Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβιτης
Η ψυχή που είναι ερωτευμένη με τον Χριστό είναι πάντα χαρούμενη κι ευτυχισμένη, όσους κόπους και θυσίες κι αν της κοστίσει αυτό.. Ο θείος πόθος νικάει κάθε πόνο κι έτσι κάθε πόνος μεταποιείται και γίνεται αγάπη Χριστού. … Όλοι οι πόνοι θα περάσουν θα νικηθούν, θα μεταποιηθούν. Τότε γίνονται όλα Χριστός, γίνονται Παράδεισος. Να βάλομε την πρίζα της καρδιάς μας στην αγάπη Του, για να ενωθούμε μαζί Του.
Όσο αγαπάεις τον Χριστό, τόσο νομίζεις ότι δεν Τον αγαπάεις κι όλο λαχταράεις περισσότερο να Τον αγαπήσεις. Χωρίς όμως να το καταλαβαίνεις πηγαίνεις πιο ψηλά, πιο ψηλά!
Ανοίξτε και σείς τα χέρια σας και ριχτείτε στην αγκαλιά του Χριστού. Τότε ζει μέσα σας. Κι όλο νομίζετε ότι δεν Τον αγαπάτε πολύ και θέλετε πιο πολύ να Τον πλησιάσετε και να είστε ένα μαζί Του.
Να αγαπήσει τον Χριστό, να
λαχταρήσει τον Χριστό, να ζει εν τω Χριστώ, σαν το Απόστολο Παύλο που
έλεγε ”ζω δε ουκέτι ε γω, ζη δε εν εμοί Χριστός”. Αυτό να είναι
ο στόχος σας. Οι άλλες προσπάθειες να είναι μυστικές, κρυμμένες. Εκείνο
που θα πρέπει να κυριαρχεί είναι η αγάπη στον Χριστό.
Αυτή η προσπάθεια να είναι και πιο έντονη,
πως θα συναντήσετε τον Χριστό, πως θα ενωθείτε μαζί Του, πως θα τον
ενστερνισθείτε μέσα σας.
Έργο μας είναι προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να μπούμε μέσα στο φως του Χριστού. Δεν είναι να κάνει κανείς τα τυπικά. Η ουσία είναι να είμαστε μαζί με τον Χριστό. Να ξυπνήσει η ψυχή και ν’ αγαπήσει τον Χριστό, να γίνει αγία. Να επιδοθεί στο θείο έρωτα. Έτσι θα μας αγαπήσει κι Εκείνος. Θα είναι τότε η χαρά αναφαίρετη. Αυτό θέλει πιο πολύ ο Χριστός, να μας γεμίζει από χαρά, διότι είναι η πηγή της χαράς…
Μέσα απ’ την Αγία Γραφή βγαίνουν όλα. Πρέπει να τη διαβάζετε συνεχώς, για να μάθετε τα μυστικά του αγώνα του πνευματικού. Στην αγαπημένη μου Σοφία Σολομώντος, στο ένατο κεφάλαιο, λέει:
«Θεέ πατέρων και Κύριε του ελέους, ο
ποιήσας τα πάντα εν λόγω Σου και τη σοφία Σου κατεσκεύασας άνθρωπον, ίνα
δεσπόζη των υπό Σου γενομένων κτισμάντων και διέπη τον κόσμον εν
οσιότητι και δικαιοσύνη και εν ευθύτητι ψυχής κρίσιν κρίνη, δος μοι την
των σων θρόνων πάρεδρον σοφίαν και μη με αποδοκιμάσης εκ παίδων σου, ότι
εγώ δούλος σος και υιός της παιδίσκης σου, άνθρωπος ασθενής και
ολιγοχρόνιος και ελάσσων εν συνέσει κρίσεως και νόμων» (Σοφ. Σολομ. 9,
1-5).
Βλέπουμε εδώ τον σοφό Σολομώντα να ζητάει
με τόσο ταπεινό τρόπο από τον Θεό τη σοφία Του. Κι ο Θεός του την έδωσε
πλουσιοπάροχα.
Το κλειδί για την πνευματική ζωή είναι η ευχή.
Την ευχή δεν μπορεί κανείς να τη διδάξει, ούτε τα βιβλία, ούτε ο
γέροντας, ούτε κανείς. Ο μόνος διδάσκαλος είναι η θεία Χάρις. Αν σας πω
ότι το μέλι είναι γλυκό είναι ρευστό είναι έτσι κι έτσι, δεν θα
καταλάβετε, αν δεν το γευθείτε. Το ίδιο και στην προσευχή, αν σας πω,
«είναι έτσι, νιώθεις έτσι» κ.λπ. δεν θα καταλάβετε, ούτε θα
προευχηθείτε, «ει μη εν Αγίω Πνεύματι».
Μόνο το Πνεύμα το Άγιον μόνο η χάρις του Θεού μπορεί να εμπνεύσει την ευχή.
***
Είδα έναν άγιο ζωντανό. Ναι, έναν άγνωστο άγιο. Ο καημένος, περιφρονημένος… Δεν τον έβλεπε κανείς. Το εκχείλισμα και το περίσσευμα της χάριτος ήλθε σ’ εμένανε τον ταπεινό, όταν είδα αυτόν, τον Γερο-Δημά, στο Κυριακό να κάνει τις μετάνοιές του και ν’ αναλύεται σε λυγμούς στην προσευχή του. Με τις μετάνοιες αυτουνού, τόσο πολύ τον επεσκίασε η χάρις, ώστε ακτινοβόλησε και σ’ εμένα. Τότε ξέσπασε και σ’ εμένα ο πλούτος της χάριτος..
Ο Γερο-Δημάς μου μετέδωσε το χάρισμα της ευχής και το διορατικό, την ώρα που ο ίδιος προσευχόταν στο νάρθηκα της Αγίας Τριάδος, του Καθολικού των Καυσοκαλυβίων. Αυτό που έπαθα, ποτέ δεν το είχα σκεφθεί, ούτε ποτέ επιθυμήσει, ούτε το περίμενα. …… Οι Πατέρες δεν έκαναν εκβιασμούς, δεν ζητούσαν σημεία, δεν ζητούσαν χαρίσματα. Εγώ δεν είπα ποτέ μου να έπαιρνα κάποιο χάρισμα απ’ τον Θεό. Ποτέ δεν το σκέφθηκα. Κι αυτό που ποτέ δεν σκέφθηκα παρουσιάσθηκε ξαφνικά κι εγώ ποτέ δεν του έδωσα σημασία.
Κατά το απογευματάκι της ίδιας ημέρας εβγήκα από την εκκλησία. Κάθισα στο πεζούλι και κοίταζα κατά τη θάλασσα. Πλησίαζε η ώρα που συνήθως ερχόντουσαν οι Γεροντές μου. Εκεί που κοίταζα μήπως έλθουν, τους είδα να προβάλλουν. Τους είδα να κατεβαίνουν κάτι μαρμάρινα σκαλιά. Αυτός όμως ο τόπος ήταν μακρινός, δεν έπρεπε κανονικά να τον βλέπω. Τους είδα με την χάρι του Θεού. Ενθουσιάσθηκα. Ήταν η πρώτη φορά που μου συνέβηκε αυτό. Πετάγομαι έξω, τρέχω και τους φθάνω. Παίρνω τα δισάκια.
– Πώς το ήξερες ότι ερχόμαστε; Λέει ο Γέροντας.
– Γέροντα, δεν ξέρω πώς να σου το εξηγήσω. Ενώ ήσασταν πίσω απ’ το βουνό, εγώ σας είδα φορτωμένους κι έτρεξα. Το βουνό ήταν σαν τζάμι κι έβλεπα πίσω.
Το χάρισμα της διοράσεως ποτέ δεν το είχα επιθυμήσει. Ούτε όταν το έλαβα, προσπάθησα να προχωρήσω, δηλαδή να το καλλιεργήσω. Δεν του έδωσα σημασία. Ούτε ζήτησα ποτέ, ούτε ζητώ απ’ τον Θεό να μου αποκαλύψει κάτι, γιατί νομίζω ότι αυτό είναι αντίθετο με το θέλημά Του. Αλλά μετά το γεγονός με τον Γέρο-Δημά άλλαξα εντελώς. Η ζωή μου όλο χαρά και αγαλλίαση. Ζούσα μες στ’ άστρα, μες στο άπειρο, στον ουρανό. Πρώτα δεν ήμουν έτσι.
Από τότε που αισθάνθηκα την χάρι του Θεού, όλα τα χαρίσματα πολλαπλασιάσθηκαν. Έγινα έξυπνος. Έμαθα τριαδικούς κανόνες, τον Κανόνα του Ιησού, άλλους κανόνες. Μόνο που τους διαβάζανε και τους ψάλλανε στην εκκλησία, τους μάθαινα απ’ έξω. Το Ψαλτήρι το έλεγα απ’ έξω. … Όντως άλλαξα. «Έβλεπα» πολλά πράγματα, αλλά δεν μιλούσα· δηλαδή δεν είχα το δικαίωμα να το πω, δεν είχα «πληροφορία». Όλα τα έβλεπα, όλα τα πρόσεχα, όλα τα ήξερα. Απ’ τη χαρά μου δεν πατούσα στη γη. Τότε άνοιξε η μύτη μου και μύριζα τα πάντα, άνοιξαν τα μάτια μου, άνοιξαν τ’ αυτιά μου. Από μακριά τα καταλάβαινα. Τα ζώα, τα πουλιά, τα ξεχώριζα όλα. Ήξερα απ’ το κελάηδημα αν είναι κότσυφας, αν είναι σπουργίτι, αν είναι σπίνος, αν είναι αηδόνι, αν είναι κομπογιάννηδες, αν είναι τσίχλες. Όλα τα πουλάκια τα καταλάβαινα απ’ τη φωνή τους. Τη νύκτα, ξημερώνοντας, χαιρόμουνα τη συναυλία που έκαναν τ’ αηδόνια, τα κοτσύφια, όλα, όλα …
Έγινα άλλος, καινούργιος, διαφορετικός. Ό,τι έβλεπα, το έκανα προσευχή. Το γύριζα στον εαυτό μου. Γιατί το πουλί ψάλλει και δοξολογεί τον Πλάστη; Ήθελα να το κάνω κι εγώ. Το ίδιο και με τα λουλούδια. Τα λουλούδια τα καταλάβαινα απ’ τις μυρωδιές και το άρωμά τους το άκουγα από μισή ώρα μακριά. Παρατηρούσα τα χόρτα, τα δέντρα, τα νερά, τα βράχια. Ά! Με τα βράχια μιλούσα. Πόσα είχαν δει αυτά! Τα ρωτούσα και μου λέγανε όλα τα μυστικά των Καυσοκαλυβίων. Κι εγώ συγκινιόμουν και κατανυγόμουν. Τα έβλεπα όλα με την χάρι του Θεού. Έβλεπα, αλλά δεν μιλούσα. Συχνά πήγαινα στο δάσος. Πολύ μ’ ενθουσίαζε να περπατώ ανάμεσα απ’ τις πέτρες και τα σχοίνα, τα μικρά και τα μεγάλα δένδρα.
Δεν μπορώ να σας μεταφέρω αυτά που ένιωσα. Αυτά που αισθάνθηκα. Σας φανέρωσα, όμως, το μυστήριο…
Τα χαρίσματα τα πνευματικά τα χάνει ο άνθρωπος, όταν δεν προσέξει. Χρειάζεται προσοχή σ’ αυτά τα πνευματικά πράγματα. Να μη λέτε σ’ άλλους τις μυστικές πνευματικές εμπειρίες που έχετε. Δεν κάνει. Χάνομε έτσι τη θεία χάρι. Είδατε η Παναγία; Τηρούσε σιγήν. Στον Ιωσήφ δεν είπε το μυστικό του Ευαγγελισμού. … Ο Θεός κρύβεται πολύ· τόσο που νομίζομε ότι δεν υπάρχει. Παρουσιάζεται σ’ αυτούς που έχουν αξιωθεί του δώρου της ταπεινώσεως.
Αναζητούσα έναν καινούργιο τόπο περισυλλογής, σαν το κατατρεγμένο πουλάκι που ποθούσε να πάει στους κόλπους του Θεού με τη νοερά προσευχή… Αλλά τι συνέβη; Για δυό ημέρες έκανε μεγάλη θύελλα και θαλασσοταραχή.
Έμοιαζα μέσα κει στην ερημιά στο
ξεροβόρι, σαν ένα πουλάκι τ’ ουρανού κατατρεγμένο. Σκέψου ένα πουλάκι
μέσα σε μία τέτοια θύελλα τι θα έκανε; Δεν θα έψαχνε να βρει μια
φωλίτσα, μια σπηλιά να τρυπώσει; Το ίδιο έκανα κι εγώ μες στο θόρυβο και
τη θύελλα, κατατρομαγμένος απ’ τα στοιχεία της φύσεως. Έτρεξα
να βρω καταφύγιο, έτρεξα να κρυφθώ στην αγκαλιά του επουράνιου Πατέρα
μου. Ένιωθα τη θαλπωρή του Χριστού, την ένωσή μου με τον Θεό. Αισθάνθηκα
μεγάλη χαρά κι αγαλλίαση κι ανακούφιση τρυπώνοντας μέσα στο θείον. Δεν
μ’ ένοιαζε για τη φουρτούνα, την καταιγίδα, που είναι αυτού του κόσμου.
Η ψυχή μου ζητούσε κάτι πιο υψηλό, πιο τέλειο. Ένιωθα ασφαλής,
παρηγορημένος κι αναπαυμένος. Πέρασα χρυσές ημέρες. Εκμεταλλεύθηκα μια
μεγάλη κακοκαιρία.
Έτσι να σκεπτόμαστε πάντα. Κι έτσι να ζούμε
τη δυσκολία και τη δυστυχία. Όλα να τα θεωρούμε ευκαιρίες για προσευχή,
για πλησίασμα στον Θεό. Αυτό είναι το μυστικό· πως ο άνθρωπος του Θεού
θα τα κάνει όλα προσευχή. Κι ο Απόστολος Παύλος αυτό θα εννοεί, όταν
λέγει, «χαίρω εν τοις παθήμασί μου», για όλες τις θλίψεις που του συνέβησαν. Έτσι γίνεται ο αγιασμός. Να μας αξιώσει ο Θεός. Εγώ πολύ το ζητάω στην προσευχή μου.
Παροιμιών το Ανάγνωσμα
(Κεφ. θ’, 1)
Η σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον, και υπήρεισε στύλους επτά, έσφαξε τα εαυτής θύματα, και εκέρασεν εις κρατήρα τον εαυτής οίνον, και ητοιμάσατο την εαυτής τράπεζαν. Απέστειλε τους εαυτής δούλους, συγκαλούσα μετά υψηλού κηρύγματος επί κρατήρα, λέγουσα· |Ος εστιν άφρων, εκκλινάτω προς με, και τοις ενδεέσιν φρενών είπεν· Έλθετε, φάγετε των εμών άρτων, και πίετε οίνον ον κεκέρακα υμίν. Απολείπετε αφροσύνην, και ζήσεσθε, και ζητήσατε φρόνησιν, ίνα βιώσητε, και κατορθώσητε σύνεσιν εν γνώσει, ο παιδεύων κακούς, λήψεται εαυτώ ατιμίαν, ελέγχων δε τον ασεβή, μωμήσεται εαυτόν· οι γαρ έλεγχοι τω ασεβεί, μώλωπες αυτώ. Μη έλεγχε κακούς, ίνα μη μισήσωσί σε, έλεγχε σοφόν, και αγαπήσει σε. Δίδου σοφώ αφορμήν, και σοφώτερος έσται, γνώριζε δικαίω, και προσθήσει του δέχεσθαι. Αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου, και βουλή Αγίων, σύνεσις, το δε γνώναι νόμον, διανοίας εστίν αγαθής· τούτω γαρ τω τρόπω πολύν ζήση χρόνον και προστεθήσεταί σοι έτη ζωής.
Σοφία Σολομώντος
Κεφ. 06, 12-20
Λαμπρά και αμάραντός εστιν η σοφία και ευχερώς θεωρείται υπό των αγαπώντων αυτήν και ευρίσκεται υπό των ζητούντων αυτήν, 13 φθάνει τους επιθυμούντας προγνωσθήναι. 14 ο ορθρίσας προς αυτήν ου κοπιάσει, πάρεδρον γαρ ευρήσει των πυλών αυτού. 15 το γαρ ενθυμηθήναι περί αυτής φρονήσεως τελειότης, και ο αγρυπνήσας δι᾿ αυτήν ταχέως αμέριμνος έσται· 16 ότι τους αξίους αυτής αύτη περιέρχεται ζητούσα και εν ταίς τρίβοις φαντάζεται αυτοίς ευμενώς και εν πάση επινοία υπαντά αυτοίς. 17 αρχή γαρ αυτής η αληθεστάτη παιδείας επιθυμία, φροντίς δε παιδείας αγάπη, 18 αγάπη δε τήρησις νόμων αυτής, προσοχή δε νόμων βεβαίωσις αφθαρσίας, 19 αφθαρσία δε εγγύς είναι ποιεί Θεού. 20 επιθυμία άρα σοφίας ανάγει επί βασιλείαν.
Πνεύμα Άγιον, το Φως το ανονόμαστον, το Φως το ανεξιχνίαστον και απόκρυφον, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν, και καθάρισον ημάς από του σκότους της αγνοίας· πότισον ημάς τους διψώντας τοις μυστικοίς ρείθροις της Σης Θεογνωσίας· εξάγαγε τας ψυχάς ημών εκ της φυλακής της αμαρτίας, και πάσαν πληγήν κεκρυμμένην εν ημίν ίασαι δια της μεταλήψεως της θείας και αφθάρτου τροφής του Σώματος και του Αίματος του Χριστού και Θεού ημών· δεόμεθα Σου, ταχύ επάκουσον και ελέησον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου