Και φεύγοντας νωρίς από το σπίτι απέφυγα τον έρανο την Τρίτη και κάτι έμειναν στην τσέπη άλλα δέκα
Από τον φαμελίτη τον εργάτη Τρία κρατώ δεν είναι και αυτό κάτι;
Για τη δουλειά που μου κανε τον φτάνουν.
Δυό τα λεφτά θα με πεθάνουν.
Στο γέρο που ζητά να τον δανείσω δίχως ελπίδα να τα πάρω πίσω είπα σιγά «δεν έχω και λυπούμαι»
Κι’ έτσι γλυτώνω τέσσερα και πάμε…
Βλέπω τυφλό, φτωχό, χωρίς ελπίδα στον δρόμο κάνοντας πως δεν τον είδα.
Είναι τυφλός κι’ αυτός και δε με βλέπει.
Κι’ ακόμα δυό κρατώ μέσα στην τσέπη.
Κέρδη μικρά θα πής πως βάζω στην μπάντα.
Κι’ όμως κάναν αργύρια τριάντα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου