Στάρετς Θεόφιλος ο δια Χριστόν Σαλός
Όλοι βρισκόμαστε μέσα στην πρόνοια του Θεού.
Ακόμα και όταν βρισκόταν ανάμεσα
σ’ ανθρώπους ήταν νοερά στον ουρανό με τον Θεό, ήταν βυθισμένος στην
αδιάλειπτη καρδιακή προσευχή.
Η πρώτη κατάσταση στην πνευματική
ζωή, είναι το να υποφέρει κανείς και να βαδίζει τα στενά και γεμάτα
θλίψεις μονοπάτια του Σταυρού, παλεύοντας ενάντια στον εαυτό του, στον
κόσμο και στον διάβολο.
Είναι αδύνατο για εμάς τους αμαρτωλούς,
που δεν έχουμε καθαρίσει τις καρδιές μας από τα πάθη, να κατανοήσουμε το
θαυμαστό μυστήριο της Χάριτος που βιώνει η ψυχή των αληθινά δικαίων.
Ο αγιασμένος άνθρωπος, αγγίζοντας βαθιά τις
καρδιές μας με την πνευματική του θερμότητα, συναρπάζει τον νου μας με
την σπάνια λάμψη της υψηλής και ξένης πολιτείας του και οδηγεί τις ψυχές
μας στο θαυμαστό Φως του Θεού που καταυγάζει τους εκλεκτούς Του.
Οι άνθρωποι μας αποσπούν από τον Θεό. Αλλά το ερημητήριο μας οδηγεί πιο κοντά σ’ Εκείνον.
Το προορατικό χάρισμα του στάρετς
Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος σύντομα θα άλλαζε γνώμη σχετικά με τον μακάριο. Μέχρι τώρα είχε αμφιβολίες για την αγιότητα της ζωής και το προορατικό χάρισμα που απέδιδαν στον Θεόφιλο, αλλά τα μάτια του θα άνοιγαν σύντομα.
…ο Μητροπολίτης έδειξε περισσότερο ενδιαφέρον για τον στάρετς και άρχισε να τον παρατηρή προσεκτικά. Αποφάσισε να επισκεφθή τον στάρετς στο κελλί του με σκοπό να βγάλη ένα τελικό συμπέρασμα για τις άδικες κατηγορίες που υπήρχαν εις βάρος του. Ο Μητροπολίτης ξεκινούσε πολλές φορές για το κελλί του Θεοφίλου αλλά κάθε φορά ο Θεόφιλος προσπαθούσε να αποτρέψη τον Μητροπολίτη από την απλή περιέργεια. Μια φορά ο στάρετς έφτασε στο σημείο να καλύψη την πόρτα του κελλιού του απέξω με χαμόκλαδα και πηλό έτσι ώστε ο Μητροπολίτης να αναγκαστή να γυρίση πίσω.
Τελικά ο Μητροπολίτης με τη συνοδεία του συγκελλιώτη του κατάφερε να φθάση και να βρη τον Θεόφιλο στο κελλί του. Ο μακάριος δέχθηκε τον υψηλό επισκέπτη πολύ εγκάρδια βάζοντάς τον να καθίση στο μικρό πάγκο, ενώ αυτός πήγε να ετοιμάση το σαμοβάρι. Όταν το νερό άρχισε να βράζη μετέφερε το σαμοβάρι στη μέση του κελλιού, το έβαλε στο πάτωμα και τοποθέτησε μια πήλινη γαβάθα κάτω από τη βρυσούλα του. Μετά πήρε την ράβδο του αρχιερέως και την κοίταξε προσεκτικά απ’ όλες τις μεριές.
«Και πόσο αξίζει αυτό το μπαστούνι;» ρώτησε ο μακάριος κοιτάζοντας τον Μητροπολίτη.
«Τίποτε», απάντησε ο Μητροπολίτης.
«Όχι», είπε ο στάρετς. «Αξίζει τουλάχιστον εικοσιπέντε ρούβλια».
Και με αυτά τα λόγια τοποθέτησε τη ράβδο στη γαβάθα που βρισκόταν κάτω από το σαμοβάρι· έβγαλε το καπάκι και το πέταξε στη γωνία. Το νερό έτρεξε πάνω στη ράβδο, γέμισε τη γαβάθα και ξεχειλίζοντας έπεφτε στο πάτωμα. Ο Μητροπολίτης τα είδε όλα αυτά με μεγάλη απορία, διέσχισε το βρεγμένο πάτωμα και βιαστικά βγήκε από το κελλί.
Πέρασαν μερικές ημέρες. Ήταν Ιούνιος και ο καιρός ήταν λαμπερός και ευχάριστος. Ο Μητροπολίτης αποφάσισε να πάη μόνος του έναν περίπατο στο δάσος. Το ντύσιμο του ήταν τέτοιο που σχεδόν δεν ξεχώριζε από τους μοναχούς του Γκολοσέγιεβο. Φορούσε μονάχα ένα απλό ράσο και σκούφο, κρατούσε ένα απλό μπαστούνι στο ένα χέρι και ένα Ευαγγέλιο ή Απόστολο στο άλλο.
Έμοιαζε περισσότερο για στάρετς του μοναστηριού παρά για Μητροπολίτης. Κοντά στο τέλος του δάσους του Γκολοσέγιεβο υπήρχε ένα βουναλάκι κι εκεί δίπλα σε ένα φράχτη υπήρχε ένα ξύλινο παγκάκι στο οποίο πάντοτε ο Μητροπολίτης ξεκουραζόταν. Αυτό ήταν το αγαπημένο σημείο του Μητροπολίτη, γιατί από εκεί είχε εξαιρετική θέα· τόσο η πόλι όσο και η Λαύρα απλωνόταν μπροστά στα μάτια του. Απολαμβάνοντας το απόμερο μέρος ο Μητροπολίτης συνήθιζε να κάθεται εκεί για ώρες και υψώνοντας τα ιερά του χέρια στον ουρανό προσευχόταν μυστικώς για το καλό όλων όσων ζούσαν στην αγία πόλι και στην Πετσέρσκαγια Λαύρα.
Αυτή τη φορά επιθυμούσε να πη τη συνηθισμένη του προσευχή και γονάτισε κάτω, αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή ένας άνθρωπος με ένα ρόπαλο τον πλησίασε μέσα από τους θάμνους και δείχνοντας το ρόπαλο που κρατούσε, ρώτησε τον Μητροπολίτη:
«Και πόσο αξίζει αυτό το μπαστούνι;».
Ο Μητροπολίτης θέλησε να τον ευλογήση, αλλά ο ξένος έκανε γρήγορα γνωστό τον σκοπό του:
«Μην ταράζεσαι, απλώς δώσε μου ό,τι πράγμα αξίας έχεις επάνω σου».
Ο Μητροπολίτης γαλήνια τράβηξε το πορτοφόλι του στο οποίο υπήρχαν εικοσιπέντε ρούβλια και είπε, ενώ του το έδινε:
«Λοιπόν, αδελφέ, λυπάμαι. Υπάρχουν πολύ λίγα χρήματα εδώ».
Αλλά όταν ο Μητροπολίτης μετακίνησε τις πτυχές του ράσου του με σκοπό να τραβήξη το πορτοφόλι του, ο κλέφτης πρόσεξε ένα χρυσό ρολόι με αλυσίδα.
«Εάν υπάρχουν πολύ λίγα εδώ. τότε δος μου το ρολόι σου και την αλυσίδα».
Ο Μητροπολίτης ήρεμα εκτέλεσε την απαίτησι.
«Αχά!», είπε ο ξένος. «Φαίνεται να είναι χρυσό».
«Και τι μ’ αυτό;» είπε ο Μητροπολίτης. «Αυτό που θα ήταν προς όφελός σου, αδελφέ…».
«Πώς γίνεται να είσαι μοναχός, και να έχης χρυσό ρολόι; Ή μήπως δεν είσαι ενας συνηθισμένος μοναχός; Μήπως είσαι σκευοφύλακας ή κάτι τέτοιο;».
«Όχι, δεν είμαι σκευοφύλακας».
«Τότε ποιος είσαι;».
«Για να σου πω την αλήθεια, με φωνάζουν Μητροπολίτη».
«Μητροπολίτη!!» ψέλλισε έκπληκτος ο ξένος.
«Λοιπόν, ναι. Τι είναι αυτό, αγαπητέ μου, που σε κάνει τόσο πολύ να ταράζεσαι; Ο Κύριος να είναι μαζί σου».
Ο ξένος έπεσε στα πόδια του.
«Λοιπόν, αδελφέ, σήκω επάνω και συνόδευσε με προς τη Μονή και σε παρακαλώ να μη φοβάσαι τίποτε».
Καθώς πλησίαζαν το ερημητήριο ο Μητροπολίτης γύρισε για να μιλήση στον δυστυχή:
«Θα ήταν σοφό, αδελφέ μου, εάν μου έδινες πίσω το ρολόι και την αλυσίδα. Βλέπεις, είναι χαραγμένο το όνομά μου επάνω. Ποιος ξέρει σε τι προβλήματα θα μπης, όταν προσπαθήσης να το πουλήσης! Θα ήταν καλύτερα αν έμενες εδώ λιγάκι. Μπορείς να μείνης μαζί μας ως ένας οδοιπόρος και θα σου δώσω επιπλέον κάποια χρήματα!».
Ο ξένος έδωσε πίσω το ρολόι και ο Μητροπολίτης συνέχισε για την καλύβη. Συναντώντας στην πύλη τον συγκελλιώτη του, τον πατέρα Σέργιο, του παρήγγειλε να πάη γρήγορα στην είσοδο, όπου θα εύρισκε έναν οδοιπόρο, ο οποίος είχε την καλωσύνη να τον συνοδεύση και να τον προσκαλέση μέσα. Ο π. Σέργιος πήγε και πέρα από την είσοδο, αλλά ο ξένος είχε ήδη εξαφανισθή.
«Τι αγενής άνθρωπος», είπε ο Μητροπολίτης. «Δεν πειράζει, ο Κύριος ας είναι μαζί του».
Αφού κάθισε λίγη ώρα κάτω και ηρέμησε, ο Μητροπολίτης ειδοποίησε να έλθη ο Θεόφιλος. Όταν αυτός εμφανίσθηκε, ο Φιλάρετος έδειξε με το χέρι το μπαστούνι του και είπε χαμογελώντας:
«Η πρόβλεψίς σου εκπληρώθηκε, Θεόφιλε. Το μπαστούνι αξίζει εικοσιπέντε ρούβλια. Δεν είναι όμως αυτό που με τρομάζει. Αυτό που με τρομάζει είναι ότι ο κακοποιός θα μπορούσε να είναι η αιτία για να χυθή τόσο από το αίμα μου, όσο βραστό νερό άφησες να τρέξη από το σαμοβάρι».
«Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου. Κύριε!»[1], απάντησε ο μακάριος λέγοντας την αγαπημένη του φράσι.
Σύμβουλος σε θέματα γάμου
Ο στάρετς Θεόφιλος ήταν τόσο γνωστός στην περιφέρεια του Κιέβου που κανένας απλοϊκός, ευσεβής και θεοφοβούμενος άνθρωπος στην περιοχή δεν ξεκινούσε τις υποθέσεις του χωρίς προηγουμένως να ζητήση την συμβουλή και την υπόδειξι του στάρετς. Σπάνια θα άρχιζε γάμος χωρίς την ευχή του. Καθένας αποδεχόταν, χωρίς συζήτησι, τον λόγο του στάρετς, ακόμα και αν ήταν αυστηρός ή δυσάρεστος, και εκτελούσε την συμβουλή του με ακρίβεια, σαν προφητική φωνή από τον ουρανό.
Στο Κίεβο ζούσε ένας μεσίτης, ο Ιβάν Ν. Στα νειάτα του, όταν εργαζόταν ως πωλητής σε κάποιο κατάστημα, αποφάσισε να παντρευτή. Για πολύ καιρό έψαξε την κοπέλλα των ονείρων του, και κάποτε, σε μια συγκέντρωσι εμπόρων, το βλέμμα του έπεσε πάνω στην Λιουμπότσκα Ζ. Η μοίρα του μεσίτη είχε αποφασισθή. Θα έκανε πρότασι γάμου στην Λιουμπότσκα. Ντύθηκε με τα πιο καλά ρούχα του, πήγε στο σπίτι των γονέων της και φανέρωσε τις προθέσεις του. Από τη μητέρα της κοπέλλας πήρε την εξής απάντησι:
«Η Λιουμπότσκα μας είναι ήδη αρραβωνιασμένη. Ο μνηστήρας της είναι ο νεαρός Χέντρικ Μ. Αν και είναι Λουθηρανός στο θρήσκευμα, δεν μπορούμε να πάρουμε πίσω τον λόγο μας».
«Θεέ μου! Μα αγαπώ πολύ την κόρη σας!».
«Λοιπόν, τι μπορεί να γίνη; Κρίμα που δεν μας μίλησες γι’ αυτό νωρίτερα».
Ο μεσίτης ήταν πολύ έξυπνος και δραστήριος άνθρωπος, ενώ ο Γερμανός ήταν επιπόλαιος αλλά πλούσιος. Οι γονείς της Λιουμπότσκα, ακούγοντας την πρότασι γάμου του εμπόρου συγκέντρωσαν τους συγγενείς τους στο σπίτι τους και έκαναν σύσκεψι, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς μίλησαν ευνοϊκά για τον Γερμανό. Προτού όμως να συμφωνήσουν τον γάμο, αποφάσισαν να επισκεφθούν τον στάρετς Θεόφιλο. Πήραν μερικές δίπλες, ψωμί, θυμίαμα και κεριά και ανεχώρησαν για το κελλί του μακαρίου. Όταν έφθασαν, ο στάρετς τους άνοιξε την πόρτα και τους καλοσώρισε έναν-έναν, αλλά, χωρίς να αφήση τους επισκέπτες να βγάλουν λέξι, είπε:
«Ιβάν. Ιβάν. Μην τολμήσετε να την δώσετε στον χοντροκέφαλο Χέντρικ!».
Οι γονείς το έλαβαν σοβαρά υπόψιν τους, η Λιουμπότσκα παντρεύτηκε τον μεσίτη και ήταν ευτυχισμένη όλη της τη ζωή.
***
Η μυστική ελεημοσύνη του μακαρίου
Ιδού και ενα παράδειγμα της μυστικής ελεημοσύνης του μακαρίου.
Ζούσε στη Λαύρα ένας δόκιμος που είχε το διακόνημά του στον κήπο Νοβοπασέτσνυ. Όταν ενηλικιώθηκε, τον κάλεσαν στον στρατό ως κληρωτό. Κρίθηκε κατάλληλος για υπηρεσία και στρατολογήθηκε. Ο νεαρός ασκητής της ευσεβείας κυριεύθηκε από θλίψι στον επικείμενο χωρισμό του από το μοναστήρι. Δεν μπορούσε να εξαγοράση την θητεία του, διότι δεν είχε καθόλου χρήματα. (Εκείνη την εποχή, ένας κληρωτός μπορούσε να εξαγοράση την υποχρέωσι της θητείας του αντί να υπηρετήση ο ίδιος. Αυτό κόστιζε 1.000 ρούβλια).
Αμέσως ύστερα από αυτό συνέβηκε να συναντήση τον στάρετς Θεόφιλο. Ο μακάριος τον κοίταξε με επιμονή και του είπε:
«Γιατί λυπάσαι, στρατιώτη; Επειδή δεν θέλεις να υπηρετήσης τον επίγειο βασιλιά; Θέλεις να μπης στην υπηρεσία του ουρανίου Βασιλέως;».
«Δεν αξίζω αυτό το έλεος από τον Θεό. Δεν υπάρχει μέρος για μένα τον αμαρτωλό σε αυτή την ιερά Μονή της Λαύρας», είπε ο δόκιμος και τα δάκρυα ξεχύνονταν βροχή από τα μάτια του.
«Έλα, έλα, μην κλαις, μη στενοχωριέσαι, αδελφέ μου. Θα συνέχισης να ζης στη Λαύρα», είπε ο μακάριος και συνέχισε τον δρόμο του.
Τρεις μέρες αργότερα, η κόμισσα Ορλόβα-Τσεσμένσκαγια ήρθε στο Κίεβο για προσκύνημα, και αφού τελείωσε τα σχετικά καθήκοντα, πήγε να δη τον στάρετς Θεόφιλο για να εξομολογηθή.
Δεν τον βρήκε στο κελλί του αλλά βλέποντας τον Θεόφιλο στην αυλή, προχώρησε προς το μέρος του. Έχοντας καταλάβει την πρόθεσι της Ορλόβα, ο μακάριος αποφάσισε να δοκιμάση την ταπείνωσί της και σαν να μην την είχε προσέξει, έφυγε γρήγορα για το δάσος. Η Ορλόβα δεν ήθελε να χάση τον στάρετς γιατί δεν ήταν πάντοτε εύκολο να τον βρη κανείς, έτσι άρχισε να τον ακολουθή. Ο στάρετς τάχυνε το βήμα του. Το ίδιο έκανε και η Ορλόβα. Κάνοντας απότομες στροφές και λοξοδρομήσεις που η Ορλόβα τον έχανε από τα μάτια της, ο Θεόφιλος εμφανιζόνταν ξανά σε απόστασι. Ο μακάριος κατευθυνόταν προς τον κήπο Νοβοπασέτσνυ και, αφού μπήκε στο παραπόρτι της πύλης, εξαφανίστηκε γρήγορα από τα μάτια της.
Η ανήσυχη κόμισσα, χάνοντας τα ίχνη του
Θεοφίλου, σταμάτησε σαστισμένη. Ευτυχώς γι’ αυτήν, ο ίδιος
δόκιμος-νεοσύλλεκτος κάθονταν κοντά στην πύλη· βάδισε προς το μέρος του
και τον ρώτησε:
«Πες μου, σε παρακαλώ. Πέρασε μέσα εδώ ο πάτερ Θεόφιλος;».
-Μόλις μπήκε στον κήπο», απάντησε ο δόκιμος κάνοντας μια υπόκλισι σεβασμού και άνοιξε την πύλη μπροστά από την κόμισσα.
«Επιτρέψτε μου…».
Γεμάτη χαρά η Ορλόβα άρπαξε μια χούφτα χρυσά νομίσματα από το πορτοφόλι της και τα έδωσε στον δόκιμο σε ένδειξι ευγνωμοσύνης.
Τα χρήματα ήταν αρκετά όχι μόνο για να εξαγοράση την στρατιωτική του θητεία, αλλά περίσσευαν μερικά και για τις άλλες ανάγκες του.
[[1] Ψαλμ. ργ’ 24
Περιοδικό ” Ἁγιορειτική Μαρτυρία ” , ΤΕΥΧΟΣ 18, Τριμηνιαία Έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
Ο άγιος στάρετς Θεόφιλος ο δια Χριστόν σαλός του Κιέβου εορτάζει στις 28 Οκτωβρίου
Οσίου Θεοφίλου του Ρώσσου, του διά Χριστόν σαλού
Απολυτίκιον. ῏Ηχος α΄. Της ερήμου πολίτης.
Την μωρίαν εμφρόνως ενδυθείς ως ιμάτιον, ήσχυνας τον πλάνης πατέρα, χριστοφόρε Θεόφιλε· σοφίαν γαρ Θεού επιποθών, ηυλόγησας τιμών των κοσμικών, ως ουδέν δε προβαλλόμενος σεαυτόν, επέτυχες της κλήσεως· δόξα τω σε φυλάξαντι Χριστώ, δόξα τω σε ενισχύσαντι, δόξα τω χορηγήσαντι ημίν, πέλεκυν κατ’ επάρσεως.
Μεγαλυνάριον
Φίλος ανεδείχθης Θεού σοφός, διά της μωρίας, καταργήσας τον πονηρόν, και πιστοίς διδάσκεις, ταπείνωσιν εσχάτην, Θεόφιλε Κιτάεφ, Μονής το καύχημα.
Να έδινες και σε μας μερικά ρούβλια....
ΑπάντησηΔιαγραφή