Ὁ λαὸς ἵσταται διὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ Συναξαρίου.
Συναξάριον.
Τῇ Η´ (8ῃ) τοῦ μηνὸς Ἀπριλίου, Μνήμη τῶν Ἁγίων καὶ ἐνδόξων Ἀποστόλων ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα, Ἡρωδίωνος, Ἀγάβου, Ῥούφου, Φλέγοντος, Ἀσυγκρίτου καὶ Ἑρμοῦ. (α´ αἰ.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Παυσιλύπου ἐν Ἡρακλείᾳ τῆς Θράκης. (~†130)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Κελεστίνου πάπα Ῥώμης. (†432)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Φιλαρέτου τοῦ κηπουροῦ, ἐν Σεμινάρᾳ Καλαβρίας ἀσκήσαντος. (~†1070)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ῥούφου τοῦ ὑποτακτικοῦ, τοῦ Ῥώσου ἐγκλείστου τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. (ιδ´ αἰ.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ἅγιος ἔνδοξος Νεομάρτυς Ἰωάννης ὁ Κουλικᾶς, ὁ μαρτυρήσας ἐν ἔτει 1564ῳ, ὀγγίνοις (ἤτοι τζεγγιλίοις) τελειοῦται.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ ναυκλήρου, ἐν νήσῳ Κῷ μαρτυρήσαντος καὶ πυρὶ τελειωθέντος. (†1669).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, κοίμησις τῆς ὁσίας μητρὸς Ἑλένης Βορόνοβα (1916), μαθητρίας τοῦ ὁσίου Βαρσανουφιου τῆς Μονῆς Ὀπτινα
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, κοίμησις τοῦ δικαίου Χριστοφόρου Βαφειάδη ἐκ Βρυούλων (ἤ Βουρλῶν) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (1989)
Στίχ.
Ἄσκησιν μακρὰν Φιλάρετος ἀνύσας,
Λύχνος ἱλαρὸς δι᾿ ἐγκρατείας φαίνει.
Στίχ. Πλεύσας θάλασσαν ἐν πυρὶ τὴν τοῦ βίου,
Ναύκληρ᾿ ἔφθασας εἰς γαληνοὺς λιμένας.
Ο άγιος Πορφύριος μεταδίδει τη θεία Χάρη
Μαρτυρία ανωνύμου:
Ο
άγιος Πορφύριος σου έδινε την εντύπωση ότι θα ζήση πολλά χρόνια ακόμα,
διότι φύτευε δέντρα, ενδιαφερόταν για τα πάντα. Καθόταν μία μέρα όρθιος
στο γιαπί χωρίς το σκουφί, καλοκαίρι, με τον κόκκινο μεγάλο παπαγάλο στα
χέρια και τον πρόσεχε σαν να έχη κάποιο μωρό. Στα καταγάλανα μάτια του
έβλεπες όλον τον ουρανό κι όλη την θάλασσα μέσα τους, ένα χρώμα σαν
ανοιξιάτικο πρωινό· ήταν περίπου 9 η ώρα το πρωί. Έδινε οδηγίες από ψηλά
στα παιδιά πού να φυτέψουν τα δέντρα.
Κάποτε πριν τα Χριστούγεννα του 1985, ο π.
Φώτιος στα Καλίσσια μου είπε να διανυκτερεύσω στην Μονή Παρακλήτου. Κάνω
υπακοή και όλη την νύχτα προσευχόμουνα στον Γέροντα, που θα πήγαινα την
επομένη να με βοηθήση. Μετά την ακολουθία και τον καφέ πήγα με τα
πόδια. Μόλις μπήκα στο κελλί του σαν να με περίμενε.
– Τι είναι και δεν με άφησες ήσυχο όλο το βράδυ;
– Γέροντα, δεν πάει άλλο, θέλω να σωθώ.
– Καλά, εγώ να σε σταυρώσω κι ο Κύριος να σε ελεήση.
Γονάτισα, ανακάθισε κι ο Άγιος στο κρεββάτι και με σταύρωσε για αρκετή ώρα με τον Σταυρό που έβαλε μετά στα θεμέλια του Καθολικού της Μεταμορφώσεως. Άρχισε
να εκχέεται κλιμακωτά η θεία Χάρις μέσα μου και να φεύγουν όλα τα
ψυχοσωματικά μου προβλήματα, να αναπτύσσεται μία υπερβολική αγάπη για
τον Χριστό, απερίγραπτη χαρά, αισιοδοξία, αγάπη για όλους τους ανθρώπους
υπερβολική και να αισθάνωμαι ότι όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί
κι αν γίνεται να τους βοηθήσω κι ότι είμαι πολύ σκληρόκαρδος και
φίλαυτος και εγώ φταίω εν πάση περιπτώσει που υποφέρουν οι άνθρωποι· μου
ήρθαν δάκρυα και μία πραγματική μετάνοια για τις πολλές και
μεγάλες μου αμαρτίες. Μάλιστα εκείνες τις ημέρες έτυχε να παραβρεθώ σε
πολλά τροχαία και να συγκλονιστώ. Μετά ήρθε πολλή Χάρη μέσα μου. Πήγα
ένα μήνα στο Άγιον Όρος, έζησα καταστάσεις που δεν περιγράφονται. Μία
απ’ τις αρχικές καταστάσεις που έζησα μετά το σταύρωμα του Αγίου είναι
ότι έλεγα ακατάπαυστα την ευχή. Βοήθησε και ο άγιος Παΐσιος στο Άγιον
Όρος. Οι πρεσβείες των δύο συγχρόνων Οσίων να βοηθούν όλο τον κόσμο.
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 114.
***
Ένας απλός πτωχός οικογενειάρχης με το σημείο του Σταυρού,
ανοίγει την αμπαρωμένη πόρτα του ναού
Κάποτε σας είχα ομιλήσει για έναν πολύ δραστήριο ιερέα σε μια επαρχιακή πόλη, ο οποίος είχε πλούσια εξωτερική δράση, μεγάλη δράση. Και μάλιστα έλεγε ότι ποιος κληρικός άλλος δουλεύει σαν και μένα. Η δική μου δράσις έχει θαυμάσια αποτελέσματα. Έκτισα έναν μεγαλοπρεπέστατο ναό, δέκα παρεκκλήσια, τρείς αίθουσες, κόσμος από δω, κόσμος από κει, κηρύγματα, κύκλους, ομάδες, κατασκηνώσεις. Πόσα έργα έστω και πνευματικά περισσότερα από τα δικά μου, έλεγε, κάνουν αυτοί οι ξακουστοί ιεροκήρυκες, και είπε μερικά ονόματα, ο τάδε και ο τάδε, βέβαια εμείς θα πούμε μόνον δύο, αλλά γιατί έχουν κοιμηθεί αυτοί, τους ζώντας δεν μπορούμε να αναφέρουμε, ο πατήρ Αμφιλόχιος ο Μακρής και από τον πατέρα ακόμα Φιλόθεο τον Ζερβάκο, περισσότερη εργασία κάνω εγώ, και από τον τάδε και τον τάδε και άλλα.
Ένα βράδυ λοιπόν όπως κοιμόταν, ξαφνικά
ξύπνησε, τρόμαξε. Κάτι μέσα του τον είπε να σηκωθεί. Δεν τον φώναξε
κανένας, αλλά από μια ακατανίκητη δύναμη σηκώθηκε. Συμβαίνει καμιά φορά
αυτό. Σηκώθηκε λοιπόν, και σαν αυτόματο, ντύθηκε, έβαλε το καλυμμαύχι
του, κοίταξε την ώρα, ήτανε δυόμισι περίπου μετά τα μεσάνυχτα. Βγήκε έξω
σα ρομπότ. Σαν κάποιος να τον κατηύθυνε. Και πήγε προς τον
Μητροπολιτικό ναό. Ερχόταν από την πίσω πλευρά του ναού. Έτσι κάνοντας
κύκλο βρέθηκε μπροστά στον εξωνάρθηκα του ναού. Το σκοτάδι ήταν πυκνό
και ο ουρανός γεμάτος σύννεφα. Μάλλον θα έβρεχε. Εκείνη τη στιγμή μια
αστραπή δυνατή φώτισε τον τόπο για να ακολουθήσει και μετά δυνατή
βροντή. Στο δευτερόλεπτο που κράτησε η αστραπή, και που φώτισε όλον τον
τόπο διάπλατα, είδε ο ιερεύς στον εξωνάρθηκα και μπροστά στην πόρτα του ναού, να στέκεται ένας άνθρωπος. Ταυτόχρονα τον είδε να κάνει το σημείο του Σταυρού, να ανοίγει την αμπαρωμένη πόρτα και να μπαίνει μέσα.
Ο ιερεύς τον ακολούθησε αθόρυβα μέσα στον ναό, όπως ήταν επόμενον, και
στάθηκε πίσω από μια κολώνα, – όλα αυτά γινόνταν ασυναίσθητα,
παρακολουθώντας σιωπηλά τον άγνωστο αυτόν χριστιανό. Ο χριστιανός γονάτισε μπροστά στην εικόνα του Χριστού, εδώ στο ιερό τέμπλο, και άρχισε να προσεύχεται. Τα αναμμένα καντηλάκια μπροστά στις ιερές εικόνες, χάριζαν ένα γλυκύτατο ιλαρόν φως. Ξαφνικά
από την εικόνα του Χριστού άρχισε να ξεχύνεται μια ολόλαμπρη και
πάλλευκη φωτοχυσία. Που κατ’ αρχάς τύλιξε τον προσευχόμενο χριστιανό, ο
οποίος υπερίπτατο του εδάφους, τον είδε δηλαδή να είναι
στον αέρα, και στη συνέχεια απλώθηκε σ’ όλο το ναό. Ο θαυμασμός και το
δέος που κατέλαβε τον ιερέα εκείνη τη στιγμή δεν περιγράφεται. Δεν
μπορούσε βέβαια και ο ίδιος να το περιγράψει. Ύστερα από αρκετή ώρα, το
γαληνόμορφο αυτό φως, άρχισε σιγά σιγά πολύ απαλά να χαμηλώνει, να
σβήνει, να χάνεται. Σηκώθηκε ο χριστιανός, είπε «Δι’ ευχών των Αγίων
Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς, Αμήν»,
και με το «Αμήν» ακούστηκε μια βροντή φοβερή. Αληθινή όμως βροντή.
Άστραψε πάλι ο ουρανός και μαρτύρησε φαίνεται, έβαλε τη σφραγίδα ο
ουρανός δηλαδή στην αλήθεια εκείνου του γεγονότος. Ποιανού γεγονότος;
Της πνευματικής λατρείας αυτού του ανωνύμου χριστιανού.
Ο παππούλης βγήκε αμέσως έξω αθόρυβα, χωρίς
να γίνει αντιληπτός, και σε λίγο ο ανώνυμος εκείνος ευλαβής χριστιανός,
βγήκε κλείνοντας πίσω του την πόρτα του ναού. Ο ιερεύς στη συνέχεια
ακολούθησε τον θεοσεβή αυτόν άνθρωπο, μέχρις ότου εισήλθε σε κάποιο
σπίτι. Κράτησε τη διεύθυνση του σπιτιού και έφυγε. Στο δρόμο φάνηκαν και
οι πρώτοι άνθρωποι να κινούνται σιγά σιγά και προς τις εργασίες τους.
Δεν υπήρχαν τουλάχιστον εκείνη την εποχή αυτοκίνητα. Είχε φτάσει ήδη
πεντέμισι το πρωί. Ο ιερεύς πήγε στο σπίτι του και δεν μπορούσε να
κοιμηθεί. Ήταν διαρκώς ανήσυχος. Τι συνέβη; Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος;
Ποιος; Ποιος;
Την άλλη μέρα πήγε και περπατούσε μπροστά
στο σπίτι, αυτού του παράξενου χριστιανού. Στεκόταν και το κοίταζε.
Περνούσε, ξαναπερνούσε, προσπαθούσε να βρει κανένα γνωστό να τον
ρωτήσει. Τελικά βρήκε πράγματι κάποιον και του λέει:
– Ποιος κάθεται εδώ, για πες μου.
– Τι τον θέλεις παππούλη; τον ρώτησε, θάταν περίεργος.
– Τι σε νοιάζει, λέει, τι το θέλω, πες μου ποιος μένει εδώ.
Του είπε ένα όνομα, δεν τον ήξερε ο ιερεύς.
– Καλός άνθρωπος;
– Πολύ καλός!
– Πηγαίνει στην εκκλησία;
– Βεβαίως πηγαίνει. Και η γυναίκα του και τα παιδιά του.
– Ααα, είναι παντρεμένος, ε, έχει και παιδιά; Πόσα παιδάκια έχει;
– Οκτώ νομίζω, δεν ξέρω κιόλας.. Μήπως τα μέτρησα ποτέ;
Τέλος πάντων κατάφερε με κάποιους γνωστούς
μετά από δυο τρείς μέρες να κάνει μια επίσκεψη στο σπίτι του αγνώστου,
αυτού, του χριστιανού. Το είδε. Ένας συνηθισμένος ανθρωπάκος, με
ασυνήθιστα όμως φωτεινό πρόσωπο και καταγάλανα καθαρά μάτια. Με χαμόγελο
γλυκύτατο και συγχρόνως ταπεινός, χαμηλομένο το κεφαλάκι, πράος,
αγαθός. Τον περιποιήθηκαν φιλόξενα και κείνος τους ρώτησε ορισμένα
πράγματα και κείνοι απαντούσαν πρόθυμα. Ο χριστιανός εξομολογείτο
τακτικά στη πρωτεύουσα του νομού, σε γνωστό πνευματικό. Καλλιεργούσε και
μάλιστα, όπως το είπε, και την ευχούλα, όπως του το είχε μάθει ένας για
τον εν λόγω ιερέα άγνωστος ιερομόναχος ασκητής απ’ τη Σίψα, ο πατήρ Γεώργιος ο Καρσλίδης, που του είπε όλη την ημέρα να λες “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”.
Όλη η οικογένεια αυτού του χριστιανού κοινωνούσε των Αχράντων
Μυστηρίων, και ζούσαν όλοι μαζί μια απλή, ήσυχη ζωή, με νηστεία,
αγρυπνία, προσευχή και εγκράτεια. Φρόντιζε όμως ο χριστιανός ν’ αλλάζει
κάθε Κυριακή εκκλησία, για να μη φαίνεται ότι κοινωνούσε τακτικά, διότι
για εκείνην την εποχή η Θεία Κοινωνία η τακτική ήταν πολύ παράξενο
πράγμα. Οπωσδήποτε θα τον θεωρούσαν για τρελό. Μισθοσυντήρητος ήταν ο
άνθρωπος, ο πολύτεκνος αυτός οικογενειάρχης με τα οκτώ παιδιά, τραπεζικός υπάλληλος. Έτρεφε τα παιδιά του, την γυναίκα του, τον υπέργηρο πατέρα του και τον εαυτό του.
Οι καλές πράξεις και τα πολλά και μεγάλα έργα αδελφοί μου, χωρίς το ταπεινό φρόνημα στα μάτια του Θεού δεν έχουν καμιά αξία.
Ένας απλός πτωχός οικογενειάρχης αλλά ταπεινός τω πνεύμα
είχε ασυγκρίτως πολύ μεγαλύτερη παρρησία στο Θεό απ’ αυτόν τον ιερέα
που εθεωρείτο ευλαβέστατος, με πλούσια δράση και άγιος, άγιος ανάμεσα
στους ανθρώπους, τις ενορίες του, και του έβαζαν μάλιστα και βαθειά
μετάνοια. Αλήθεια λοιπόν, τι τραγική ειρωνεία. Έμαθε καλά το μάθημά του
ότι ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς σε δίδωσιν την χάριν.
Έμαθε ακόμη ότι μακάριοι είναι μόνον οι πτωχοί τω πνεύματι, δηλαδή οι
ταπεινοί, όσοι έχουν καρδίαν καθαράν, διότι αυτοί και μόνον τον Θεόν
όψονται, και σ’ αυτούς ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών. Αυτόν τον ιερέα,
τον εξομολήγησα και τον κοινώνησα στο αντικαρκινικόν του Μεταξά, στην
πενταετία 70-75 λίγο πριν πεθάνει.
Το βίωμα του ανωνύμου αυτού χριστιανού
αδελφοί μου, είναι μια από τις άπειρες δωρεές του Θεού προς το πλάσμα
του που αγωνίζεται μέρα νύχτα με ταπείνωση πολλή και με την ευχούλα “Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με”….
π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος, Ομιλία 127 , 16.2.2005
***
Με το σημείο του σταυρού ο όσιος Ανδρέας ο διά Χριστόν σαλός (28 Μαΐου) και ο άγιος Ζαχαρίας ο σκυτοτόμος (17 Νοεμβρίου) άνοιγαν τις νύχτες τις κλειδωμένες πύλες των εκκλησιών της Κωνσταντινουπόλεως, όπου πήγαιναν και προσεύχονταν κρυφά από τους ανθρώπους, και με τον ίδιο τρόπο τις έκλειναν πάλι, φεύγοντας.
***
Χριστόφορος Βαφειάδης
Ο Χριστόφορος
Βαφειάδης γεννήθηκε στα Βουρλά της Μικράς Ασίας το 1901 από ευσεβείς
γονείς. Το 1922, σε ηλικία 21 ετών, λίγες μέρες πριν από την καταστροφή
της Σμύρνης, ο Χριστόφορος πάτησε νάρκη. Έχασε το δεξί του μάτι,
τραυμάτισε το άλλο, κι είχε ακρωτηριάσει το ένα χέρι. … Ήλθε στην Ελλάδα
με ένα μάτι και ένα χέρι –το άλλο ήταν κομμένο από τον καρπό- και είχε
μαζί του την αδελφή του προσκολλημένη επάνω του. Τα άλλα μέλη της
οικογενείας του χάθηκαν στην Μικρασιατική καταστροφή. Έμεινε άγαμος..
Υπέμεινε ονειδισμούς και ύβρεις, κυρίως από τον σύζυγο της αδελφής του,
παραγκωνισμένος σε μία γωνία του φτωχικού σπιτιού, από το οποίο έλειπαν
και τα αναγκαία. Ήταν ψιλόλιγνος, ξερακιανός. Είχε επιβλητικό
παρουσιαστικό. Η φωνή του ήταν ήρεμη. Μιλούσε χαμηλόφωνα αλλά
εμπνευσμένα. Είχε εμφανή πάνω του την θεία Χάρι.
Για να επιβιώση εργάζετο ως μικροπωλητής.
Πουλούσε κουλούρια ή τσιγάρα χωρίς ο ίδιος να καπνίζη. Αγωνίστηκε
περιφρονημένος στην πολύβουη Αθήνα και στους πειρασμούς του λιμανιού ως
φτωχός και άσημος κουλουρτζής. Τις Κυριακές δεν απουσίασε ποτέ από το
στασιδάκι του στον Άγιο Νικόλαο, όπου κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων Την τιμούσε εξαιρετικά την Κυριακή, διότι Άγγελος του είπε ότι είναι μέρα Κυρίου. Αγαπούσε την σιωπή.
Πολλές φορές περνούσε η ώρα χωρίς να ανταλλάξη καμμία κουβέντα με τον
επισκέπτη του. Συμβούλευε τους άλλους να νικούν με το καλό το κακό….
Έλεγε: «Κάνω τον σταυρό μου τρεις φορές πριν πέσω, σαν να είναι η τελευταία μου μέρα». Υπήρξε βιαστής και ζηλωτής του Παραδείσου. Θεϊκή φωτιά έκαιγε στα στήθη του και στην ψυχή του.
Ένα απόγευμα εμπιστεύτηκε σε κάποιον ότι κάποτε όντας όρθιος και προσευχόμενος, τον επισκέφθηκε η Κυρία Θεοτόκος λουσμένη σε φως. Κρατούσε το βρέφος Της στην αγκαλιά Της. Κι ενώ αυτός δίσταζε κι απορούσε πως βρέθηκε μπροστά του αυτή η Κυρία, άκουσε: «Έλα Χριστόφορε, λάβε τον Χριστό στην αγκαλιά σου, για να φέρης πράγματι, όπως στο όνομά σου, τον Χριστό». Κι ενώ αυτός από ταπεινοφροσύνη ή από δυσπιστία δίσταζε, η Κυρία Θεοτόκος με σταθερά βήματα του ενεχείρησε η ίδια τον Κύριο μας στην αγκαλιά Του! Με γλυκά δάκρυα στα μάτια εξωμολογείτο ότι ποτέ δεν χάρηκε τόσο έναν εναγκαλισμό, ωσάν αυτόν του Κυρίου μας, μέχρι που το όραμα έσβησε και του άφησε μια γλυκύτατη ανάμνηση.
Άλλη φορά διηγήθηκε ότι Άγγελος Κυρίου τον διέταξε να γράψη σ’ ένα χαρτονάκι ότι είναι θεϊκή εντολή η Κυριακάτικη Λειτουργία. Το χαρτονάκι αυτό έλεγε να σηκωνώμαστε νωρίς και να τρέχουμε στο ναό για να γεμίσουμε αγιασμό και θεία χαρά. Είχε κολλήσει και ένα χάρτινο Άγγελο στο χαρτονάκι, και το είχε καρφώσει στον ξύλινο δίσκο, πάνω στον οποίο ακουμπούσε τα κουλούρια που πουλούσε. Μ’ αυτόν τον τρόπο με θάρρος ομολογούσε Χριστόν.
‘Αλλοτε έπαθε γαστρορραγία.
– Πάμε στο Νοσοκομείο, του πρότεινε γνωστός του.
– Όχι παιδί μου. Ο Χριστός είναι ιατρός ψυχών και σωμάτων.
– Εξαντλήθηκες.
– Ο Χριστός θα με οικονομήσει.
– Η γαστρορραγία μπορεί να αποβεί μοιραία για την ζωή σου.
– Μια ώρα αρχύτερα στον Κύριό μου και Θεό μου.
Το πρωΐ τον βρήκε μια χαρά.
– Τι συνέβη κυρ-Χριστόφορε;
– Άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε
και μου είπε: «Χριστόφορε, για την γαστρορραγία φάει κρίθινα
παξιμάδια». Αγόρασα κρίθινα παξιμάδια, έφαγα, και η αιμορραγία κόπηκε
μαχαίρι.
Όντας 85 ετών το 1986 θυμήθηκε τον πατέρα του. Είχαν χωριστή από το 1921. Πάνω από 65 χρόνια δεν τον είχε μνημονεύσει. Απεφάσισε να πάη πρόσφορο στον Άγιο Νικόλαο. Στην Αγία Πρόθεση άφησε το όνομά του «Παναγιώτης». Την ίδια νύκτα εμφανίστηκε ο πατέρας του στο προσκέφαλό του και τον χάϊδευε. «Αχ, παιδί μου Χριστόφορε, πόσο με δρόσισες, τι καλωσύνη μου έκανες, τι ανάπαυση μου έδωσες που με θυμήθηκες στην προσκομιδή!».
Στις 8 Απριλίου 1989 ανεπαύθη εν ειρήνη σε ηλικία 88 ετών.Ετάφη, ως άπορος, με δαπάνες του Δήμου Νικαίας στο κοιμητήριο Νεαπόλεως Νικαίας.
Τρία χρόνια αργότερα, το Πάσχα του 1992
στην εκταφή, τα οστά του ήταν κεχριμπαρένια και πολύ καθαρά. Χωνεύθηκαν
άσημα, σε χωνευτήρι του κοιμητηρίου Αναλήψεως της Νικαίας.
Έφερε απ’ την Μικρά Ασία το άρωμα της ευλαβείας.
«Ασκητές μέσα στον κόσμο – Β΄», Άγιον Όρος, 2012
Ἀπολυτίκιον τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
Ἦχος γ´
Ἀπόστολοι ἅγιοι, πρεσβεύσατε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον. τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
Ἦχος α´. Χορὸς Ἀγγελικός
Ἑξάριθμος χορός, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, ὑμνείσθω ἱερῶς, μελῳδίαις ᾀσμάτων, Ἑρμᾶς καὶ Ἀσύγκριτος, Ἡρωδίων καὶ Ἄγαβος, σὺν τῷ Φλέγωντι, καὶ τῷ θεόφρονι Ῥούφῳ· τὴν Τριάδα γάρ, διηνεκῶς δυσωποῦσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Ἀπολυτίκιον τοῦ ὁσίου Φιλαρέτου τοῦ κηπουροῦ, ἐν Σεμινάρᾳ (π. Ἐφραίµ Ὀλυµπίτου)
Ἦχος α´.
Σεµινάρας ἡ δόξα, Ὀρθοδόξων ὑπέρµαχοι καὶ θαυµατουργοί, θεοφόροι ἀνεδείχθητε Ὅσιοι, Ἠλία τῶν Ἀγγέλων µιµητά, Φιλάρετε φωστὴρ τῶν µοναχῶν, διὰ τοῦτο τοὺς ἀγῶνας ὑµῶν ἀεί, τιµῶντες ἀνακράζοµεν. Δόξα τῷ στεφανώσαντι ὑµᾶς, δόξα τῷ µεγαλύναντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑµῶν πάσιν ἰάµατα.
Ἀπολυτίκιον τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ναυκλήρου (Γερασίμου Μικραγιαννανίτου)
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, τῆς Κῶ ὑπάρχων, ταύτην εὔφρανας, τῇ σῇ ἀθλήσει, Ἰωάννη Ναύκληρε πανεύφημε. Τῶν Ἀθλητῶν γὰρ ζηλώσας τὰ σκάμματα, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτελεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεον ἱκετευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Στιχηρὰ Ἀναστάσιμα Ἦχος πλ. δ’
Κύριε, ὅπλον κατὰ τοῦ Διαβόλου τὸν Σταυρόν σου ἡμῖν δέδωκας· φρίττει γὰρ καὶ τρέμει, μὴ φέρων καθορᾶν αὐτοῦ τὴν δύναμιν, ὅτι νεκροὺς ἀνιστᾷ καὶ θάνατον κατήργησε. Διὰ τοῦτο προσκυνοῦμεν τὴν ταφήν σου καὶ τὴν Ἔγερσιν. (Σάββατο της Διακαινησίμου, Εἰς τοὺς Αἴνους )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου