Συναξάριον τοῦ Πεντηκοσταρίου.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Δευτέρᾳ τῆς Πεντηκοστῆς, αὐτὸ
τὸ πανάγιον, καὶ ζωοποιόν, καὶ παντοδύναμον ἑορτάζομεν Πνεῦμα, τὸν ἕνα
τῆς Τριάδος Θεόν, τὸ ὁμότιμον, καὶ ὁμοούσιον, καὶ ὁμόδοξον τῷ Πατρὶ καὶ
τῷ Υἱῷ.
Στίχοι
Πᾶσα πνοή, δόξαζε Πνεῦμα Κυρίου,
Δι’ οὗ πονηρῶν πνευμάτων φροῦδα θράση.
«Ο σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος»
«Χαρά μου! σε παρακαλώ, απόκτησε το Πνεύμα της Ειρήνης».
Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ
Ομιλία
πώς η αγάπη του Θεού εκχέεται στις καρδιές των ανθρώπων
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
«ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν.» (Ρωμ. 5:5).
Η αγάπη είναι χαρά και η αγάπη μυρώνει με χαρά την καρδιά του ανθρώπου. Αδελφοί, η αγάπη είναι δύναμη και η αγάπη μυρώνει με δύναμη την καρδιά του ανθρώπου. Η αγάπη είναι ειρήνη και η αγάπη μυρώνει με ειρήνη την καρδιά του ανθρώπου. Από τη χαρά, τη δύναμη και την ειρήνη γεννιέται η ανδρεία και η αγάπη μυρώνει με ανδρεία την καρδιά του ανθρώπου.
Η αγάπη του Θεού, ως ευώδες μύρο,
εκχέεται στις καρδιές μας με κανέναν άλλο τροπο παρά δια του Αγίου
Πνεύματος, του Πανάγαθου και Παντοδύναμου Πνεύματος. Μολονότι καθόλου
δεν το αξίζουμε, το Πνεύμα του Θεού ξεχύνεται μέσα μας: η αγάπη του Θεού
εκχέεται στις καρδιές μας κατά το Μυστήριο του Χρίσματος. Ωστόσο, με
τον καιρό παραμελούμε αυτή την αγάπη και με την αμαρτία αποξενωνόμαστε
από τον Θεό και πέφτουμε στην ασθένεια της πνευματικής παράλυσης. Και το
Άγιο Πνεύμα μη θέλοντας να μείνει σε ένα ακάθαρτο σκεύος, απομακρύνεται
από την καρδιά μας.
Όταν το Άγιο Πνεύμα απομακρυνθεί από εμάς,
τότε φεύγουν αμέσως η χαρά, η δύναμη, η ειρήνη και η ανδρεία. Γινόμαστε
λυπημένοι, αποδυναμωμένοι, ταραγμένοι και φοβισμένοι. Όμως το Πανάγαθο
Πνεύμα του Θεού προσωρινά μόνο αποστασιοποιείται, δεν μας εγκαταλείπει
τελείως. Δεν μας εγκαταλείπει αλλά προσφέρει σε εμάς τους ασθενείς,
θεραπείες μέσα από το μυστήριο της Μετανοίας και το Μυστήριο της Θείας
Κοινωνίας.
Όταν πάλι καθαρίσουμε τον εαυτό μας μέσω
των Μυστηρίων της Μετανοίας και της Θείας Ευχαριστίας, τότε Αυτό, το
Άγιο Πνεύμα του Θεού, επανέρχεται και σκηνώνει μέσα μας και η αγάπη του
Θεού εκχέεται στις καρδιές μας.
Πέφτουμε, σηκωνόμαστε, πέφτουμε και σηκωνόμαστε! Όταν πέφτουμε, το Πνεύμα του Θεού στέκεται δίπλα μας και μας εγείρει, αν επιθυμούμε να εγερθούμε. Ωστόσο, όταν εγερθούμε, το Πνεύμα του Θεού έρχεται μέσα μας και μας παραστέκει έως ότου εμείς, λόγω της αμαρτωλότητας και της ανοησίας μας, ξαναπέσουμε. Έτσι, σε αυτή τη ζωή γινόμαστε εναλλάξ ένα εύφορο χωράφι και μια έρημος, υιοί μετανοίας και άσωτοι υιοί, πληρότητα και κενότητα, φως και σκοτάδι.
Ω, Πανάγιο Πνεύμα του Θεού, μη φύγεις ποτέ από εμάς, ούτε όταν Σε θέλουμε ούτε όταν δεν Σε θέλουμε! Να είσαι πάντοτε μαζί μας μέχρι τον θάνατό μας και σώσε μας, για να έχουμε αιώνια ζωή.
Ότι Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τούς αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Από το βιβλίο «Πνευματικό Ημερολόγιο, Ο Πρόλογος της Αχρίδος» – Μάιος, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Εκδόσεις ΆΘως
http://prologue.orthodox.cn/May24.htm
***
‘’…η ημέρα μου φαινόταν σαν νύχτα!’’
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Έλεγε ο γέροντας: «Όταν ήμουν στα Κατουνάκια, στο Κελλί του Υπατίου, ένα απόγευμα… Έλεγα συνέχεια την ευχή. Γύρω στις έντεκα την νύχτα γέμισε ξαφνικά το κελλί με ένα φως γλυκό, ουράνιο. Ήταν πολύ δυνατό, αλλά δεν σε θάμπωνε. Κατάλαβα όμως ότι και τα μάτια μου «δυνάμωσαν», για να μπορώ να αντέξω αυτήν την λάμψη. Όσο ήμουν σε αυτήν την κατάσταση, μέσα στο θείο εκείνο φως, ήμουν σ’ έναν άλλον κόσμο, πνευματικό. Αισθανόμουν μια ανέκφραστη αγαλλίαση, και τα σώμα μου ανάλαφρο: είχε χαθεί το βάρος του σώματος. Ένιωθα την Χάρη του Θεού, τον θείο φωτισμό. Θεία νοήματα περνούσαν γρήγορα από το νου μου σαν ερωταποκρίσεις. Δεν είχα προβλήματα, ούτε θέματα να ρωτήσω, όμως ρωτούσα και είχα συγχρόνως και την απάντηση. Ήταν ανθρώπινα λόγια οι απαντήσεις, είχαν όμως και θεολογία, αφού ήταν θείες. Και τόσο πολλά όλα αυτά, ώστε, αν τα έγραφε κανείς, θα γραφόταν άλλος ένας Ευεργετινός. Αυτό κράτησε όλη την νύχτα, μέχρι τις εννέα τα πρωί. Όταν πια χάθηκε εκείνο τα φώς, όλα μου φαίνονταν σκοτεινά. Βγήκα έξω και ήταν σαν νύχτα. «Τί ώρα είναι; Δεν έφεξε ακόμη»; ρώτησα έναν μοναχό που περνούσε από εκεί. Εκείνος με κοίταξε και μου απάντησε με απορία: «Τι είπες, πάτερ Παΐσιε»; «Τι είπα»; αναρωτήθηκα και μπήκα μέσα. Κοιτάζω τα ρολόι και τότε συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί, Η ώρα ήταν εννιά το πρωί, ο ήλιος ψηλά, κι εμένα η ημέρα μου φαινόταν σαν νύχτα! Ο ήλιος δηλαδή μου φαινόταν ότι ίσα-ίσα φώτιζε: σαν να είχε γίνει έκλειψη ηλίου. Ήμουν σαν έναν που πετιέται απότομα από το δυνατό φως στα σκοτάδι. Τόσο μεγάλη η διαφορά!»… (Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι ς΄ – Περί προσευχής – Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2012).
Όποιος νομίζει ότι μπορεί να γνωρίσει τα μυστήρια του Θεού, με την εξωτερική επιστημονική θεωρία, μοιάζει με τον άνθρωπο που θέλει να δει τον παράδεισο με το τηλεσκόπιο.
***
Αισθάνθηκα μιά φωτιά να κατεβαίνη από ψηλά… ολοφώτεινη σαν τον ήλιο του μεσημεριού
«Ήταν Σάββατο, 19 Οκτωβρίου 1934. Την ημέρα αυτή η Εκκλησία μας εορτάζει τον προφήτη
Ιωήλ, ο οποίος προφήτευσε… ότι ο Θεός, όταν έλθη ο Μεσαίας, θα εκχέη το
Πνεύμα Του το Άγιο, επί πάσαν σάρκαν, επί τους δούλους Του.
Στην Παλαιά Διαθήκη παρατηρούμε ότι το Άγιο
Πνεύμα εδίδετο μόνο σε τρεις τάξεις ανθρώπων: στους Ιερείς, στους
Βασιλείς και στους Προφήτες.
Το αντίθετο προκύπτει από την Καινή Διαθήκη. Με
το Βάπτισμα και κατόπιν με το Χρίσμα, λαμβάνουμε όλοι το Πνεύμα το
Άγιο, σύμφωνα με την εντολή τού Θεού, ”πληρούσθε διά Πνεύματος”, πού πρέπει να αγωνιζόμασθε διαρκώς ώστε, με τη βοήθεια του Παντοδυνάμου, να διατηρήται μέσα μας και να αυξάνεται.
Όμως, μέχρι τότε, γιά μένα ήταν άγνωστο και
εντελώς αδιάφορο αν συμβαίνη αυτό, γιατί, όπως έχω πει επανειλημμένους,
εγώ μεγάλωσα κάτω από την επίδρασι άλλων άσχετων ιδεών. Καθοδηγούμενη
από μιά έμφυτη έντονη κλίσι στα μαθηματικά είχα προσανατολίσει το μυαλό
μου σε στόχους καθαρά πρακτικούς γι’ αυτό, άλλωστε, σπούδασα θετικές επιστήμες, στην Αθήνα, στο Λονδίνο και τη Βιέννη, με συνέπεια να μη μπορώ να δεχθώ και να πιστέψω, τίποτε αν δεν είχα αποδείξεις.
Ήμουν άθεη, δεν πίστευα σε
τίποτε και σε κανένα. Θρησκεία μου ήταν η επιστήμη αλλά και αυτής,
ακόμη, τα πορίσματα δεν τα δεχόμουν θεωρητικά και ατεκμηρίωτα.
Τα δεχόμουν μόνο με αποδείξεις στο εργαστήριο, μετά από το πείραμα και
το δοκιμαστικό σωλήνα. Ακόμη κι όταν κάποτε μου τέθηκε το υπαρξιακό
ερώτημα: —Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής, ποιος είναι ο προορισμός του ανθρώπου, από που ερχόμασθε, που πηγαίνουμε:
Και πάλι η απάντησί μου ήταν: —Δεν με
ενδιαφέρει, ούτε έχω χρόνο να το ψάξω το θέμα, εγώ δεν έχω χρόνο να
διαθέσω έξω από τις σπουδές μου, ούτε πιστεύω και γιατί άλλωστε να
πιστέψω;
Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε πού εγκαταστάθηκα στο Λονδίνο και εν τω μεταξύ είχα γνωρισθή… με την οικογένεια Πελεκάνου και με άλλους εκλεκτούς χριστιανούς
αλλά και ιερωμένους όπως ο πρωθιερέας της Αγίας Σοφίας Μιχαήλ
Κωνσταντινίδης και ο πατέρας Ιάκωβος και συμμετείχα κάθε Σάββατο στις
συγκεντρώσεις τους.
Σ’ αυτές δεν πήγαινα, βέβαια, επειδή
πίστευα αλλά γιατί μέσα εκεί, σε μιά ήρεμη ατμόσφαιρα αισθανόμουν και
εγώ ήρεμη. ’Άκουγα, πάντως, με προσοχή τα αναγνώσματα, και τις
συζητήσεις τους, παρακολουθούσα τη συμπεριφορά τους και κάθε φορά, όλο
και περισσότερο, με εντυπώσιαζε η γαλήνη στα πρόσωπα καθώς και η
πραότητα και ταπεινοφροσύνη τους.
Αρκετές φορές, εκεί, σ’ εκείνο το περιβάλλον, ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους, έκανα τη σκέψι: “αν υπάρχη κάπου η Αλήθεια αυτή μπορεί να είναι στο Χριστιανισμό”. Και κάποια άλλη ακόμη: ’Αν το καλοσκεφθή κανείς το λεγόμενο υπαρξιακό πρόβλημα είναι το πρώτο το οποίο πρέπει να λύση ο άνθρωπος”.
Αυτό ήταν γιά μένα καθοριστικό: Δηλαδή,
το ότι το υπαρξιακό εμφανιζόταν ως “πρόβλημα”, ήταν αρκετό να αρχίση
κάποτε, να με κεντρίζη. ’Από τη φύσι του μαθηματικός ο νους μου
ερεθίσθηκε αμέσως υπό την ιδέα της έρευνας, με αποτέλεσμα να θέλω
κατόπιν να διαβάζω πλήθος βιβλίων άλλων υπέρ και άλλων κατά τού
χριστιανισμού. Και τούτο γιατί με ενδιέφερε με την αντιπαράθεσι να
διαμορφώσω, ανεπηρέαστη, μιά αντικειμενική γνώμη την οποία θα υποδεχόταν
η λογική μου.
Αλλά, και η λογική, από τη φύσι της με
οδηγούσε ως ένα σημείο παραδοχής: “ότι κάποια αλήθεια υπάρχει προφανώς
στο χριστιανισμό”, όμως, εκεί σταματούσε, αδύναμη να προχωρήση πιό πέρα.
Η εσωτερική επιθυμία μου και, μάλιστα, γιά να γνωρίσω την Αλήθεια, δεν
ήταν αρκετή, αφού στην πραγματικότητα η ψυχή μου, διαποτισμένη με την
αδιαφορία και την άρνησι, περί άλλα ετυρβάζετο καίτοι ενός είχε χρείαν.
Έτσι, άρχιζε πάντα τα Σάββατα, ο εσωτερικός
διχασμός, η σύγκρουσι, η αγωνία. Κάποτε, σε μιά στιγμή έντονης ανάγκης
να λυτρωθώ από το επώδυνο συναίσθημα της μοναξιάς και του απύθμενου
κενού, βλέποντας τους άλλους να προσεύχωνται, όλοι μαζί, δάκρυσα από το
παράπονο και είπα μέσα μου: “Θεέ μου, αν υπάρχη σε σένα η Αλήθεια σε
παρακαλώ, αποκάλυψέ την, γιατί αλλιώς δεν μπορώ να πιστέψω”.
Όπως κάθε Σάββατο, βράδυ, έτσι κι εκείνο
της 19ης Οκτωβρίου 1934 βρέθηκα στο σπίτι του Πελεκάνου. Ο οικοδεσπότης
με είχε στα δεξιά του. Είχε αρχίσει από αρκετή ώρα να διαβάζη αποσπάσματα από την Αγία Γραφή και στη συνέχεια το Ευαγγέλιο της Κυριακής.
Από την ίδια στιγμή είχε αρχίσει και
τούτη τη φορά να με βασανίζη αυτή η ανυπόφορη εσωτερική πάλη των
αντιφατικών συλλογισμών και των αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων, πού
κατέληγε σε ανελέητο ροκάνισμα της ψυχής μου, από αμφισβητήσεις,
αμφιβολίες, απορίες. Ήταν ένα άγριο κονταροχτύπημα δυνάμεων τις οποίες
δεν μπορούσα να πειθαρχήσω. Και αμέσως κατάλαβα οριστικά και χωρίς
ενδοιασμό ότι δεν άντεχα άλλο πιά, και είπα στον εαυτό μου. ‘Έσύ, τί
κάθεσαι και ακούς τόση ώρα, αφού δεν πιστεύεις; Τί βρίσκεις εδώ μέσα;
Γιατί δεν σηκώνεσαι να φύγης;”.
Και τότε, ξαφνικά…
Εδώ σταμάτησε, η Χρύσω την αφήγησι και
πήρε μιά βαθιά ανάσα. Με κύτταξε στα μάτια και με ρώτησε αν με κούρασε.
Ύστερα πήρε κι άλλες πολλές από εκείνες τις χαρακτηριστικές αναπνοές,
πού συνοδεύονταν από τα γνωστά μικρά βηχάκια όταν ήθελε, πριν μιλήση, να
καθαρίση τη φωνή της. Όση ώρα αφηγείτο είχα τη βεβαιότητα ότι είχε
γυρίσει 60, περίπου, χρόνια πίσω στο Λονδίνο, στο σπίτι του Πελεκάνου
και ξαναζούσε την εμπειρία εκείνης τής βραδιάς. Με παρέσυρε και μένα και
την ακολούθησα στην αναδρομή της καθώς μου μετέδιδε σε μιά
νοερή οθόνη ότι ένοιωθε, ότι έζησε τότε.
Δεν ξέρω τί παρατήρησε στο πρόσωπό μου και μου είπε:
—Ηρεμήσθε…
Δεν θυμάμαι να είχα ξαναδεί αυτή την
έκφραση της, αυτό το βλέμμα και το ύφος πού μαρτυρούσαν, τώρα, σε
αντίθεσι με το τότε, μιά εσωτερική νηνεμία, γαλήνη, ευδαιμονία. Πάνω από
το σοφό μέτωπο, πλαισίωναν το κεφάλι της, σαν στέφανος, τα πάλευκα,
όπως το καθαρό χιόνι, μεταξένια μαλλιά της όλα μαζί συνέθεταν την
προτομή ενός εξαΰλωμένου πλάσματος πού πλημμύριζε όλο το χώρο με μιά
ιερή πνευματικότητα.
Και, τότε, συνέχισε η Χρύσω, μου συνέβη κάτι το εντελώς απροσδόκητο και κάθε φορά που το θυμάμαι, αισθάνομαι ρίγος να διαπερνά το σώμα μου και πιό βαθιά μιά δόνησι να με συνταράζη.
Μέσα
σε εκείνο το υποβλητικό περιβάλλον, την αδιατάρακτη σιγή, πού δεν
ακουγόταν ούτε ο παραμικρός θόρυβος εκτός από την απαλή, σιγανή φωνή του
Πελεκάνου, καθώς ο νους μου αχαλίνωτος ακροβατούσε, ενώ η ψυχή μου
αδρανούσε μέσα σε μιά νεκρική παγωνιά, αποκαμωμένη γιατί είχε φθάσει στα
ακραία όρια αντοχής, άκουσα μιά
δυνατή βουή ανέμου και ευθύς αμέσως, σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ένοιωσα να
γίνεται ένας ισχυρός σεισμός πού με συγκλόνισε. Φόβος με κυρίεψε.
Έκανα μιά απότομη, ενστικτώδη κίνησι να
σηκωθώ αλλά ξανακάθησα, αποσβολωμένη, στο κάθισμά μου όταν κύτταξα γύρω
μου και είδα όλους τούς άλλους ακίνητους στις θέσεις τους ν’ ακούν ήρεμα
το Ευαγγέλιο. Και η ταραχή μου μεγάλωσε ακόμα πιό πολύ όταν κατάλαβα
πώς ο σεισμός αυτός δεν προερχόταν από κάτω, από τα έγκατα της Γης αλλά από ψηλά, ίσως, από τον Ουρανό. Μα πριν καλά-καλά συνέλθω, συνέβη κάτι σπουδαιότερο.
Αισθάνθηκα μιά φωτιά να κατεβαίνη πάλι από ψηλά και να περνάη μέσα από το μέτωπό μου κι ύστερα μέσα από το στήθος μου, βαθιά στο εσωτερικό μου. Και
τρόμαξα για δεύτερη φορά και ο φόβος μου έγινε πανικός από τούτη τη
φωτιά καθώς ο νους μου πού τα είχα χαμένα δεν μπορούσε να συλλάβη αυτά
πού ξαφνικά και τόσο γρήγορα μου συνέβαιναν και, φυσικά, ούτε να δώση ο
νους μου εξήγησι μπορούσε.
Όμως, σε λίγο, πολύ λίγο, δεν χρειαζόμουν,
πιά, καμιά εξήγησι της λογικής μου σκέψεως γιατί μου ήλθε από άλλη θύρα
εκείνη η εξήγησι πού δεν χωρά- αμφιβολία και δεν χρειάζεται ερμηνεία. Ήλθε από την Θύρα της ψυχής μου, πού άνοιξε διάπλατη, κι ήταν ολοκάθαρη
σαν το κρύσταλλο και ολοφώτεινη σαν τον ήλιο του μεσημεριού, καθώς η
πύρινη εκείνη φλόγα πού έπεσε σαν αστραπή, αντί να με κάψη και να μου
προκαλέση κακό, εισχώρησε όπως ένα δυνατό φως και μιά γλυκιά θερμή πνοή, έλυωσε τον πάγο και ευθύς αμέσως βεβαιώθηκα την ίδια ακριβώς στιγμή πώς έδιωξε από μέσα μου την παγωνιά του θανάτου.
Και ενώ, μερικά λεπτά πριν, είχα σχεδόν αποδιοργανωθή εσωτερικά μη
μπορώντας να βάλω μιά τάξι μέσα μου κι ήμουν έτοιμη να το βάλω στα
πόδια, ένοιωσα να καταλαγιάζη, αυτόματα, όλη η αντάρα, και να κυκλοφορή
στις φλέβες μαζί με το αίμα μου μιά απέραντη γαλήνη, μιά ανείπωτη
ευτυχία την οποία δεν μπορούν να σου δώσουν όλες μαζί οι χαρές της ζωής.
Η πρώτη σκέψι μου ήταν να κυττάξω και πάλι γύρω μου να δω τί είχαν αντιληφθή οι άλλοι. Όμως, και τούτη τη φορά δεν παρατήρησα απολύτως τίποτα. Κανένα σημάδι στα πρόσωπα ή στην έκφραση τους πού να μαρτυρά πώς και εκείνοι είχαν αισθανθή ό,τι και εγώ ή είχαν καταλάβει αυτά τα οποία συνέβησαν σε μένα. Όλοι ήταν αδιάφοροι, κανένας δεν με πρόσεχε, όλοι, εκτός από έναν, τον οικοδεσπότη, ο οποίος όση ώρα διάβαζε, δίπλα μου, ένοιωθα ότι με παρακολουθούσε με την άκρη τού ματιού του και τη στιγμή κατά την οποία γύρισα προς αυτόν το βλέμμα μου, έκλεισε το Ευαγγέλιο, έκανε το σταυρό του και ψιθύρισε:
-Σ’ ευχαριστώ Παναγία μου.
Από τη στιγμή εκείνη ήμουν απολύτως
βέβαιη ότι ο Θεός ήταν εντός μου και όταν επέστρεψα στο δωμάτιό μου, το
ίδιο βράδυ, ένοιωθα τόσο ευτυχισμένη και μ’ ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα,
κυττάζοντας προς τον Ουρανό, έκανα την προσευχή μου: “Πάτερ ημών ο εν τοις Ουρανοίς…”.
Ναι!!! Ο Θεός ήταν μέσα μου,
ήταν αυτή η φωτιά. Γιατί ο Θεός είναι ΦΩΤΙΑ, πού θερμαίνει χωρίς να
καίη. Κατακαίει μόνο όποιο βλαβερό ζιζάνιο έχει φυτρώσει στην ψυχή γιά
ν’ ακολουθήση η καλλιέργεια και η σπορά του Θείου Λόγου κι ύστερα να
φυτρώση η γαλήνη και η ευτυχία.
Όταν, το άλλο πρωΐ, στην Εκκλησία, καλημέρησα τον κύριο Πελεκάνο και πριν τελειώσω τη φράσι μου:
Ξέρετε, χθες το βράδυ, στο σπίτι σας… με διέκοψε και μου είπε:
—Ξέρω, ξέρω τί έγινε, γιατί είχα προσευχηθή, πάρα πολύ, στην Παναγία, αλλά μην το πεις αυτό, ποτέ, σε κανέναν».
Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ,
Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, Χρύσως Πέππα-Μακρυκώστα. Η
Πορεία μιας ζωής. Εκδόσεις ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΓΩΝΙΑ Αθήνα 1977
***
Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου
Να γίνομε γεμάτοι, έμπλεοι Αγίου Πνεύματος. Εδώ έγκειται η ουσία της πνευματικής ζωής. Αυτό είναι η τέχνη. Τέχνη τεχνών. Ας ανοίξουμε τα χέρια κι ας ριχθούμε στην αγκαλιά του Χριστού. Όταν έλθει ο Χριστός, κερδίσαμε το παν. Ο Χριστός θα μεταποιήσει τα πάντα μέσα μας. Θα φέρει την ειρήνη, τη χαρά, την ταπείνωση, την αγάπη, την προσευχή, την ανάταση. Η χάρις του Χριστού θα μας ανακαινίσει. Αν στραφούμε σ’ Αυτόν με πόθο, με λαχτάρα, με αφοσίωση, με έρωτα, ο Χριστός θα μας τα δώσει όλα.
Απλότητα και αγαθότητα. Αυτό είναι το παν, για ν’ αποκτήσετε τη θεία χάρι. Πόσα μυστικά υπάρχουν στην Αγία Γραφή! «Κακότεχνος ψυχή» είναι η κακοφτιαγμένη, η κακοχτισμένη ψυχή, αυτή που κατασκευάζει το κακό. Ούτε εισέρχεται ούτε, πολύ περισσότερο κατοικεί η θεία σοφία σε μια τέτοια ψυχή. Όπου υπάρχει διαφθορά και δολιότητα, δεν εισέρχεται η χάρις του Θεού.
Φως Χριστού θα πλημμυρίσει την ψυχή σας.
Αυτό το φως είναι το άκτιστο φως του Χριστού. Άμα αποκτήσομε αυτό το φως, θα γνωρίσωμε την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ο Θεός.
Ο Θεός τα γνωρίζει όλα. Γι’ Αυτόν είναι όλα γνωστά φωτεινά. Ο κόσμος
είναι έργο Θεού. Αυτόν τον κόσμο ο Θεός τον φωτίζει με το άκτιστον φως
Του. Ο Θεός είναι φως ο ίδιος. Είναι φως διότι γνωρίζει τον εαυτό Του.
Εμείς δεν γνωρίζομε τον εαυτό μας, γι’ αυτό είμαστε στο σκότος. Όταν αφήσομε το φως να μας διαποτίσει, τότε έχομε κοινωνία με τον Θεό. Αν αυτό δεν γίνει, τότε έχομε άλλα φώτα, χίλια φώτα αλλά δεν έχομε το φως. Όταν είμαστε ενωμένοι μαζί Του, ο Χριστός μας κάνει φωτεινούς. Το φως το μέγα το προσφέρει στον καθένα μας. Μακάρι να το δεχόμαστε. Τότε αποκτούμε και πίστη πιο βαθιά και συμβαίνει αυτό που λέει το κείμενο της Σοφίας Σολομώντος: «εμφανίζεται τοις μη απιστούσιν Αυτώ».
Σ’ αυτούς που δυσπιστούν, αμφιβάλλουν κι
αμφισβητούν και τα σκέπτονται μόνο με τη λογική και δεν είναι ανοικτοί
στον Θεό, ο Θεός δεν εμφανίζεται. Σε κλειδωμένες ψυχές ο Θεός δεν εισέρχεται, δεν εκβιάζει δεν παραβιάζει.
Αντίθετα, σ’ αυτούς που έχουν πίστη απλή χωρίς διακυμάνσεις, ο Θεός
εμφανίζεται και χαρίζει το άκτιστον φως Του. Το δίδει πλούσια και στην
εδώ ζωή και πολύ περισσότερο στην άλλη.
Μην κοιτάζετε αυτό που σας συμβαίνει, αλλά να κοιτάζετε το φως, τον Χριστό,
όπως το παιδί κοιτάζει την μητέρα του, όταν κάτι του συμβεί. Όλα να τα
βλέπετε χωρίς άγχος, χωρίς στενοχώρια, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο. Δεν
είναι ανάγκη να προσπαθείτε και να σφίγγεσθε. Όλη σας η προσπάθεια να είναι ν’ ατενίσετε προς το φως, να κατακτήσετε το φως. Έτσι, αντί να δίδεσθε στη στενοχώρια, που δεν είναι του Πνεύματος του Θεού, θα δίδεσθε στη δοξολογία του Θεού.
Όταν έλθει το Πνεύμα το Άγιον, θα σας διδάξει και θα σας υπομνήσει τα πάντα.
Bίος καί Λόγοι, Αγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, σελ.298-9,309,462, Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής-Χρυσοπηγής, Χανιά Κρήτη 2003
Τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πρεσβείαις τῶν Ἀποστόλων σου, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς, Ἀμήν.
Το Πνεύμα του Θεού γεμίζει τις καρδιές μας με χαρά και ειρήνη. Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ
https://iconandlight.wordpress.com/2017/06/03/18121/
Ο Άγιος Παΐσιος και ο Άγιος Πορφύριος μιλούν με την γλώσσα της Αγίας Πεντηκοστής!
https://iconandlight.wordpress.com/2021/06/21/64004/
Νύχτα, παραμονή του Αγίου Πνεύματος με τον Άγιο Πορφύριο, Να γίνομε γεμάτοι, έμπλεοι Αγίου Πνεύματος.
https://iconandlight.wordpress.com/2015/05/31/%CE%BD%CE%B1-%CE%B3%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B5-%CE%B3%CE%B5%CE%BC%CE%AC%CF%84%CE%BF%CE%B9-%CE%AD%CE%BC%CF%80%CE%BB%CE%B5%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CE%B3%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%BD%CE%B5%CF%8D%CE%BC/
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’
Εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ δι’ αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι. (Ἐκ γ’)
Ἦχος α’
Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν, ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας. Ὁμοούσιε καὶ Ὁμόθρονε, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ, Παράκλητε, δόξα σοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου