Τὸ
σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοί μου, ἱστορεῖ τὴν ἄθλησι καὶ τὰ
μαρτύρια τῶν Αγίων Πάντων. Ποιός δὲν θαυμάζει τὴν καρτερία τους;
Μὴ λησμονοῦμε ὅμως, ὅτι οἱ σωματικοὶ πόνοι ποὺ ὑπέμειναν ἦταν ἕνα μέρος μόνο τοῦ μαρτυρίου τους. Όμως οἱ ἅγιοι Πάντες εἶχαν κ᾿ ἕναν ἄλλο πόνο νὰ ὑπομείνουν. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ ἐμπαιγμός.
Γι᾿ αὐτὸ τώρα δὲν θὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὰ φοβερὰ σωματικά τους μαρτύρια. Θὰ σᾶς μιλήσω μόνο γιὰ τὸν ἐμπαιγμό, γιὰ τὴν κοροϊδία δηλαδή, ποὺ ὑπέμειναν οἱ ἅγιοι Πάντες, σύμφωνα μ᾿ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ σημερινὸς Απόστολος.
Ο
αείμνηστος επίσκοπος Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης. Ούτε αστραφτερές
λιμουζίνες Mercedes, BMW, καί Audi είχε, αλλά ένα παλιό στρατιωτικό τζίπ
του στρατού καί όποτε του το έδιναν, ούτε πλουμιστές στολές, ούτε
μεγαλόσταυρους να κρέμουνται επάνω του, ούτε μίτρες λαμπερές καί κούδες
να τίς σέρνουν οι διάκονοι πίσω του, αλλά ένα φτωχό μά καθαρό ρασάκι
είχε, ένα καλυμάχι παπαδίστικο όχι δεσποτικό, καί τίποτα άλλο. Όταν
πέθανε δεν τού βρήκαν χρήματα επάνω του, παρά κάποιες τρύπιες δεκάρες...
«Ἐμπαιγμῶν», λέει, «καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον» (Ἑβρ. 11,36), δοκίμασαν δηλαδὴ τὸν ἐμπαιγμό.
Ποιός
όμως εἶνε αὐτὸς ὁ ἐμπαιγμός; Ἂν ἀνοίξουμε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, θὰ δοῦμε
ὅτι πολλοὶ ἱεροὶ ἄνδρες ἔγιναν ἀντικείμενο γελοιότητος καὶ χλευασμοῦ.
⃝ Παράδειγμα πρῶτο ὁ Νῶε. Ἦταν
δίκαιος. Πίστευε στὸ Θεὸ καὶ ἔλεγε στοὺς συγχρόνους του νὰ παύσουν ν᾿
ἁμαρτάνουν. Ἐκεῖνοι τὸν ἐνέπαιζαν, τὸν κορόιδευαν. Κι ὅταν ὁ Νῶε τοὺς
εἶπε ὅτι ἔρχεται τιμωρία καὶ τὸν εἶδαν νὰ φτειάχνῃ καράβι στὴν ξηρά,
αὐτοὶ διασκέδαζαν καὶ ἔλεγαν· πάει, τρελλάθηκε ὁ Νῶε…
+++++++++++++++++++
Ἐνεπαίχθη λοιπὸν ὁ Νῶε ἀπὸ τὴν γενεά του τὴν ἄπιστη καὶ διεφθαρμένη.
Ἐνεπαίχθη ἐπίσης ὁ Λὼτ ὁ δίκαιος μέσα στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα.
⃝ Ἐνεπαίχθη ἀκόμη ὁ Ἰώβ.
Ὅταν τὸν εἶδαν φτωχό, δυστυχισμένο, ἄρρωστο, τοῦ εἶπαν· Τί σὲ ὠφέλησαν
οἱ δικαιοσύνες σου καὶ ἡ πίστι σου;… Κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ γυναίκα του τοῦ
εἶπε τὸν πιὸ πικρὸ λόγο· «Βλαστήμα τὸ Θεό, καὶ πέθανε». Αὐτὸς ὅμως
ἀπήντησε· Γυναίκα ἄφρον, ὄχι μόνο δὲν τὸν βλαστημῶ, ἀλλὰ καὶ τὸν ὑμνῶ
καὶ τὸν δοξάζω. «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ
αἰῶνος» (βλ. Ἰὼβ 1,21). Ἐνεπαίχθη, μὰ αὐτὸς δὲν γόγγυσε, ἀλλὰ
δοξολόγησε τὸ Θεό.
⃝ Ἐνεπαίχθη καὶ ὁ Δαυῒδ ἀπὸ καθάρματα τῆς ἐποχῆς του
ὅπως ὁ Σεμεΐ, ποὺ τὸν ὕβριζε καπηλικῶς. Ἐνεπαίχθησαν δηλαδὴ ὅλοι οἱ
προφῆτες. Δὲν ὑπάρχει δίκαιος τῆς παλαιᾶς διαθήκης ποὺ νὰ μὴν ἐνεπαίχθη
ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του.
Ἀλλὰ γιατί πᾶμε μακριά;
Ποιός εἶνε, ἀδελφοί μου, ὁ ἀρχηγός μας; ποιός εἶνε τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα γιὰ μᾶς; Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἔ λοιπόν, τί τοῦ ἔκανε ὁ κόσμος; τοῦ ἔστρωσε λουλούδια νὰ περάσῃ; Ἐνεπαίχθη καὶ ὁ Χριστός. Καὶ ἐνεπαίχθη ὅσο κανείς ἄλλος στὸν κόσμο. Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι ἄνοιξαν τὰ στόματά τους καὶ τί δὲν εἶπαν ἐναντίον του! Ποιόν πιστεύετε; ἔλεγαν στὸ λαό· αὐτόν; αὐτὸς εἶνε «υἱὸς τοῦ τέκτονος», παιδὶ τοῦ μαραγκοῦ (Ματθ. 13,55).
Τί
τὸν πιστεύετε αὐτόν; εἶνε «φίλος τελώνων καὶ ἁμαρτωλῶν», εἶνε «φάγος
καὶ οἰνοπότης», ἀκόμα καὶ «δαιμόνιον ἔχει» (Ματθ. 11,19)· αὐτὸς
δηλαδή, ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων, ὠνομάστηκε ἀρχηγὸς τῶν δαιμόνων (πρβλ.
Ματθ. 9,34· 12,24. Μᾶρκ. 3,22. Λουκ. 11,15). Καὶ σὲ μιὰ περίπτωσι εἶπαν,
ὅτι «τρελλάθηκε» (Μᾶρκ. 3,21)!
Ἀλλὰ ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν ἡμέρα τῶν ἐμπαιγμῶν, τῆς ἐξουθενώσεως καὶ τοῦ ἐξευτελισμοῦ τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἡ Μεγάλη Παρασκευή.
Τότε οἱ Ἰουδαῖοι μαζεύτηκαν κάτω ἀπὸ τὸ πραιτώριο, κι ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι, Ἐγὼ εἶμαι βασιλεὺς ἀλλὰ πολὺ διαφορετικὸς ἀπὸ τοὺς βασιλιᾶδες τοῦ κόσμου («ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» Ἰω. 18,36), τότε τὸν πῆραν οἱ στρατιῶτες καὶ ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν τοῦ φόρεσαν μιὰ ψεύτικη χλαμύδα. Ἐπάνω στὸ κεφάλι του, ἀντὶ νὰ βάλουν στέμμα, ἔβαλαν ἕνα ἀγκάθινο στεφάνι.
Στὸ χέρι τοῦ ἔδωσαν ἕνα καλάμι, καὶ κατόπιν γονάτισαν μπροστά του περιπαικτικά. Τὸν ἔφτυναν, τὸν βλαστημοῦσαν καὶ τοῦ ἔλεγαν «Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς» ἡμῶν (Ματθ. 27,29. Μᾶρκ. 15,18. Ἰω. 19,3).
Κι
ὅταν ἀνέβηκε ἐπάνω στὸ σταυρό, περνοῦσαν ἀπὸ κάτω καὶ τὸν ἔφτυναν
μικροὶ – μεγάλοι. Τὸν ἔφτυναν ἀκόμα κι αὐτοὶ οἱ συγκατάδικοί του· «Τὸ
δ᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν», τὸν
ἐνέπαιζαν (Ματθ. 27,44. Μᾶρκ. 15,32).
Ἰδού
λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ Χριστός, ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς
μας, μέσα στὸν ἄπιστο καὶ διεφθαρμένο κόσμο ἔγινε ἀντικείμενο
χλευασμοῦ, ἐξευτελισμοῦ καὶ ὀνειδισμοῦ.
* * *
Καὶ
μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ ὁ ἐμπαιγμός. Ναί, ἀδελφοί μου· ἐμπαίζονται τὰ
ὅσια καὶ ἱερά, ἐμπαίζονται οἱ εὐσεβεῖς. Δὲν τὸ καταλάβαμε σὲ ποιά ἐποχὴ
ζοῦμε. Τὰ εἶπε ὁ Θεός. Ἀγοράστε Ἀποκάλυψι καὶ διαβάστε, νὰ δῆτε σὲ
ποιά χρόνια εἴμαστε. Εἶνε τὰ χρόνια τοῦ Νῶε, («ὥσπερ αἱ ἡμέραι
τοῦ Νῶε» Ματθ. 24,37), τὰ χρόνια τοῦ Λώτ, τὰ χρόνια ποὺ μᾶς περιμένει ἡ
μεγάλη καταστροφὴ γιὰ ὅλες τὶς ἁμαρτίες καὶ τοὺς ἐμπαιγμούς μας.
Κοιτάξτε νὰ δῆτε. Ἐὰν ἕνας νέος εἶνε μοντέρνος, πηγαίνῃ στὰ κέντρα διασκεδάσεως, περνάῃ τὶς νύχτες του μὲ γύναια ἁμαρτωλά, ἔχῃ τὸ σπίτι του μόνο ὡς ξενοδοχεῖο ὕπνου καὶ φαγητοῦ, τρέχῃ στὰ γήπεδα καὶ δίνῃ κλωτσιὲς στὴ μπάλλα, αὐτὸς θεωρεῖται σπουδαῖος καὶ ὅλοι τὸν χειροκροτοῦν.
Ἐὰν ἕνας νέος ἀγαπᾷ τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα του, γυρίζῃ στὸ σπίτι μόλις βραδιάσῃ, κρατάῃ τὸ Εὐαγγέλιο στὰ χέρια του, αὐτὸν ὅλοι τὸν κοροϊδεύουν· Ὤ τὸν καλόγερο! λένε. Τὸν τεντυμπόη τὸν ὑψώνουν μέχρι τρίτου οὐρανοῦ· τὸ παιδὶ ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ ζητοῦν νὰ τοῦ ῥίξουν χιόνι καὶ νὰ τὸν ἐξουθενώσουν.
Ἐὰν μία νέα εἶνε μοντέρνα, ἐὰν τώρα τὸ καλοκαίρι πετάῃ τὰ ροῦχα της καὶ ἐκθέτῃ τὶς σάρκες της σὰν τὰ κρέατα ποὺ κρεμᾶνε στὰ κρεοπωλεῖα, ἐὰν τρέχῃ στὰ κέντρα, στὰ πάρτυ καὶ στὰ χοροδιδασκαλεῖα, ὁ κόσμος τὴ θαυμάζει καὶ λέει· Τί μοντέρνο καὶ προωδευμένο κορίτσι!….
Ἂν
μία κόρη ντύνεται σεμνά, πιστεύῃ στὸ Χριστό, πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησία,
λατρεύῃ τὸ Θεὸ καὶ προσκυνᾷ τοὺς ἁγίους, τότε λένε· Ὤ τὴν «παπαδιά», τὴν
καθυστερημένη!… Στὴ γενεά μας λοιπὸν ἐμπαίζεται ὁ εὐσεβὴς καὶ τιμᾶται ὁ
ἀσεβής.
Ἂν
μπῆτε σὲ λεωφορεῖο ἢ καράβι ἢ ἀεροπλάνο καὶ κάνετε τὸ σταυρό σας, θὰ
γελάσουν οἱ μοντέρνοι. Ἂν καθήσετε στὸ ἑστιατόριο καὶ κάνετε τὸ σταυρό
σας, θὰ σᾶς εἰρωνευθοῦν.
Στὰ
παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, ὅταν ἔβλεπαν παπᾶ στὸ δρόμο, ἔτρεχαν καὶ
φιλοῦσαν τὸ χέρι του. Τώρα, μόλις παρουσιαστῇ παπᾶς, τὸν χλευάζουν καὶ
κάνουν ἀπρεπεῖς χειρονομίες.
Ἀλλὰ θὰ ᾿ρθῇ ὥρα ποὺ ἡ Ἑλλὰς δὲν θά ᾿χῃ παπᾶδες. Γιατί ὁ νέος νὰ γίνῃ παπᾶς; γιὰ νὰ τὸν ἐμπαίζῃς ἐσὺ καὶ νὰ τὸν ἐξευτελίζῃς μὲ τὶς αἰσχρὲς χειρονομίες σου;
Τὸ
προεῖπε ἡ Γραφή· Θὰ παρουσιαστοῦν «ἐμπαῖκται» (Β΄ Πέτρ. 3,3. Ἰούδ. 18)!
Καὶ ἰδού, γέμισε ὁ κόσμος ἐμπαῖκτες. Κοροϊδεύουν τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά.
Σὲ
κάποια ἐνορία ἑόρταζε ὁ ναός, καὶ βγῆκαν μὲ τὰ ἑξαπτέρυγα νὰ κάνουν
λιτανεία συνοδείᾳ τῆς μουσικῆς τοῦ δήμου. Καὶ ἐνῷ ἔψαλλαν τὰ
ἐκκλησιαστικὰ ᾄσματα καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν ἱερά, καὶ ἐνῷ ὅλοι ἔπρεπε τὴν
ὥρα ἐκείνη νὰ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ νὰ μᾶς λυπηθῇ καὶ νὰ μὴ ῥίξῃ φωτιὰ νὰ
μᾶς κάψῃ γιὰ τὶς πορνεῖες τὶς μοιχεῖες καὶ τὶς βλαστήμιες μας· τὴν ὥρα
ἐκείνη, ποὺ ὁ λαὸς συνώδευε τὴν εἰκόνα, κάποιος «σφύριξε» τὴν εἴδησι,
ὅτι νίκησε μία ὁμάδα στὸ φουτ-μπώλ.
Τότε
ἡ μουσικὴ τοῦ δήμου ἀλλάζει ἀμέσως «σκοπὸ» καὶ ἀρχίζει νὰ παίζῃ μιὰ
κοσμικὴ μελῳδία, ἐνῷ διαρκοῦσε ἀκόμα ἡ λιτανεία καὶ ἐνῷ συνώδευαν τὴν
ἱερὰ εἰκόνα! Καταντήσαμε ἐμπαῖκτες…
Στὰ
χρόνια αὐτά, ἀδέρφια μου, «στῶμεν καλῶς»! Μέσα στὴ γενεά μας αὐτή,
γενεὰ Σοδόμων καὶ Γομόρρας, γενεὰ ἀπίστων καὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων,
γενεὰ πονηρὰ καὶ διεστραμμένη ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρο, «στῶμεν καλῶς»! Σὰν
στρατιώτης ποὺ κρατάει τὴ σημαία τοῦ Χριστοῦ, ἂς σταθοῦμε καλῶς!
Κι
ἂν ἀκόμα μείνῃς ἕνας, ἀδελφέ μου, μὴν ἀπογοητευθῇς. Κι ἂν ἀκόμα ὅλη ἡ
πόλις ἢ τὸ χωριό σου, μὲ τόσους κατοίκους, ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό, σὺ μὴν
τὸν ἀρνηθῇς. Κι ἂν ἀκόμη πάνω στὸ κάθε σπίτι ὑψωθῇ ἡ παντιέρα τοῦ
διαβόλου, στὸ δικό σου τὸ σπίτι νὰ μὴν ὑψωθῇ. Ἕνας νὰ μείνῃς, πίστευε
στὸ Θεό!
Ἅγιοι ὑπάρχουν σὲ κάθε ἐποχή. Δὲν ἦταν μόνο «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», εἶνε καὶ σήμερα· ὑπάρχει καὶ σήμερα ἀρετή, ἁγιότης.
Ἡ
κοινωνία μας βέβαια ἔγινε ἀκάθαρτη, ὄζει – βρωμάει, εἶνε κοπριὰ τοῦ
διαβόλου. Ἀλλ᾽ ὅπως κάποτε ψάχνοντας βρίσκει κανεὶς καὶ μέσ᾽ στὴν
κοπριὰ κάτι πολύτιμο, ἔτσι καὶ μέσα στὴ σημερινὴ κοινωνία κρύβονται
διαμάντια, βλέπεις ἐκδηλώσεις ποὺ συγκινοῦν· ὑπάρχει ἁγιωσύνη, ὄχι
ἁπλῶς καλωσύνη. Παραδείγματα; Νά.
Στὴν
Ἀθήνα ἕνα φτωχαδάκι ταξιτζῆς, ποὺ δὲν εἶχε οὔτε σπίτι, βρῆκε μέσα στ᾽
ἁμάξι του ἕνα δέμα ποὺ ξέχασε κάποιος ἐπιβάτης. Εἶχε μέσα – πόσα λέτε;
Πεντακόσες χιλιάδες! Τὰ πῆρε; Ὄχι. Δὲν τὰ ἄγγιξε. Τί ἔκανε; Πῆγε κατ᾽
εὐθεῖαν στὴν ἀστυνομία. –Δὲν εἶνε δικά μου αὐτά, εἶπε. Αὐτὴ ἡ τιμιότης
δὲν εἶνε ἁγιότης;
Θέλετε ἄλλο;
Σ᾽
ἕνα νοσοκομεῖο κάποιος ἄρρωστος κινδύνευε νὰ πεθάνῃ. –Χρειάζεται αἷμα!
ἀνακοίνωσε τὸ ῥαδιόφωνο. Δέκα λοιπὸν Χριστιανοὶ πῆγαν νύχτα στὸ
νοσοκομεῖο καὶ ἔδωσαν αἷμα γι᾽ αὐτόν. Δὲν ἦταν συγγενεῖς του· ἕνας
μάλιστα ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦταν καὶ ἐχθρός. Αὐτὴ ἡ θυσία δὲν εἶνε ἁγιότης;
Ἄλλο παράδειγμα.
Μιὰ γυναίκα ἔμεινε ἔγκυος. Ὁ γιατρὸς τῆς εἶπε· –Νὰ ξέρῃς ὅτι
κινδυνεύεις, ἡ καρδιά σου δὲν ἀντέχει, πρέπει νὰ ῥίξῃς τὸ παιδί. –Ἄ ὄχι,
γιατρέ, τέτοιο πρᾶγμα δὲν κάνω! Καὶ προτίμησε νὰ πεθάνῃ ἡ ἴδια παρὰ νὰ
κάνῃ ἔκτρωσι τὸ παιδί. Ἐν τούτοις ὁ Θεὸς τὴν φύλαξε καὶ γέννησε καλά.
Αὐτὴ ἡ αὐτοθυσία δὲν εἶνε ἁγιότης;
Θέλετε
κι ἄλλο; Στὴ Θεσσαλονίκη δύο τυφλὰ παιδιὰ πέσανε στὴ θάλασσα καὶ
κινδύνευαν νὰ πνιγοῦν. Ἀμέσως ἕνα ἄλλο παλληκάρι ἔπεσε στὰ κύματα καὶ
τοὺς ἔσωσε. Αὐτὴ ἡ εὐσπλαχνία δὲν εἶνε ἁγιότης;
Θέλετε
κάτι ἀκόμη ἀνώτερο; Πηγαίνετε στὸ Ἅγιο Ὄρος· θὰ δῆτε ἐκεῖ καλογήρους νὰ
κάνουν προσευχή. Μέσα σὲ βουνά, σὲ σπήλαια, σὲ τρύπες δέντρων,
ἀγρυπνοῦν καὶ προσεύχονται μὲ τὸ κομποσχοίνι καὶ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ καὶ
τὴν Παναγία· ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Ὑπάρχει λοιπὸν καὶ σήμερα καλωσύνη, ἀρετή, ἁγιότης.
* * *
Τίθεται ὅμως, ἀγαπητοί μου, τὸ ἐρώτημα· ἀρκοῦν ἆραγε αὐτὰ τὰ καλὰ γιὰ νὰ πᾶμε στὸν παράδεισο; Ὄχι, ἀπαντᾷ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο· ἀπαιτεῖται καὶ κάτι ἄλλο. Χίλια καλὰ νὰ κάνῃς, ἂν δὲν ἔχῃς καὶ αὐτὸ πᾷς στὴν κόλασι. Ποιό εἶν᾽ αὐτὸ τὸ ἕνα; Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν ὅλοι οἱ ἅγιοι, ὅτι ὡμολογοῦσαν τὸ Χριστό.
Τί θὰ πῇ «ὡμολογοῦσαν τὸ Χριστό»; Πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς ἀληθινός; ὅτι κατέβηκε ἀπὸ τὰ οὐράνια ἐδῶ στὴ γῆ γιὰ νὰ σώσῃ τὸν κόσμο; ὅτι σταυρώθηκε; ὅτι ἀναστήθηκε; ὅτι ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς; ὅτι θὰ ἔρθῃ πάλι νὰ κρίνῃ τὸν κόσμο; Ἂν τὰ πιστεύῃς αὐτά, τότε δεῖξε τὴν πίστι σου. Πῶς νὰ τὴ δείξῃς; Ἐπάνω στὰ πράγματα· τότε ἀξίζει ἡ πίστι, ὅταν στοιχίζῃ. Νὰ εἶσαι ὄχι ἕνας ψυχρὸς ἀλλὰ ἕνας θερμὸς Χριστιανός· ὅπου βρεθῇς, νὰ ὁμολογῇς αὐτὸ ποὺ πιστεύεις.
Πῶς;
Ὅπως οἱ ἅγιοι Πάντες ποὺ ἑορτάζουμε. Τί ἔκαναν ἐκεῖνοι; Τοὺς
ἔπιαναν καὶ τοὺς ἀνέκριναν· –Πιστεύεις στὸ Χριστό; Ἂν ἔλεγαν «Ὄχι»,
γλύτωναν· ἂν ἔλεγαν «Πιστεύω», καταδικάζονταν. Ὑπάρχουν πολλὰ τέτοια
παραδείγματα. Ἀναφέρω ἕνα μόνο ποὺ συνέβη στὸν Πόντο πρὶν πεντακόσα
χρόνια.
Ἕνας
πασᾶς εἶδε ἕνα παλληκάρι 18 ἐτῶν, καλὸ ἐργατικὸ φρόνιμο παιδί. Τὸ
ἐκτίμησε καὶ τοῦ λέει· –Θὰ σοῦ δώσω τὴν κόρη μου, νὰ σὲ κάνω κ᾽ ἐσένα
πασᾶ, ἀλλὰ θ᾽ ἀλλάξῃς θρησκεία· ἂν ἀλλάξῃς, ὅλα δικά σου. Ὁ νέος δὲν
ἤθελε· τέλος, ἀφοῦ ὁ πασᾶς ἐπέμενε πολύ, προσποιήθηκε· –Ἀφοῦ τὸ θέλεις,
θὰ γίνω Τοῦρκος. –Μπράβο! πότε; αὔριο, μεθαύριο; –Ἄ, λέει, σὲ
μεγάλη μέρα· τὴ Λαμπρή, ποὺ γιορτάζουν οἱ Χριστιανοί, τότε θ᾽ ἀνεβῶ στὸ
τζαμὶ νὰ τὸ φωνάξω.
Ἐνθουσιάστηκε
ὁ πασᾶς. Καὶ ὄντως τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα στὴ Σαμψοῦντα μαζεύτηκαν οἱ
Τοῦρκοι χαρούμενοι κάτω ἀπ᾽ τὸ τζαμί, ἐνῷ οἱ Χριστιανοὶ πενθοῦσαν. Τὸ
παιδὶ ἀνέβηκε στὸ μιναρέ· ἀλλ᾽ ἀντὶ νὰ πῇ «Ἕνας εἶνε ὁ Ἀλλάχ…»,
ἄρχισε νὰ ψάλλῃ –«Χριστὸς ἀνέστη ἐν νεκρῶν…». –Μᾶς γέλασε ὁ ἄπιστος,
εἶπαν. Ἀλλὰ μέχρι ν᾽ ἀνεβοῦν καὶ νὰ τὸν ῥίξουν κάτω, πρόλαβε καὶ τό ᾽πε
ἀρκετά. Βλέπετε; δὲν ἀρνήθηκε, ὡμολόγησε τὸ Χριστό.
Ἐμεῖς ὁμολογοῦμε τὴν πίστι μας; Δὲν τὴν ὁμολογοῦμε. Θέλετε παραδείγματα; Ὁρίστε.
Παρατηρῶ
ὅτι δὲν κάνετε τὸ σταυρό σας κανονικά. Σᾶς εἶπα χίλιες φορὲς καὶ σᾶς
ἔδειξα πῶς γίνεται ὁ σταυρός· μὲ τὰ τρία δάχτυλα στὸ μέτωπο, στὴν
κοιλιά, δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στοὺς ὤμους. Ἔτσι ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πάντες.
Θέλετε
ἄλλο παράδειγμα; Προχθὲς ἦρθε στὴ μητρόπολι ἕνα χωριὸ ὁλόκληρο, μὲ
καμμιὰ εἰκοσιπενταριὰ παιδάκια. Τὰ ρωτάω λοιπόν· –Τρῶτε τὸ φαγητό σας;
–Τὸ τρῶμε. –Κάθεστε μὲ τοὺς γονεῖς στὸ τραπέζι. –Καθόμαστε. –Δὲ μοῦ
λέτε, ὑπάρχει κανένα σπίτι ποὺ κάνετε ὅλοι μαζὶ προσευχή;… Δὲν βρέθηκε
οὔτε ἕνα! παντοῦ κάθονται καὶ τρῶνε σὰν τὰ ζῷα.
Καὶ
τὸ βράδυ; Οἱ πρόγονοί μας δὲν ἔπεφταν γιὰ ὕπνο χωρὶς νὰ προσευχηθοῦν.
Τώρα δεῖξτε μου ἕνα σπίτι ποὺ προτοῦ νὰ κοιμηθοῦν κάνουν οἰκογενειακὴ
προσευχή. Οἱ παλαιοὶ δὲν εἶχαν ἀνέσεις, ῥαδιόφωνα, τηλεοράσεις, ἀλλ᾽
ὅταν νύχτωνε μαζεύονταν ὅπως τὰ πουλάκια στὴ φωλιά, καὶ γονάτιζαν ὅλοι
μαζὶ μπροστὰ στὶς εἰκόνες. Σήμερα ἡ ζωὴ κατήντησε κτηνώδης· διώξαμε
μακριὰ τὸ Θεὸ καὶ βρωμήσαμε, σαπίσαμε, διαλυθήκαμε.
Ἂν
λοιπὸν πιστεύῃς στὸ Χριστό, θὰ γονατίσετε τὸ βράδυ οἰκογενειακῶς, θὰ
προσευχηθῆτε στὸ τραπέζι γονεῖς καὶ παιδιά, θὰ κάνετε τὸ σταυρό σας
κανονικά.
Πιστεύεις; Τότε θὰ ὁμολογῇς τὴν πίστι σου καὶ ἐκτὸς τοῦ σπιτιοῦ· στὸ ταξίδι (στ᾽ αὐτοκίνητα, τραῖνα, ἀεροπλάνα), σ᾽ ἕνα ἑστιατόριο, σὲ μιὰ ἐπίσκεψι, σ᾽ ἕνα τραπέζι, σὲ μιὰ γιορτή. Γύρω σου ὑπάρχει μοντέρνος κόσμος, ἄπιστοι, ὑλισταί, μασόνοι, ῥοταριανοί, αἱρετικοί.
Ἐσὺ τί θὰ κάνῃς; Μὴ ντραπῇς, μὴ φοβηθῇς μήπως σὲ ποῦν καθυστερημένο. Νὰ σηκωθῇς ἐπάνω ἄφοβα, νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου ἤρεμος. Ἕνας Ἀμερικᾶνος ποὺ μπῆκε στὸν πύραυλο νὰ πετάξῃ στὸ φεγγάρι, προτοῦ νὰ ξεκινήσῃ, ἔκανε τὸ σταυρό του. Ἐμεῖς; Ἀφήσαμε δυστυχῶς τὶς ὡραῖες παραδόσεις μας, ἀρνηθήκαμε τὸ Θεό. Γιατί όποιος ντρέπεται, δεν είναι καθαρός Χριστιανός!
Θέλεις ἄλλη περίπτωσι ὁμολογίας; Παλαιότερα καὶ στὴν πατρίδα μας καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία βλαστήμια δὲν ἀκουγόταν. Νὰ βλαστημήσῃ ἄνθρωπος στὴ Σαμψοῦντα, στὰ εὐλογημένα μέρη; Δὲν ὑπῆρχε βλάστημος. Τώρα, ἐκεῖ ποὺ κάθονται στὸ καφφενεῖο, ἐκεῖ ποὺ διαβάζουν ἐφημερίδα ἢ παίζουν τάβλι, βλαστημᾶνε. Στὸ σπίτι τρώει, τὴ μπουκιὰ ἔχει στὸ στόμα, καὶ βλαστημάει τὰ θεῖα. Καὶ αὐτὸς μὲν ἁμαρτάνει, ἐσὺ ὅμως ποὺ τὸν ἀκοῦς νὰ ὑβρίζῃ τὸ Χριστὸ τὴν Παναγία τί κάνεις; Μὴν τὸ ἀνέχεσαι. Νὰ διαμαρτυρηθῇς, ὁμολόγησε τὴν πίστι σου. Πὲς τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ·
Ἂν ὑβρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου, σὲ συγχωρῶ· ἂν βλαστημήσῃς ὅμως τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ! Καὶ μεταξὺ συζύγων.
Ἤξερα στὰ Γρεβενὰ μιὰ γυναῖκα ποὺ ὁ ἄντρας της βλαστημοῦσε. Μιὰ μέρα τοῦ λέει· –Ἄντρα μου, σὲ ἀγαπῶ· ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ σένα ἀγαπῶ τὸ Χριστό· ἂν δὲν σταματήσῃς τὴ βλαστήμια, δὲν σὲ θέλω, θὰ χωρίσουμε. Ποιός τὸ κάνει τώρα αὐτό;
Γιατὶ μπορεῖ νὰ εἶνε ψέματα τὰ ἄστρα, ψέματα ὁ ἥλιος, ψέματα ὁ κόσμος, ψέματα καὶ οἱ βασιλιᾶδες, ψέματα τὰ παλάτια, ὅλα νὰ εἶνε ψέματα· ἕνα δὲν εἶνε ψέμα, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου