Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Παλαιοί και νέοι εμπαίκτες του Θεού και των Αγίων Πάντων…

Agioi PANTES


Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοί μου, ἱστορεῖ τὴν ἄθλησι καὶ τὰ μαρτύρια τῶν Αγίων Πάντων. Ποιός δὲν θαυμάζει τὴν καρτερία τους;

Μὴ λησμονοῦμε ὅμως, ὅτι οἱ σωματικοὶ πόνοι ποὺ ὑπέμειναν ἦταν ἕνα μέρος μόνο τοῦ μαρτυρίου τους. Όμως οἱ ἅγιοι Πάντες εἶχαν κ᾿ ἕ­ναν ἄλλο πόνο νὰ ὑπομείνουν. Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ ἐμπαιγμός.

Γι᾿ αὐτὸ τώρα δὲν θὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὰ φοβερὰ σωματικά τους μαρτύρια. Θὰ σᾶς μιλήσω μόνο γιὰ τὸν ἐμπαιγμό, γιὰ τὴν κοροϊδία δηλαδή, ποὺ ὑπέμειναν οἱ ἅγιοι Πάντες, σύμφωνα μ᾿ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ σημερινὸς Απόστολος.

kantioths


Ο αείμνηστος επίσκοπος Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης. Ούτε αστραφτερές λιμουζίνες Mercedes, BMW, καί Audi είχε, αλλά ένα παλιό στρατιωτικό τζίπ του στρατού καί όποτε του το έδιναν, ούτε πλουμιστές στολές, ούτε μεγαλόσταυρους να κρέμουνται επάνω του, ούτε μίτρες λαμπερές καί κούδες να τίς σέρνουν οι διάκονοι πίσω του, αλλά ένα φτωχό μά καθαρό ρασάκι είχε, ένα καλυμάχι παπαδίστικο όχι δεσποτικό, καί τίποτα άλλο. Όταν πέθανε δεν τού βρήκαν χρήματα επάνω του, παρά κάποιες τρύπιες δεκάρες...

 

«Ἐμπαιγμῶν», λέει, «καὶ μαστίγων πεῖραν ἔ­λαβον» (Ἑβρ. 11,36), δοκίμασαν δηλαδὴ τὸν ἐμπαι­γμό.

Ποιός όμως εἶνε αὐτὸς ὁ ἐμπαιγμός; Ἂν ἀνοίξουμε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, θὰ δοῦμε ὅτι πολ­λοὶ ἱεροὶ ἄνδρες ἔγιναν ἀντικείμενο γελοιότητος καὶ χλευασμοῦ.
Παράδειγμα πρῶτο ὁ Νῶε. Ἦταν δίκαιος. Πίστευε στὸ Θεὸ καὶ ἔλεγε στοὺς συγχρόνους του νὰ παύσουν ν᾿ ἁμαρτάνουν. Ἐκεῖνοι τὸν ἐνέπαιζαν, τὸν κορόιδευαν. Κι ὅταν ὁ Νῶε τοὺς εἶπε ὅτι ἔρχεται τιμωρία καὶ τὸν εἶ­δαν νὰ φτειάχνῃ καράβι στὴν ξηρά, αὐτοὶ δι­ασκέδαζαν καὶ ἔλεγαν· πάει, τρελλάθηκε ὁ Νῶε…

 

+++++++++++++++++++



Ἐνεπαίχθη λοιπὸν ὁ Νῶε ἀπὸ τὴν γενεά του τὴν ἄπιστη καὶ διεφθαρμένη. Ἐνεπαίχθη ἐπίσης ὁ Λὼτ ὁ δίκαιος μέσα στὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα.

Ἐνεπαίχθη ἀκόμη ὁ Ἰώβ. Ὅταν τὸν εἶδαν φτωχό, δυστυχισμένο, ἄρρωστο, τοῦ εἶπαν· Τί σὲ ὠφέλησαν οἱ δικαιοσύνες σου καὶ ἡ πίστι σου;… Κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ γυναίκα του τοῦ εἶπε τὸν πιὸ πικρὸ λόγο· «Βλαστήμα τὸ Θεό, καὶ πέθανε». Αὐτὸς ὅμως ἀπήντησε· Γυναίκα ἄφρον, ὄχι μόνο δὲν τὸν βλαστημῶ, ἀλλὰ καὶ τὸν ὑμνῶ καὶ τὸν δοξάζω. «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰ­ῶνος» (βλ. Ἰὼβ 1,21). Ἐνεπαίχθη, μὰ αὐτὸς δὲν γόγγυσε, ἀλλὰ δοξολόγησε τὸ Θεό.
Ἐνεπαίχθη καὶ ὁ Δαυῒδ ἀπὸ καθάρματα τῆς ἐποχῆς του ὅπως ὁ Σεμεΐ, ποὺ τὸν ὕβριζε καπηλικῶς. Ἐνεπαίχθησαν δηλαδὴ ὅλοι οἱ προ­φῆτες. Δὲν ὑπάρχει δίκαιος τῆς παλαιᾶς διαθήκης ποὺ νὰ μὴν ἐνεπαίχθη ἀπὸ τοὺς συγχρόνους του.

Ἀλλὰ γιατί πᾶμε μακριά;

Ποιός εἶνε, ἀδελφοί μου, ὁ ἀρχηγός μας; ποιός εἶνε τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα γιὰ μᾶς; Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἔ λοιπόν, τί τοῦ ἔκανε ὁ κόσμος; τοῦ ἔστρωσε λουλούδια νὰ περάσῃ; Ἐν­επαίχθη καὶ ὁ Χριστός. Καὶ ἐνεπαίχθη ὅσο καν­είς ἄλλος στὸν κόσμο. Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι ἄνοιξαν τὰ στόματά τους καὶ τί δὲν εἶπαν ἐναντίον του! Ποιόν πιστεύετε; ἔ­λεγαν στὸ λαό· αὐτόν; αὐτὸς εἶνε «υἱὸς τοῦ τέκτονος», παιδὶ τοῦ μαραγκοῦ (Ματθ. 13,55).

Τί τὸν πιστεύ­ετε αὐτόν; εἶνε «φίλος τελώνων καὶ ἁ­μαρτωλῶν», εἶνε «φάγος καὶ οἰνοπότης», ἀ­κό­μα καὶ «δαιμόνιον ἔχει» (Ματθ. 11,19)· αὐτὸς δηλαδή, ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀγγέλων, ὠνομάστηκε ἀρ­χηγὸς τῶν δαιμόνων (πρβλ. Ματθ. 9,34· 12,24. Μᾶρκ. 3,22. Λουκ. 11,15). Καὶ σὲ μιὰ περίπτωσι εἶπαν, ὅτι «τρελλάθηκε» (Μᾶρκ. 3,21)!
Ἀλλὰ ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν ἡμέρα τῶν ἐμπαιγμῶν, τῆς ἐξουθενώσεως καὶ τοῦ ἐξευτελισμοῦ τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἡ Μεγάλη Παρασκευή.

Τότε οἱ Ἰ­ουδαῖοι μαζεύτηκαν κάτω ἀπὸ τὸ πραιτώριο, κι ὅταν ὁ Χριστὸς εἶπε ὅτι, Ἐγὼ εἶμαι βασιλεὺς ἀλλὰ πολὺ διαφορετικὸς ἀπὸ τοὺς βασιλιᾶδες τοῦ κόσμου («ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» Ἰω. 18,36), τότε τὸν πῆραν οἱ στρατιῶτες καὶ ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν τοῦ φόρεσαν μιὰ ψεύτικη χλαμύδα. Ἐπάνω στὸ κεφάλι του, ἀντὶ νὰ βάλουν στέμμα, ἔβαλαν ἕνα ἀγκάθινο στεφάνι.

Στὸ χέρι τοῦ ἔδωσαν ἕνα καλάμι, καὶ κατόπιν γονάτισαν μπροστά του περιπαικτικά. Τὸν ἔφτυναν, τὸν βλαστημοῦσαν καὶ τοῦ ἔλεγαν «Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς» ἡμῶν (Ματθ. 27,29. Μᾶρκ. 15,18. Ἰω. 19,3).

Κι ὅταν ἀνέβηκε ἐπάνω στὸ σταυρό, περνοῦσαν ἀπὸ κάτω καὶ τὸν ἔφτυναν μικροὶ – μεγάλοι. Τὸν ἔφτυναν ἀ­κόμα κι αὐτοὶ οἱ συγκατάδικοί του· «Τὸ δ᾿ αὐ­τὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠ­νείδιζον αὐτόν», τὸν ἐνέπαιζαν (Ματθ. 27,44. Μᾶρκ. 15,32).
Ἰδού λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ὅτι καὶ αὐτὸς ὁ Χριστός, ὁ ἀρχηγὸς τῆς πίστεώς μας, μέσα στὸν ἄπιστο καὶ διεφθαρμένο κόσμο ἔγινε ἀν­­τικείμενο χλευασμοῦ, ἐξευτελισμοῦ καὶ ὀνειδισμοῦ.

* * *

Καὶ μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ ὁ ἐμπαι­γμός. Ναί, ἀδελφοί μου· ἐμπαίζονται τὰ ὅσια καὶ ἱερά, ἐμπαίζονται οἱ εὐσεβεῖς. Δὲν τὸ καταλάβαμε σὲ ποιά ἐποχὴ ζοῦμε. Τὰ εἶπε ὁ Θεός. Ἀγοράστε Ἀποκάλυψι καὶ διαβάστε, νὰ δῆ­τε σὲ ποιά χρόνια εἴμαστε. Εἶνε τὰ χρόνια τοῦ Νῶε, («ὥσπερ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε» Ματθ. 24,37), τὰ χρόνια τοῦ Λώτ, τὰ χρόνια ποὺ μᾶς περιμένει ἡ μεγάλη καταστροφὴ γιὰ ὅλες τὶς ἁ­μαρτίες καὶ τοὺς ἐμπαιγμούς μας.

Κοιτάξτε νὰ δῆτε. Ἐὰν ἕνας νέος εἶνε μον­τέρνος, πηγαίνῃ στὰ κέντρα διασκεδάσεως, περνάῃ τὶς νύχτες του μὲ γύναια ἁμαρτωλά, ἔχῃ τὸ σπίτι του μόνο ὡς ξενοδοχεῖο ὕπνου καὶ φαγητοῦ, τρέχῃ στὰ γήπεδα καὶ δίνῃ κλωτσιὲς στὴ μπάλλα, αὐτὸς θεωρεῖται σπουδαῖ­ος καὶ ὅλοι τὸν χειροκροτοῦν.

Ἐὰν ἕνας νέος ἀγαπᾷ τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα του, γυρίζῃ στὸ σπίτι μόλις βραδιάσῃ, κρατάῃ τὸ Εὐαγγέλιο στὰ χέρια του, αὐτὸν ὅλοι τὸν κοροϊδεύουν· Ὤ τὸν καλόγερο! λένε. Τὸν τεντυμπόη τὸν ὑψώνουν μέχρι τρίτου οὐρανοῦ· τὸ παιδὶ ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ ζητοῦν νὰ τοῦ ῥίξουν χιόνι καὶ νὰ τὸν ἐξουθενώσουν.

Ἐὰν μία νέα εἶνε μοντέρνα, ἐὰν τώρα τὸ καλοκαίρι πετάῃ τὰ ροῦχα της καὶ ἐκθέτῃ τὶς σάρκες της σὰν τὰ κρέατα ποὺ κρεμᾶνε στὰ κρεοπωλεῖα, ἐὰν τρέχῃ στὰ κέντρα, στὰ πάρτυ καὶ στὰ χοροδιδασκαλεῖα, ὁ κόσμος τὴ θαυμάζει καὶ λέει· Τί μοντέρνο καὶ προωδευμένο κορίτσι!….

Ἂν μία κόρη ντύνεται σεμνά, πιστεύῃ στὸ Χριστό, πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησία, λατρεύῃ τὸ Θεὸ καὶ προσκυνᾷ τοὺς ἁγίους, τότε λένε· Ὤ τὴν «παπαδιά», τὴν καθυστερημένη!… Στὴ γενεά μας λοιπὸν ἐμπαίζεται ὁ εὐσεβὴς καὶ τιμᾶται ὁ ἀσεβής.
Ἂν μπῆτε σὲ λεωφορεῖο ἢ καράβι ἢ ἀεροπλάνο καὶ κάνετε τὸ σταυρό σας, θὰ γελάσουν οἱ μοντέρνοι. Ἂν καθήσετε στὸ ἑστιατόριο καὶ κάνετε τὸ σταυρό σας, θὰ σᾶς εἰρωνευθοῦν.
Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια, ὅταν ἔ­βλεπαν παπᾶ στὸ δρόμο, ἔτρεχαν καὶ φιλοῦ­σαν τὸ χέρι του. Τώρα, μόλις παρουσιαστῇ πα­πᾶς, τὸν χλευάζουν καὶ κάνουν ἀπρεπεῖς χειρονομίες.

Ἀλλὰ θὰ ᾿ρθῇ ὥρα ποὺ ἡ Ἑλλὰς δὲν θά ᾿χῃ παπᾶδες. Γιατί ὁ νέος νὰ γίνῃ πα­πᾶς; γιὰ νὰ τὸν ἐμπαίζῃς ἐσὺ καὶ νὰ τὸν ἐξευτελίζῃς μὲ τὶς αἰσχρὲς χειρονομίες σου;


Τὸ προεῖπε ἡ Γραφή· Θὰ παρουσιαστοῦν «ἐμπαῖκται» (Β΄ Πέτρ. 3,3. Ἰούδ. 18)! Καὶ ἰδού, γέμισε ὁ κόσμος ἐμπαῖκτες. Κοροϊδεύουν τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά.
Σὲ κάποια ἐνορία ἑόρταζε ὁ ναός, καὶ βγῆ­καν μὲ τὰ ἑξαπτέρυγα νὰ κάνουν λιτανεία συνοδείᾳ τῆς μουσικῆς τοῦ δήμου. Καὶ ἐνῷ ἔ­ψαλλαν τὰ ἐκκλησιαστικὰ ᾄσματα καὶ ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν ἱερά, καὶ ἐνῷ ὅλοι ἔπρεπε τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ νὰ μᾶς λυπηθῇ καὶ νὰ μὴ ῥίξῃ φωτιὰ νὰ μᾶς κάψῃ γιὰ τὶς πορνεῖες τὶς μοιχεῖες καὶ τὶς βλαστήμιες μας· τὴν ὥρα ἐκείνη, ποὺ ὁ λαὸς συνώδευε τὴν εἰκόνα, κάποιος «σφύριξε» τὴν εἴδησι, ὅτι νίκησε μία ὁμάδα στὸ φουτ-μπώλ.

Τότε ἡ μου­σικὴ τοῦ δήμου ἀλλάζει ἀμέσως «σκοπὸ» καὶ ἀρχίζει νὰ παίζῃ μιὰ κοσμικὴ μελῳδία, ἐνῷ διαρκοῦσε ἀκόμα ἡ λιτανεία καὶ ἐνῷ συνώδευαν τὴν ἱερὰ εἰκόνα! Καταντήσαμε ἐμπαῖ­κτες…

Στὰ χρόνια αὐτά, ἀδέρφια μου, «στῶμεν καλῶς»! Μέσα στὴ γενεά μας αὐτή, γενεὰ Σοδόμων καὶ Γομόρρας, γενεὰ ἀπίστων καὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων, γενεὰ πονηρὰ καὶ δι­ε­στραμμένη ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρο, «στῶμεν κα­λῶς»! Σὰν στρατιώτης ποὺ κρατάει τὴ σημαία τοῦ Χριστοῦ, ἂς σταθοῦμε καλῶς!
Κι ἂν ἀκόμα μείνῃς ἕνας, ἀδελφέ μου, μὴν ἀπογοητευ­θῇς. Κι ἂν ἀκόμα ὅλη ἡ πόλις ἢ τὸ χωριό σου, μὲ τόσους κατοίκους, ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό, σὺ μὴν τὸν ἀρνηθῇς. Κι ἂν ἀκόμη πάνω στὸ κάθε σπίτι ὑψωθῇ ἡ παντιέρα τοῦ διαβόλου, στὸ δικό σου τὸ σπίτι νὰ μὴν ὑψω­θῇ. Ἕνας νὰ μείνῃς, πίστευε στὸ Θεό!

Ἅγιοι ὑπάρχουν σὲ κάθε ἐ­ποχή. Δὲν ἦταν μόνο «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», εἶνε καὶ σήμερα· ὑ­πάρ­χει καὶ σήμερα ἀρετή, ἁγιότης.

Ἡ κοινωνία μας βέβαια ἔγινε ἀκάθαρ­τη, ὄ­ζει – βρωμάει, εἶνε κοπριὰ τοῦ διαβόλου. Ἀλλ᾽ ὅ­πως κάποτε ψάχνοντας βρίσκει κανεὶς καὶ μέσ᾽ στὴν κοπριὰ κάτι πολύτιμο, ἔτσι καὶ μέσα στὴ σημερινὴ κοινωνία κρύβονται δια­μάντια, βλέπεις ἐκδηλώσεις ποὺ συγκινοῦν· ὑπάρχει ἁ­γι­ωσύνη, ὄχι ἁπλῶς καλωσύνη. Παραδείγματα; Νά.

Στὴν Ἀθήνα ἕνα φτωχαδάκι ταξιτζῆς, ποὺ δὲν εἶχε οὔτε σπίτι, βρῆ­κε μέσα στ᾽ ἁμάξι του ἕ­να δέμα ποὺ ξέχασε κάποιος ἐπιβάτης. Εἶχε μέσα – πόσα λέτε; Πεντακόσες χιλιάδες! Τὰ πῆρε; Ὄχι. Δὲν τὰ ἄγγιξε. Τί ἔκανε; Πῆγε κατ᾽ εὐθεῖαν στὴν ἀστυνομία. –Δὲν εἶνε δικά μου αὐτά, εἶπε. Αὐτὴ ἡ τιμιότης δὲν εἶνε ἁγιότης;
Θέλετε ἄλλο;

Σ᾽ ἕνα νοσοκομεῖο κάποιος ἄρρωστος κινδύνευε νὰ πεθάνῃ. –Χρειάζεται αἷμα! ἀνακοίνωσε τὸ ῥαδιόφωνο. Δέκα λοιπὸν Χριστιανοὶ πῆγαν νύχτα στὸ νοσοκομεῖο καὶ ἔδωσαν αἷμα γι᾽ αὐτόν. Δὲν ἦταν συγγενεῖς του· ἕνας μάλιστα ἀπ᾽ αὐτοὺς ἦ­ταν καὶ ἐ­χθρός. Αὐτὴ ἡ θυσία δὲν εἶνε ἁγιότης;
Ἄλλο παράδειγμα. Μιὰ γυναίκα ἔμεινε ἔγκυος. Ὁ γιατρὸς τῆς εἶπε· –Νὰ ξέρῃς ὅτι κινδυνεύεις, ἡ καρδιά σου δὲν ἀντέχει, πρέπει νὰ ῥίξῃς τὸ παιδί. –Ἄ ὄχι, γιατρέ, τέτοιο πρᾶγμα δὲν κάνω! Καὶ προτίμησε νὰ πεθάνῃ ἡ ἴδια παρὰ νὰ κάνῃ ἔκτρωσι τὸ παιδί. Ἐν τούτοις ὁ Θεὸς τὴν φύλαξε καὶ γέννησε καλά. Αὐτὴ ἡ αὐτοθυσία δὲν εἶνε ἁγιότης;
Θέλετε κι ἄλλο; Στὴ Θεσσαλονίκη δύο τυ­­φλὰ παιδιὰ πέσανε στὴ θάλασσα καὶ κινδύνευαν νὰ πνιγοῦν. Ἀμέσως ἕνα ἄλλο παλληκάρι ἔπεσε στὰ κύματα καὶ τοὺς ἔσωσε. Αὐτὴ ἡ εὐσπλαχνία δὲν εἶνε ἁγιότης;
Θέλετε κάτι ἀκόμη ἀνώτερο; Πηγαίνετε στὸ Ἅγιο Ὄρος· θὰ δῆτε ἐκεῖ καλογήρους νὰ κάνουν προσευχή. Μέ­σα σὲ βουνά, σὲ σπήλαια, σὲ τρύπες δέν­τρων, ἀγρυπνοῦν καὶ προσ­εύχονται μὲ τὸ κομποσχοίνι καὶ παρακαλοῦν τὸ Θεὸ καὶ τὴν Παναγία· ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.
Ὑπάρχει λοιπὸν καὶ σήμερα καλω­σύνη, ἀ­ρετή, ἁγιότης.

* * *

Τίθεται ὅμως, ἀγαπητοί μου, τὸ ἐρώτημα· ἀρκοῦν ἆραγε αὐτὰ τὰ καλὰ γιὰ νὰ πᾶμε στὸν παρά­δεισο; Ὄχι, ἀ­παντᾷ τὸ σημερινὸ εὐαγγέ­λιο· ἀ­παιτεῖται καὶ κάτι ἄλλο. Χίλια καλὰ νὰ κά­­νῃς, ἂν δὲν ἔχῃς καὶ αὐτὸ πᾷς στὴν κόλα­σι. Ποιό εἶν᾽ αὐτὸ τὸ ἕνα; Εἶνε ἐκεῖνο ποὺ εἶ­χαν ὅλοι οἱ ἅγιοι, ὅτι ὡμολογοῦσαν τὸ Χριστό.

Τί θὰ πῇ «ὡμολογοῦσαν τὸ Χριστό»; Πιστεύεις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς ἀληθινός; ὅτι κατέβηκε ἀ­πὸ τὰ οὐράνια ἐδῶ στὴ γῆ γιὰ νὰ σώ­σῃ τὸν κό­σμο; ὅτι σταυρώθηκε; ὅτι ἀναστήθη­κε; ὅτι ἀνα­λήφθηκε στοὺς οὐρανούς; ὅτι θὰ ἔρθῃ πάλι νὰ κρίνῃ τὸν κόσμο; Ἂν τὰ πιστεύ­ῃς αὐτά, τότε δεῖξε τὴν πίστι σου. Πῶς νὰ τὴ δεί­ξῃς; Ἐπάνω στὰ πράγματα· τότε ἀξίζει ἡ πίστι, ὅταν στοι­χίζῃ. Νὰ εἶ­σαι ὄχι ἕνας ψυχρὸς ἀλλὰ ἕνας θερ­μὸς Χριστιανός· ὅ­που βρεθῇς, νὰ ὁμολογῇς αὐ­τὸ ποὺ πιστεύεις.

Πῶς; Ὅπως οἱ ἅγιοι Πάν­τες ποὺ ἑ­ορ­τάζουμε. Τί ἔκαναν ἐκεῖνοι; Τοὺς ἔ­πιαναν καὶ τοὺς ἀνέκριναν· –Πιστεύεις στὸ Χρι­­στό; Ἂν ἔ­λεγαν «Ὄχι», γλύτωναν· ἂν ἔλεγαν «Πιστεύω», καταδικάζονταν. Ὑπάρχουν πολλὰ τέτοια παραδεί­γματα. Ἀναφέρω ἕνα μόνο ποὺ συνέβη στὸν Πόντο πρὶν πεντακόσα χρόνια.
Ἕνας πασᾶς εἶδε ἕνα παλληκάρι 18 ἐτῶν, καλὸ ἐργατικὸ φρόνιμο παιδί. Τὸ ἐκτίμησε καὶ τοῦ λέει· –Θὰ σοῦ δώσω τὴν κόρη μου, νὰ σὲ κά­νω κ᾽ ἐσένα πα­σᾶ, ἀλλὰ θ᾽ ἀλ­λάξῃς θρησκεία· ἂν ἀλλάξῃς, ὅλα δικά σου. Ὁ νέος δὲν ἤθελε· τέλος, ἀφοῦ ὁ πασᾶς ἐπέμενε πολύ, προσποιήθηκε· –Ἀ­φοῦ τὸ θέλεις, θὰ γί­­νω Τοῦρ­κος. –Μπράβο! πότε; αὔριο, μεθαύ­ριο; –Ἄ, λέει, σὲ μεγάλη μέρα· τὴ Λαμπρή, ποὺ γιορτάζουν οἱ Χριστιανοί, τότε θ᾽ ἀνεβῶ στὸ τζαμὶ νὰ τὸ φωνάξω.

Ἐνθουσιάστηκε ὁ πασᾶς. Καὶ ὄν­τως τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα στὴ Σαμψοῦντα μαζεύτηκαν οἱ Τοῦρκοι χαρούμενοι κάτω ἀπ᾽ τὸ τζαμί, ἐνῷ οἱ Χριστιανοὶ πενθοῦσαν. Τὸ παι­­δὶ ἀνέβηκε στὸ μιναρέ· ἀλλ᾽ ἀντὶ νὰ πῇ «Ἕ­νας εἶνε ὁ Ἀλλάχ…», ἄρχισε νὰ ψάλλῃ –«Χριστὸς ἀνέστη ἐν νεκρῶν…». –Μᾶς γέλασε ὁ ἄ­πιστος, εἶπαν. Ἀλλὰ μέχρι ν᾽ ἀνεβοῦν καὶ νὰ τὸν ῥίξουν κάτω, πρόλαβε καὶ τό ᾽πε ἀρκετά. Βλέ­πετε; δὲν ἀρνήθηκε, ὡμολόγησε τὸ Χριστό.
Ἐμεῖς ὁμολογοῦμε τὴν πίστι μας; Δὲν τὴν ὁμολογοῦμε. Θέλετε παραδείγματα; Ὁρίστε.


Παρατηρῶ ὅτι δὲν κάνετε τὸ σταυρό σας κανονικά. Σᾶς εἶπα χίλιες φορὲς καὶ σᾶς ἔδειξα πῶς γίνεται ὁ σταυρός· μὲ τὰ τρία δάχτυλα στὸ μέτωπο, στὴν κοιλιά, δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στοὺς ὤμους. Ἔτσι ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πάντες.


Θέλετε ἄλλο παράδειγμα; Προχθὲς ἦρθε στὴ μητρόπολι ἕνα χωριὸ ὁλόκληρο, μὲ καμμιὰ εἰκοσιπενταριὰ παιδάκια. Τὰ ρωτάω λοιπόν· –Τρῶτε τὸ φαγητό σας; –Τὸ τρῶμε. –Κάθε­στε μὲ τοὺς γονεῖς στὸ τραπέζι. –Καθόμα­στε. –Δὲ μοῦ λέτε, ὑπάρχει κανένα σπίτι ποὺ κάνε­τε ὅλοι μαζὶ προσευχή;… Δὲν βρέθηκε οὔτε ἕνα! παντοῦ κάθονται καὶ τρῶνε σὰν τὰ ζῷα.
Καὶ τὸ βράδυ; Οἱ πρόγονοί μας δὲν ἔ­πεφταν γιὰ ὕπνο χωρὶς νὰ προσευχηθοῦν. Τώ­ρα δεῖξτε μου ἕνα σπίτι ποὺ προτοῦ νὰ κοιμη­θοῦν κάνουν οἰκογενειακὴ προσευχή. Οἱ παλαιοὶ δὲν εἶχαν ἀνέσεις, ῥαδιόφωνα, τηλε­ορά­σεις, ἀλλ᾽ ὅταν νύχτωνε μαζεύονταν ὅπως τὰ πουλάκια στὴ φωλιά, καὶ γονάτιζαν ὅλοι μαζὶ μπροστὰ στὶς εἰκόνες. Σήμερα ἡ ζωὴ κατήντησε κτηνώδης· διώξαμε μακριὰ τὸ Θεὸ καὶ βρωμήσαμε, σαπίσαμε, διαλυθήκαμε.
Ἂν λοιπὸν πιστεύῃς στὸ Χριστό, θὰ γονατί­σετε τὸ βράδυ οἰκογενειακῶς, θὰ προσ­ευχηθῆτε στὸ τραπέζι γονεῖς καὶ παιδιά, θὰ κάνετε τὸ σταυρό σας κανονικά.

Πιστεύεις; Τότε θὰ ὁ­μολογῇς τὴν πίστι σου καὶ ἐκτὸς τοῦ σπιτιοῦ· στὸ ταξίδι (στ᾽ αὐτοκίνητα, τραῖνα, ἀ­εροπλάνα), σ᾽ ἕνα ἑστιατόριο, σὲ μιὰ ἐπίσκε­ψι, σ᾽ ἕνα τραπέζι, σὲ μιὰ γιορτή. Γύρω σου ὑ­πάρχει μον­τέρνος κόσμος, ἄπιστοι, ὑλισταί, μασόνοι, ῥοταριανοί, αἱ­ρετικοί.

Ἐσὺ τί θὰ κά­νῃς; Μὴ ντραπῇς, μὴ φοβηθῇς μήπως σὲ ποῦν καθυστερημένο. Νὰ σηκωθῇς ἐπάνω ἄφοβα, νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου ἤρεμος. Ἕνας Ἀμερικᾶνος ποὺ μπῆκε στὸν πύραυλο νὰ πετάξῃ στὸ φεγγάρι, προτοῦ νὰ ξεκινήσῃ, ἔκανε τὸ σταυρό του. Ἐμεῖς; Ἀφήσαμε δυστυχῶς τὶς ὡ­ραῖες παραδόσεις μας, ἀρνηθήκαμε τὸ Θεό. Γιατί όποιος ντρέπεται, δεν είναι καθαρός Χριστιανός!

Θέλεις ἄλλη περίπτωσι ὁμολογίας; Παλαιότερα καὶ στὴν πατρίδα μας καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία βλαστήμια δὲν ἀκουγόταν. Νὰ βλαστημήσῃ ἄνθρωπος στὴ Σαμψοῦντα, στὰ εὐλογη­μένα μέρη; Δὲν ὑπῆρχε βλάστημος. Τώρα, ἐ­κεῖ ποὺ κάθονται στὸ καφφενεῖο, ἐκεῖ ποὺ διαβάζουν ἐφημερίδα ἢ παίζουν τάβλι, βλαστημᾶνε. Στὸ σπίτι τρώει, τὴ μπουκιὰ ἔχει στὸ στόμα, καὶ βλαστημάει τὰ θεῖα. Καὶ αὐτὸς μὲν ἁμαρτάνει, ἐσὺ ὅμως ποὺ τὸν ἀκοῦς νὰ ὑβρί­ζῃ τὸ Χριστὸ τὴν Παναγία τί κάνεις; Μὴν τὸ ἀ­νέχεσαι. Νὰ διαμαρτυρηθῇς, ὁμολόγησε τὴν πίστι σου. Πὲς τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ·

Ἂν ὑβρίσῃς τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μου, σὲ συγχωρῶ· ἂν βλαστημήσῃς ὅμως τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ! Καὶ μεταξὺ συζύγων.

Ἤξερα στὰ Γρεβενὰ μιὰ γυναῖκα ποὺ ὁ ἄντρας της βλαστημοῦσε. Μιὰ μέρα τοῦ λέει· –Ἄντρα μου, σὲ ἀγαπῶ· ἀλ­λὰ παραπάνω ἀπὸ σένα ἀγαπῶ τὸ Χριστό· ἂν δὲν σταματήσῃς τὴ βλαστήμια, δὲν σὲ θέλω, θὰ χωρίσουμε. Ποιός τὸ κάνει τώρα αὐτό;

 

Γιατὶ μπορεῖ νὰ εἶνε ψέματα τὰ ἄστρα, ψέματα ὁ ἥ­λιος, ψέματα ὁ κόσμος, ψέματα καὶ οἱ βασιλιᾶ­δες, ψέματα τὰ παλάτια, ὅλα νὰ εἶνε ψέματα· ἕνα δὲν εἶνε ψέμα, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος.

kivotoshelp.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου