Ὁ λαὸς ἵσταται διὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ Συναξαρίου
Συναξάριον
Τῇ ΙΔʹ (14ῃ) τοῦ μηνός Δεκεμβρίου, ἄθλησις τῶν ἁγίων Μαρτύρων Θύρσου, Λευκίου, καὶ Καλλινίκου. (250
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν ἁγίων Μαρτύρων Φιλήμονος, Ἀπολλωνίου, Ἀῤῥιανοῦ, καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς. (305)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῶν τεσσάρων Προτικτόρων, τῶν συναθλησάντων τῷ ἁγίῳ Ἀῤῥιανῷ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ὑπάτιος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ 36 μαρτυρήσαντες ἐν τῇ Θηβαΐδι τῆς Αἰγύπτου ἐπὶ ἡγεμόνα Ἀρριανοὺ
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῆς τοῦ σεισμοῦ, ἧς παρ’ἐλπίδα πᾶσαν ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ὁ φιλάνθρωπος Κύριος. (557)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἱλαρίωνος, Μητροπολίτου Σουζντάλ.(1707)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς Ἁγίας Βάρενκα τῆς Ὁμολογητρίας, τοῦ Σεργκάς τῆς Ῥωσίας ( καὶ 1/12, +1980)
Εἰς τὸν Φιλήμονα.
Ἔτερπεν αὐλοῖς πρὶν Φιλήμων τοὺς φίλους,
Τανῦν δὲ τμηθεὶς τέρπεται τέρψιν ξένην.
Εἰς τὸν Ἀπολλώνιον.
Ἀπολλώνιον υἱὸν ὑψίστου θέσει,
Κτείνουσιν υἱοὶ τῆς ἀπωλείας, ξίφει.Άγιοι Μάρτυρες Φιλήμων και Απολλώνιος
Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
Αυτοί
οι Άγιοι έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και του ηγεμόνα
της Θηβαΐδος της Αιγύπτου Αρριανού, η οποία Θηβαΐδα ήταν Μητρόπολις των
Αντινόων, κατά το έτος 290. Ο δε τρόπος του μαρτυρίου τους έγινε ως
εξής: Τριάντα επτά Χριστιανοί συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα. Ένας όμως από αυτούς, Απολλώνιος ονόματι, Αναγνώστης όντας της εκεί Εκκλησίας, επειδή
φοβήθηκε τα πικρά βασανιστήρια του μαρτυρίου, έδωσε τέσσερα φλουριά
μαζί με τα ρούχα του στον Φιλήμονα, που έπαιζε το σουραύλι, ώστε εκείνος
αφού φορέσει τα ρούχα του Απολλώνιου και μεταμορφωθεί στην μορφή του,
θυσιάσει στα είδωλα αντί για εκείνον. Ο Φιλήμων όμως παίρνοντας τα ρούχα του Απολλώνιου και φορώντας τα, αμέσως φοράει μαζί νοητώς και την πίστη στον Χριστό. Οπότε μπαίνοντας στο στάδιο με το σχήμα του Απολλώνιου, διατάχθηκε να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνος όμως ομολογεί την πίστη στον Χριστό.
Όταν όμως ο ηγεμόνας διέταξε να έλθει ο
Φιλήμονας να παίξει το σουραύλι του, ώστε με την γλυκύτητα της μελωδίας
εκείνου να παρακινηθεί αυτός που ομολογεί τον Χριστό με την μορφή του
Απολλώνιου, να προτιμήσει τα του κόσμου καλά και να αρνηθεί τον Χριστό,
και να θυσιάσει στα είδωλα· αυτό, λέω, ακούοντας ο Φιλήμων, φανέρωσε,
ότι αυτός είναι ο Φιλήμων που ζητείται, ο οποίος μεταμφιέσθηκε στην
μορφή του Απολλώνιου. Οι Έλληνες όμως τον παρακινούσαν να αρνηθεί τον
Χριστό. Αλλ’ ο γενναίος Φιλήμων δεν πείσθηκε. Τότε ο ηγεμόνας τον
ονείδισε λέγοντας, ότι άδικα κοπιάζει ονομάζοντας τον εαυτό του
Χριστιανό, αν προηγουμένως δεν βαπτισθεί. Διότι του έλεγε, απαγορεύεται
να συναριθμείται με τους Χριστιανούς εκείνος, που δεν έχει λάβει το
Βάπτισμα. Επειδή, λέω, έτσι ονειδίστηκε ο Φιλήμων, γι’ αυτό
προσευχήθηκε, και έπεσε βροχή μόνο επάνω σ’ αυτόν, με αποτέλεσμα να
εκπλαγούν όλοι οι παρευρισκόμενοι· ο δε Άγιος Φιλήμων πληροφορήθηκε, ότι
η βροχή εκείνη έγινε Βάπτισμα σ’ αυτόν από τον Θεό, επειδή κανένας
Χριστιανός δεν τολμούσε να τον βαπτίσει από τον φόβο του ηγεμόνα.
Στην συνέχεια προσευχήθηκε ο Άγιος και για να εξαφανισθούν τα σουραύλια του, τα οποία έδωσε στον Απολλώνιο, όταν δέχθηκε από αυτόν τα φλουριά, όπως είπαμε παραπάνω. Τότε φωτιά, που ήλθε από τους ουρανούς, τα κατέκαυσε αυτά στα χέρια του Απολλώνιου.
Επειδή όμως ο θείος Απολλώνιος έγινε αιτία να πιστέψει ο Φιλήμων στον Χριστό, γι’ αυτό οδηγήθηκε μπροστά στον ηγεμόνα και ανεκήρυξε την πίστη στον Χριστό. Τότε κόβουν τα νεύρα των ποδιών του και τον σέρνουν σ’ όλη την πόλη. Ο δε Φιλήμων, αφού κρεμάσθηκε σε μία ελιά, κτυπήθηκε με βέλη. Όμως τα βέλη δεν άγγιξαν αυτόν, αλλά ένα από αυτά ήλθε στον ηγεμόνα, κέντησε το μάτι του και το τύφλωσε. Το οποίο ο Άγιος Φιλήμων πάλι το έκανε καλά. Διότι του προείπε, ότι μετά το μαρτύριό μου, αν πάρεις χώμα από τον τάφο μου και τοποθετήσεις στον οφθαλμό σου, θα τον λάβεις. Αφού λοιπόν αποκεφαλίστηκαν και οι δύο, ο Άγιος Φιλήμων και ο Απολλώνιος τότε πήγε ο ηγεμόνας Αρριανός στον τάφο του Μάρτυρα Φιλήμονα και, αφού πήρε χώμα από εκεί, έγινε καλά, σύμφωνα με την πρόρρηση του Αγίου. Οπότε από τον λόγο αυτόν πίστεψε στον Χριστό αυτός και οι τέσσερις προτικτόροι που ήταν μαζί του και βαπτίσθηκαν όλοι. Όταν το άκουσε αυτό ο Διοκλητιανός, έστειλε ανθρώπους και έφερε τον ηγεμόνα Αρριανό μπροστά του. Και αφού τον έδεσε με σιδερένια δεσμά και κρέμασε πέτρα στον λαιμό του, τον κατέβασε μέσα σε ένα χάσμα και εκεί με το χώμα τον κατέχωσε και τον σκέπασε.
Αφού
λοιπόν ο δυσσεβής έκανε αυτό, έστησε τον θρόνο του επάνω στο χάσμα
εκείνο, και διέταξε τους στρατιώτες να παίζουν, λέγοντας· «Ας δούμε, εάν
έλθει ο Θεός του Αρριανού για να τον βγάλει από το χάσμα αυτό». Αφού
λοιπόν επέστρεψε στα βασίλεια, πήγε στην κλίνη του. Και, ω του
θαύματος!, βλέπει τα σίδερα και την πέτρα, που φορούσε ο Άγιος
Αρριανός, κρεμασμένα πάνω στην κλίνη του, και αυτόν τον Άγιο Αρριανό
πλαγιασμένο επάνω στην κλίνη. Οπότε φοβήθηκε, νομίζοντας ότι
είναι μάγος. Και ότι τυραννική αποστασία ξεκίνησε εναντίον του.
Ακούοντας δε τον Άγιο να ομιλεί με ήρεμη φωνή και να του λέει· «Εγώ
είμαι ο Αρριανός, τον οποίον εσύ έβαλες στο χάσμα λέγοντας και βλάσφημα
λόγια συγχρόνως κατά του Χριστού». Αυτά, λέω, μόλις άκουσε ο
Διοκλητιανός, εξεπλάγη και έμεινε άφωνος για πολλή ώρα. Έπειτα μόλις
συνήλθε, ως μαγεία ο ανόητος την θαυματουργία νόμιζε. Τότε τον έρριξε στην θάλασσα μαζί με τους τέσσερις προτικτόρους που πίστεψαν. Όλους αυτούς τους έβαλε μέσα σε πέντε σάκους μαζί με άμμο. Αμέσως όμως ένα
δελφίνι πάρα πολύ μεγάλο, σύροντας και τους πέντε σάκους και παίρνοντάς
τους επάνω στους ωμούς του, τους έβγαλε στην παραλία της Αλεξάνδρειας.
Οι δε δούλοι του Αγίου Αρριανού παραμένοντας σύμφωνα με την εντολή
εκείνου στον γιαλό και βλέποντας τα λείψανα των Αγίων να μεταφέρονται
στις πλάτες του δελφινιού, θαύμασαν, όπως ήταν εύλογο να θαυμάσουν. Στη
συνέχεια, παίρνοντάς τα με ευλάβεια και μπαίνοντας σε καΐκι, μέσω του
Νείλου ποταμού πλησίασαν στην Μητρόπολι των Αντινοϊτών. Και με θεϊκή
όμως φωνή που ήλθε από επάνω, αφού έμαθαν τον τόπο, στον οποίο έπρεπε
να ενταφιασθούν τα άγια λείψανα, διεμήνυσαν στην πόλη το παράδοξο αυτό
θαύμα. Τότε έτρεξε όλος ο λαός με λαμπάδες και ύμνους. Και έτσι τα
ενταφίασαν με λαμπρότητα και τιμή σε επίσημο τόπο.
(Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου,
Συναξαριστής, Νοέμβριος-Δεκέμβριος, έκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου,
Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος, σ. 308-310)
***
Η μακαρία Βάρενκα του Σεργκάς
Η
μακάρια Βάρενκα Πάβλοβνα Σουλάγεβα, γεννήθηκε το 1914 στο χωριό
Μάιντανι της επαρχίας Νίζνι – Νόβγκοροντ, από γονείς χωρικούς. Οι γονείς
της ήταν ευλαβείς άνθρωποι. Δούλευαν όλη τη βδομάδα και τις Κυριακές
πήγαιναν στην εκκλησία. Ή Βάριενκα δεν ξεχώριζε από τ’ άλλα παιδιά του
χωριού, ακολουθούσε κι αυτή τούς γονείς της στην εκκλησία.
Κάποτε, πού ήταν δεκατριών χρονών, είδε
στον ύπνο της μια εκκλησία. Στην εκκλησία βρισκόταν μια γυναίκα με
μοναχική περιβολή και γύρω της ήταν πολλοί άλλοι άνθρωποι. Όλοι είχαν τα
μάτια στραμμένα πάνω της. Όλοι πήγαιναν στη γυναίκα Εκείνη κι έπαιρναν
την ευλογία της. Ή Βάρενκα ήθελε κι αυτή πάρα πολύ να την πλησιάσει, να
πάρει κι αυτή την ευλογία της. Σηκώθηκε λοιπόν μετά από τούς άλλους
-υπήρχαν εκεί μοναχές, καθώς και ιερείς- και την πλησίασε όσο πιο κοντά
μπορούσε.
Τελικά κατόρθωσε να βρεθεί μπροστά της και της είπε:
– Δώσε μου την ευλογία σου!
– Όχι, εγώ ευλογώ τους τακτικούς, εκείνους πού εκκλησιάζονται και τις καθημερινές.
Πόση θλίψη ένιωσε στην καρδιά του το μικρό
κορίτσι! Ήθελε τόσο πολύ να πάρει την ευλογία της, πού από τότε άρχισε
να πηγαίνει κάθε μέρα στην εκκλησία. Και για να μη την κοροϊδεύει ο
κόσμος πού την έβλεπε να εκκλησιάζεται καθημερινά, όπως οι καλόγριες,
τύλιγε το πρόσωπο της μ’ ένα σάλι και πήγαινε στην εκκλησία μέσα από τα
περιβόλια.
Λίγο καιρό αργότερα έπεσε σ’ έναν
ασυνήθιστο ύπνο. Κοιμόταν ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο. Στον ύπνο της
είδε τούς ένοικους του παραδείσου και της κόλασης και κατάλαβε τί
περιμένει τον άνθρωπο μετά το θάνατο του.
Όταν ξύπνησε, είπε στη μητέρα της:
– Θυμάσαι όταν άπλωσα τα χέρια μου ψηλά;
Αυτό έγινε όταν είδα μια γυναίκα να την δέρνουν με σιδερένια χτένια.
Μετά την έριξαν σ’ ένα καζάνι πού έβραζε και τρομοκρατήθηκα.
Κι από τότε η Βάρενκα έπεφτε συχνά σε
ύπνωση κι έβλεπε περίεργα και θαυμαστά πράγματα πού είχαν σχέση κυρίως
με το μέλλον. Μερικές φορές έλεγε στους ανθρώπους όσα ευαρεστήθηκε ό
Κύριος να της αποκαλύψει.
Ό Ματθαίος Λεόντιεφ πέθανε στο Μάιντανι.
Ήταν εποχή πείνας όμως κι οι συγγενείς του
δεν ήθελαν να κάνουν το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο και το επιμνημόσυνο
δείπνο, όπως συνηθιζόταν στο χωριό. Όταν η Βάρενκα κοιμήθηκε το βράδυ,
είδε στον ύπνο της το Ματθαίο να στέκεται χωμένος ως τα γόνατα σ’ ένα
πύρινο ποτάμι.
– Πες στους ανθρώπους μας να με βοηθήσουν, της είπε.
Ή Βάρενκα το διηγήθηκε αυτό στους συγγενείς
του κι αυτοί μετά αποφάσισαν να κάνουν το μνημόσυνο και το επιμνημόσυνο
δείπνο. Μετά απ’ αυτό η Βάρενκα τον ξαναείδε στον ύπνο της, άλλ’ αυτή
τη φορά καθόταν στην όχθη του ποταμού.
Το
1936 η Βάρενκα ήταν είκοσι δύο χρονών. Τότε πήγε μαζί με κάτι φίλους
στο γέροντα Ιωάννη Άρντατόφσκυ, πού ήταν φημισμένος σ’ ολόκληρη την
περιοχή για την άγια ζωή του και το προορατικό του χάρισμα. Εκείνος της
είπε:
– Πήγαινε στο Σάρωφ, δεν είναι μακριά από
δώ. Οι φίλοι της δεν ήθελαν να την ακολουθήσουν, βιάζονταν να γυρίσουν
στο σπίτι τους. Έτσι και κείνη, επειδή φοβήθηκε πώς η μητέρα της θ’
ανησυχούσε, δεν πήγε στο Σάρωφ.
– Καλύτερα να πάω σπίτι πρώτα, να ενημερώσω και τη μητέρα μου, σκέφτηκε.
Μετά έφυγε από το σπίτι για την Πίλνα,
όπου συγκατοίκησε με τις αδελφές Όπάρινυ στο σπίτι τους, για ν’ αποφύγει
την καταδίωξη. Έπειτα έφυγε και από κει μαζί με μια κοπέλα, τη Δάμασα,
για να πάει στο Σάρωφ. Εκεί όμως κρύβονταν σ’ ένα απομονωμένο σημείο έξι
αστυνομικοί και την περίμεναν. Ένας απ’ αυτούς την κυνηγούσε πολύ
καιρό. Τ’ όνομα του ήταν Γαβρίλωφ.
Ή Βάρενκα κατάλαβε πώς δέ θα την άφηναν να πάει στο Σάρωφ κι έκανε μια θερμή προσευχή στην Παναγία.
Οι αστυνομικοί την έπιασαν και την έδειραν ανελέητα. Την κλωτσούσαν, τη χτυπούσαν με σιδερόβεργες. Της έδωσαν τόσο ξύλο, πού το πρόσωπο της παραμορφώθηκε, έμοιαζε με κόκκινη μάσκα. Το αίμα έτρεχε από το στόμα και τ’ αυτιά της. Μετά ετοιμάστηκαν να την ατιμάσουν, μα εκείνη τη στιγμή η Παναγία την προστάτεψε και μια αόρατη δύναμη τούς εμπόδισε να την πλησιάσουν.
Στο τέλος πήραν τις κοπέλες στην
αστυνομία, μα η σκέψη της τιμωρίας της δεν τούς είχε εγκαταλείψει. Όταν η
Βάρενκα ζήτησε κάτι να πιει της έδωσαν νερό. Μα μέσα έριξαν λίγο αρσενικό,
δήθεν πώς της έδωσαν φάρμακο. Οι αστυνομικοί παραξενεύτηκαν πολύ πού
δεν πέθανε. Περίμεναν να δράσει το φάρμακο, όταν όμως δεν είδαν κανένα
σημάδι δηλητηρίασης, της είπαν:
– Πόσο σφριγηλή γυναίκα είσαι… Ίσως να είσαι και αγία.
Από τότε όμως η Βάρενκα έχασε τα πόδια της,
δεν την κρατούσαν πια. Τα υπόλοιπα σαράντα χρόνια της ζωής της τα
πέρασε στο κρεβάτι. Μόνο από τη μέση και πάνω όριζε τον εαυτό της.
– Αυτό είναι το δικό μου Σάρωφ, έλεγε. Η ανυπακοή μου φταίει.
Από τότε σταμάτησε κι η ύπνωση της.
Συνέχισαν όμως να την κυνηγούν οι αρχές κι έτσι δεν μπορούσε να μείνει
για πολύ καιρό στο ίδιο μέρος. Έπρεπε να μετακινείται από τόπο σε τόπο,
όποιος κι αν ήταν ο καιρός. Το χειμώνα την μετέφεραν σ’ ένα καλάθι,
δεμένο σε φορείο.
Μια νύχτα πού ο καιρός ήταν πολύ άσχημος, ένας ανεμοστρόβιλος την παρέσυρε κι ή Βάρενκα έπεσε από το καλάθι. Οι συνοδοί της την έχασαν, δεν την βρήκαν αμέσως. Κι όπως γύριζαν όλη νύχτα να τη βρουν, μπερδεύτηκαν κι έχασαν το δρόμο. Άργησαν πολύ να την εντοπίσουν.
Ή Βάρενκα δεν υπόφερε μόνο από τούς αθεϊστές, αλλά κι από ανθρώπους πού βρίσκονταν κοντά της. Στην αρχή την φρόντιζε η ‘Άννουσκα, πού είχε το παρατσούκλι «Κουλή», και η Νιούρα. Όταν κάτι δεν άρεσε στην ‘Άννουσκα, χτυπούσε την ανάπηρη Βάρενκα άγρια. Λίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκε η Νιούρα και πήρε όλα τα πράγματα της Βάρενκα, εκτός από τις εικόνες και το κρεβάτι της. Σύντομα όμως το σπίτι όπου έμενε με τον άντρα της, πήρε φωτιά και κάηκε. Μετά έχτισαν άλλο, πού κάηκε κι αυτό. Τότε μόνο κατάλαβε η μητέρα της Νιούρα πώς την τιμωρούσε ο Κύριος επειδή έκλεψε την ανάπηρη Βάρενκα και πήγε να ζητήσει συγγνώμη για λογαριασμό της κόρης της.
Τελικά η Βάρενκα κατόρθωσε ν’ αγοράσει ένα μικρό αλλά καλοφτιαγμένο σπίτι, με χρήματα πού της έδιναν οι χριστιανοί. Την επισκέπτονταν πολλοί άνθρωποι. Μερικοί της ζητούσαν να προσευχηθεί γι’ αυτούς, άλλοι ζητούσαν πνευματική καθοδήγηση. Οι αρχές παρατήρησαν πώς την επισκέπτονταν πολλοί άνθρωποι κι όταν έμαθαν το λόγο της επίσκεψης τους, αποφάσισαν να τη διώξουν. Άρχισαν να πιέζουν τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του σπιτιού να της επιστρέψει τα χρήματα και να πάρει πίσω το σπίτι. Τρομοκρατημένος ό πρώην ιδιοκτήτης συμφώνησε. Ό Θεός όμως ού μυκτηρίζεται. Την άλλη μέρα πέθανε ο πρώην ιδιοκτήτης και το σπίτι παρέμεινε στη Βάρενκα.
Κάποτε επισκέφτηκε τη Βάρενκα η Ντάρια Ζαϊκίνα κάθισε λίγο μαζί της κι έπειτα ετοιμάστηκε να φύγει. Ή Βάρενκα όμως της είπε:
– Μη φύγεις. Υπάρχουν τόσο πολλά πονηρά πνεύματα στο σπίτι…
Λέγοντας αυτά η Βάρενκα, κάλυψε το κεφάλι της με την κουβέρτα.
– Βάρενκα, κοίταξε με, είπε η Ντάρια.
– Δεν μπορώ ν` ανοίξω τα μάτια μου, είναι τόσο φοβερά.
Εκείνη τη στιγμή έμπαινε μέσα μια γυναίκα πού άρχισε να προσεύχεται και είπε:
– Πηγαίνετε από κει πού ήρθατε.
Ό δαίμονας αποκρίθηκε με αντρική φωνή:
– Κανένας μας δεν είναι εκεί τώρα, είμαστε μαζεμένοι όλοι εδώ στη γη. Σε όποιον δέ φορά σταυρό και δεν κρατά κομποσκοίνι τού κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Μετά γύρισε στη Βάρενκα και είπε:
– Βγάλε τα αυτά, πέταξε τα γρήγορα!
– Δε θα τα βγάλω, δε θα τα πετάξω, απάντησε η Βάρενκα.
Δυό φορές ο δαίμονας πρόβαλε την ίδια απαίτηση και δύο φορές τού απάντησε η Βάρενκα. Ξαφνικά ο δαίμονας είπε με μανία:
– ‘Αχ, τί μεγάλη μπουκιά πού είσαι! Έχεις κρεμάσει μέσα σου ένα παλιόσχοινο (κομποσκοίνι), αλλιώς θα σε πέταγα έξω ολόκληρη.
Μετά την άρπαξε, τη σήκωσε ψηλά και τη χτύπησε δυνατά.
Κι ο δαίμονας συνέχισε να την βασανίζει ολόκληρο εικοσιτετράωρο, για να την τρομοκρατήσει.
– Παναγία μου, βοήθησε με, κραύγαζε εκείνη.
Εκείνο τον καιρό οι δαίμονες την
επισκέπτονταν τακτικά στο σπίτι, το ‘χαν βάλει σκοπό να την
τρομοκρατήσουν. Μόνο όταν εμφανίστηκε η ίδια η Παναγία κι ακούμπησε στο
κεφάλι της ένα πετραχείλι, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Με το πού παρουσιάστηκε η Παναγία, οι δαίμονες εξαφανίστηκαν, έγιναν καπνός.
Μάρτυρες του Βορρά Γ΄, Γυναίκες μάρτυρες και ομολογήτριες. ΑΘΗΝΑ 2012
Ἀπολυτίκιον. Τῶν Μαρτύρων.
Ἦχος δʹ. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρές σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, στεφάνους ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον, ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων, τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ἑξαστέλεχον, Μαρτύρων φάλαγγα, ᾀσμάτων ἄνθεσιν ἀνευφημήσωμεν, ὡς καθαιρέτας τοῦ ἐχθροῦ, καὶ στύλους τῆς ευσεβείας, Θύρσον καὶ Φιλήμονα, καὶ στερρὸν Ἀπολλώνιον, Ἀρριανὸν Καλλίνικον, καὶ τὸν ἔνδοξον Λεύκιον· αὐτοὶ γὰρ οὐρανίων χαρίτων, κόσμῳ πυρσεύουσι τὴν αἴγλην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου