῦ κεκτημένος, καὶ θερμὸν αὐτοῦ τὸν ἔρωτα, ἐν τῇ ψυχῇ ἐῤῥιζωμένον ἔχων· χαίροις, ὁ ἡγησάμενος μέγαν κόσμον, Χριστιανὸς καλεῖσθαι, ἐν ἡμέραις πονηραῖς τῆς καταδουλώσεως τῶν υἱῶν τῆς Ἄγαρ· χαίροις, τῆς Χαλάστρας βλαστός, Θεσσαλονίκης τὸ κλέϊσμα, καὶ Μακεδονίας ἁπάσης τὸ ἐγκαλλώπισμα. Ἀλλ’ ὡς ἔχων παῤῥησίαν, πρὸς τὸν Χριστὸν πανεύφημε, μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

iconandlight.wordpress.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου