Άγιος Καλλίνικος μάρτυς εκ Κιλικίας (250)
Αγία Θεοδότη η μάρτυς και τα τρία παιδιά της, συνεργάτις της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας (290)
Άγιος Ιωάννης ο στρατιώτης
Άγιοι Βενιαμίν και Βήριος
Άγιος Βασιλίσκος ο γέρων
Άγιος Ιωάννης ο στρατιώτης (361)
Θεοδόσιος Β’ ο Νέος ή Μικρός, ο Ευσεβής Βασιλιάς (450)
Ευστάθιος της Mtskheta, Γεωργίας (589)
Όσια Ματρώνα Ανεμνιάσεβσκαγια (του Ανεμνιάσεβο) (1864-1936)
Εορτάζουν στις 29 Ιουλίου
Η οσία Ματρώνα Ανεμνιάσεβσκαγια (του Ανεμνιάσεβο)
Η Ματρώνα Μπελιακόβα γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1864 στο χωριό Ανεμνιάσεβο της περιφέριας του Κασίμοβ του νομού της Ριαζάν σε μια φτωχή πολύτεκνη οικογένεια. Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Όταν η Ματρώνα έγινε επτά χρονών, πέρασε ευλογιά. Μετά απ’ αυτήν την αρρώστια το κορίτσι έχασε την όρασή της. Οι γονείς Γρηγόριος και Ευδοκία από τη συνεχή φτώχεια και τη σκληρή δουλειά, σκληρύνθηκαν και οι καρδιές τους κι έδερναν συχνά την τυφλή τους κόρη. Ο πατέρας μεθούσε όλο και πιο συχνά. Μετά από αυτά τα σκληρά κτυπήματα το κοριτσάκι έχασε και την ικανότητα να κουνιέται.
Από τα απομνημονεύματα της Οσίας Ματρώνας:
– Μια μέρα, όταν ήμουνα 10 χρονών, φρόντιζα ως συνήθως την μικρή μου αδερφή, και η μάνα έφυγε για το ποτάμι. Άθελά μου, μου έπεσε η αδερφούλα απ’ τα χέρια. Τρόμαξα πολύ και άρχισα να κλαίω. Εκείνη τη στιγμή γύρισε η μάνα. Με άρπαξε και άρχισε να με δέρνει. Με έδερνε, έδερνε, έδερνε ώστε με έπιασε αδυναμία και ξαφνικά είδα μπροστά μου την Παναγία. Το είπα στη μάνα μου, αυτή όμως άρχισε πάλι να με δέρνει ακόμα πιο δυνατά… η Παναγία ήρθε τρεις φορές.
Μετά απ’ αυτό με δυσκολία πήγα πίσω από τη σόμπα και έμεινα εκεί ξαπλωμένη ως το πρωί. Το πρωί με φωνάζουν να φάω κρέπες, εγώ όμως δεν μπορούσα να σηκωθώ: τα πόδια δεν κινιόντουσαν, τα χέρια ήταν σαν τσακισμένα και το σώμα πονούσε. Από εκείνη την ημέρα δεν μπορούσα να περπατάω πια, ούτε να κάθομαι, ήμουνα μόνο ξαπλωμένη…
Η μάρτυς έμεινε στο πατρικό της σπίτι μέχρι 17 χρονών. Όλο αυτό τον καιρό περνούσε με υπομονή τις θλίψεις και προσβολές, βρίσκοντας τη μόνη παρηγοριά στα αγαπημένα λόγια της Παναγίας και στην προσευχή. Οι κάτοικοι του χωριού Ανεμνιάσεβο τη συμπονούσαν κι έδειχναν μεγάλο σεβασμό σ’ αυτήν.
***
Μια φορά ένας χωριάτης ζήτησε τη βοήθεια από τη Ματρώνα:
– Ματριώσα, είσαι ξαπλωμένη εδώ και αρκετά χρόνια, λοιπόν ο Θεός πρέπει να είναι ευχαριστημένος μαζί σου. Η πλάτη μου πονάει και δεν μπορώ να πριονίζω. Άγγιξε την, ίσως να περάσει ο πόνος. Δεν ξέρω τι να κάνω, έκαμα θεραπεία, αλλά οι γιατροί δεν μπορούν να βοηθήσουν.
Η Ματρώνα ικανοποίησε την παράκλησή του και ο πόνος έφυγε.
Μετά απ’ αυτήν τη θαυμαστή ίαση το νέο για την εκλεκτή του Θεού μαθεύτηκε σ’όλη την περιοχή. Στην οσία Ματρώνα ερχόταν για να ζητήσουν τη βοήθειά της όχι μόνο οι συγχωριανοί της, αλλά και κάτοικοι άλλων χωριών. Ο καθένας έφερνε διάφορες δωρεές, αλλά ο πατέρας της έπαιρνε τα πάντα και τα ξόδευε για καπνό ή βότκα .
Όταν πέθαναν οι γονείς της, η Ματρώνα πέρασε πολλές θλίψεις από τα αδέρφια της. Κάποια στιγμή ο ευσεβής κι ευγενικός ανιψιός της, ο Ματθαίος, της πρότεινε να μείνει στο σπίτι του. Η όσια δέχτηκε με ευχαρίστηση. Στο σπίτι του ανιψιού της η οσία Ματρώνα είχε το δικό της μικρό δωματιάκι με ένα μικρό παιδικό κρεβατάκι. Αλλά αυτή η ανακούφιση δεν κράτησε πολύ. Τα παιδιά του Ματθαίου μεγάλωσαν και άρχισαν να ενοχλούνται με την παρουσία της, γιατί συγγενείς και οι χωρικοί άρχισαν να τους γελούν και να τους κοροϊδεύουν εξ’ αιτίας της.
Όταν ζούσε στο σπίτι των γονιών της, κάθε καλοκαίρι, όταν είχε πολύ ζέστη την έβαζαν συνήθως στην αυλή και έτσι έμεινε εκεί ως το χειμώνα. Και ποτέ δεν ζητούσε να την φέρουν πίσω στην καλύβα όταν έρχονταν το κρύο.
Η Όσια Ματρώνα θυμόταν:
– Μια φορά τον Οκτώβρη ήμουνα ξαπλωμένη στην βεράντα. Τη νύχτα έβρεξε πολύ. Το νερό περνούσε τη στέγη και έτρεχε επάνω μου και έγινα μούσκεμα. Το πρωί έκανε παγωνιά και κρύωσα τόσο πολύ, που όλα τα ρούχα μου πάγωσαν.
Η Ματρώνα ήταν εμφανισιακά τόσο μικρή, που φαινόταν σαν 10 χρονών παιδί. Κανείς δεν ξέρει πώς προσευχόταν στον Θεό. Αλλα όλοι ήξεραν ότι γνώριζε από καρδιάς πολλές προσευχές και πολλούς ακαθιστους και εκκλησιαστικούς ύμνους.
Τουλάχιστον μία φορά το μήνα η όσια Ματρώνα καλούσε τον παπά της ενορίας και κοινωνούσε. Η ημέρα της Θείας Κοινωνίας ήταν για αυτήν η πιο χαρούμενη μέρα. Ο πνευματικός της ήταν ο Ιερέας Αλέξανδρος Ορλόφ, που αργότερα δοξάστηκε ως νέος μάρτυρας.
Είναι γνωστό, ότι η όσια Ματρώνα σταμάτησε να τρώει κρέας από την ηλικία των δεκαεπτά ετών. Νήστευε όλες τις Δευτέρες, Τετάρτες και Παρασκευές. Δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα κατά τη διάρκεια των νηστειών της Εκκλησίας, ή έτρωγε πολύ λίγο.
Η όσια Ματρώνα σεβόταν πολύ την Ιερουσαλήμ, τα μοναστήρια Ντιβέεβο και Σαρώβ. Πάντα συμβούλευε τους ευσεβείς επισκέπτες της να πάνε στο Diveyevo και το Sarov. Θεωρούσε, ότι αυτά τα μέρη έχουν ιδιαίτερη την παρουσία της χάρης Θεού κι οι προσευχές τους εκεί θα απαντηθούν.
Γνώριζε πολλούς αγίους και ευσεβείς ανθρώπους, διασκορπισμένους σε όλη τη ρωσική γη, και ήταν σε ευλογημένη εσωτερική επικοινωνία μαζί τους, αν και δεν τους είχε είδε ποτέ ούτε είχε μιλήσει μαζί τους.
Η στάριτσα με τον εσωτερικό φωτισμό του Αγίου Πνεύματος έβλεπε όλες τις πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων, που ερχόταν σ’ αυτήν. Τους κατεύθυνε, τους καθοδηγούσε. Τους αποκάλυπτε αμαρτίες και ελαττώματα, αλλά ταυτόχρονα ενθάρρυνε και παρηγορούσε τους ανθρώπους στις δύσκολες στιγμές της ζωής τους. Από τις προσευχές της οσίας Ματρώνας οι άνθρωποι γιατρευόταν από βαριές ασθένειες, από την μέθη, από δαιμονικές επήρειες, από ψυχικές και πνευματικές νόσους.
Η ίαση της Άννας:
Η 19 χρονών Άννα, η οποία μπήκε στο κόμμα παρά τη θέληση των πιστών γονιών της, ξαφνικά παρέλυσαν ένα πόδι και ένα χέρι. Έξι εβδομάδες η κοπέλα ήταν ξαπλωμένη στο σπίτι της, ακίνητη. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να τη βοηθήσουν. Η μάνα πήγε την κόρη της στη στάριτσα. Όταν η οσία Ματρώνα άλειψε την κοπέλα με λάδι από την καντήλα της, η Άννα άρχισε να γίνεται σιγά-σιγά καλά. Άρχισε να περπατάει, αλλά δεν έγινε εντελώς καλά. Η πλήρης θεραπεία ήλθε μόνο μετά από την επίσκεψη της στο μοναστήρι τού Ντιβέεβο, που πήγε μαζί με την μητέρα της με την ευλογία της στάριτσας. Στο Diveyevo, επισκέφτηκαν την οσία Μαρία Ιβάνοβνα και μπήκε στην πηγή του Αγίου Σεραφείμ. Ύστερα απ’αυτό η Άννα απέκτησε βαθιά πίστη στον Θεό.Από τα απομνημονεύματα του επισκόπου της Καλούγκα Στεφάνου:
– Τα χρόνια της δεκαετίας 30-40 με έκλεισαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Εκείνα τα χρόνια ήμουνα γιατρός και μου ανάθεσαν στο στρατόπεδο τη διεύθυνση του ιατρείου. Οι περισσότεροι κρατούμενοι βρισκόταν σε τόσο δύσκολη κατάσταση, ώστε η καρδιά μου δεν άντεχε. Μερικούς απ’ αυτούς απελευθέρωνα από τη δουλειά και για να βοηθήσω κάπως τους πιο αδύναμους τους έστελνα στο νοσοκομείο.
Μια μέρα η νοσοκόμα, που δούλευε μαζί μου (και αυτή ήταν κρατούμενη στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως) μου είπε:
– Γιατρέ, έχω μάθει, ότι σας κατάγγειλαν. Λένε, ότι είστε πολύ καλόψυχος σχετικά με τους κρατούμενους και απειλείστε με παράταση της παραμονής σας στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως για άλλα 15 χρόνια.
Η νοσοκόμα ήταν σοβαρός άνθρωπος, πληροφορημένη για το τι γινόταν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως, γι΄ αυτό μόλις άκουσα αυτό που είπε, με έπιασε φόβος. Με καταδίκασαν 3 χρόνια, τα οποία κόντευαν να τελειώσουν, και ξαφνικά άλλα 15 χρόνια! Δεν κοιμήθηκα εκείνη τη νύχτα και όταν ήρθα στο ιατρείο το πρωί, η νοσοκόμα κούνησε το κεφάλι της με στεναχώρια, όταν είδε το πρόσωπό μου ξάγρυπνο και μαραζωμένο.
Μετά τη δουλειά η νοσοκόμα μου είπε διστακτικά:
– Γιατρέ, θέλω να σας δώσω μια συμβουλή, αλλά φοβάμαι, ότι θα με περιγελάσετε.
– Πείτε μου, της είπα.
– Στην πόλη, από την οποία προέρχομαι, μένει μια γυναίκα, που την λένε Ματρώνουσκα. Ο Θεός της έδωσε την ιδιαίτερη δύναμη της προσευχής. Αν αρχίζει να προσεύχεται για κάποιον, αυτός σώζεται. Πολλοί άνθρωποι απευθύνονται σ’ αυτήν, δεν αρνιέται τη βοήθεια σε κανέναν, να την παρακαλέσετε και εσείς.
Γέλασα θλιμμένα.
– Μέχρι να φτάσει το γράμμα μου σ’ αυτήν, θα προλάβουν να με καταδικάσουν για 15 χρόνια.
– Δεν χρειάζεται να της γράψετε, να την φωνάξετε μόνο…, είπε η νοσοκόμα ντροπαλά.
– Να την φωνάξω; Από δω; Μα μένει σε απόσταση εκατό χιλιομέτρων από μας!
– Το ήξερα, ότι θα με περιγελάσετε. Αυτή ακούει όμως από παντού, και εσάς θα σας ακούσει. Μπορείτε να κάνετε έτσι: το βράδυ, όταν θα βγείτε για βόλτα, να μείνετε λίγο πίσω από τους άλλους και να φωνάξετε δυνατά τρεις φορές: «Ματρώνουσκα, βοήθησέ με, έπαθα συμφορά!». Θα σας ακούσει και θα βοηθήσει.
Όλα αυτά μου φαινόταν περίεργα, και όμως όταν βγήκαμε για βραδινή βόλτα, έκανα έτσι, όπως μου είπε η βοηθός μου.
Πέρασε μια μέρα, μια βδομάδα, ένας μήνας. Κανένας δεν με καλούσε. Εν τω μεταξύ ανάμεσα στη διοίκηση του στρατοπέδου συγκεντρώσεως έγιναν αλλαγές: έναν απόλυσαν, κι άλλον διόρισαν σε άλλο στρατόπεδο.
Πέρασε ακόμα μισός χρόνος και ήρθε η μέρα της απελευθέρωσής μου. Παίρνοντας τα έγγραφα από το φρουραρχείο, τους παρακάλεσα να μου γράψουν το διορισμό σ’ αυτήν την πόλη, που έμεινε η Ματρώνουσκα, διότι έδωσα υπόσχεση πριν ζητήσω τη βοήθειά της, αν θα με βοηθήσει, θα λέω γι’ αυτήν έναν καλό λόγο κάθε μέρα όταν προσεύχομαι, και όταν θα βγω από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως, το πρώτο που θα κάνω είναι να πάω σ’ αυτήν να την ευχαριστήσω.
Βάζοντας τα έγγραφα στην τσέπη μου, άκουσα, ότι δύο νέοι που απελευθερώθηκαν μαζί μου πήγαιναν σ’ εκείνη την πόλη. Πήγα μαζί τους.
Στο δρόμο άρχισα να τους ρωτάω αν γνωρίζουν τη Ματρώνουσκα.
– Την γνωρίζουμε πολύ καλά. Όλοι την γνωρίζουν στην πόλη και σ’ όλη την περιοχή. Θα μπορούσαμε να σας πάμε σ’ αυτήν, αλλά δεν μένουμε στην πόλη, μένουμε στο χωριό και θέλουμε πολύ να φτάσουμε σπίτι πιο γρήγορα. Εσείς μπορείτε να κάνετε το εξής: όταν θα φτάσετε, ρωτήστε τον πρώτο άνθρωπο που θα δείτε, πού μένει η Ματρώνουσκα, και θα σας δείξει.
Μόλις έφτασα, έκανα έτσι όπως μου είπαν: ρώτησα το πρώτο αγόρι, που συνάντησα στο δρόμο.
– Να ακολουθήσετε αυτόν το δρόμο -μου είπε- μετά να στρίψετε δίπλα στο ταχυδρομείο στην πάροδο, εκεί στο τρίτο σπίτι αριστερά μένει η Ματρώνουσκα.
Πλησίασα το σπίτι της με ανησυχία και μόλις ήθελα να χτυπήσω την πόρτα, πρόσεξα ότι δεν ήταν κλειδωμένη και την άνοιξα. Εβρισκόμενος στο κατώφλι, κοίταξα μέσα στο δωμάτιο, που ήταν σχεδόν άδειο. Στη μέση στεκόταν ένα τραπέζι και πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα σχετικά μεγάλο κιβώτιο.
– Μπορώ να μπω; ρώτησα δυνατά.
– Μπες, Σεργιούλη, ακούστηκε μια φωνή από το κιβώτιο.
Τρόμαξα από το αναπάντεχο και πήγα αναποφάσιστα στη φωνή. Όταν κοίταξα μέσα στο κιβώτιο, είδα εκεί μια μικρή τυφλή γυναίκα, που ήταν ξαπλωμένη ακίνητη. Το πρόσωπό της ήταν πολύ φωτεινό και τρυφερό. Την χαιρέτησα και ρώτησα:
– Από πού ξέρετε το όνομά μου;
– Πώς μπορώ να μην το ξέρω! ήχησε η αδύναμη, αλλά πολύ καθαρή φωνή της. Με φώναξες και προσευχόμουνα για σένα, γι’ αυτό το ξέρω. Κάθισε να σε φιλοξενήσω!
Πολλές ώρες πέρασα στη Ματρώνουσκα. Μου είπε, όταν ήταν μικρή, αρρώστησε βαριά και μετά απ’ αυτήν την αρρώστια σταμάτησε να μεγαλώνει και να κουνιέται. Η οικογένειά της ήταν φτωχή. Η μητέρα της πηγαίνοντας για δουλειά την έβαζε στο κιβώτιο και έτσι την άφηνε στην εκκλησία ως αργά το βράδυ. Βρίσκοντας στο κιβώτιο το κορίτσι άκουγε όλες τις ακολουθίες της εκκλησίας και τα Θεία Κηρύγματα. Οι ενορίτες λυπόνταν το κορίτσι και της έφερναν πότε ένα νόστιμο κομμάτι φαγητού, πότε κάτι απ’ τα ρούχα. Κάποιοι απλά την χάιδευαν ή την έβαζαν πιο άνετα. Ο παπάς και αυτός λυπόταν το κοριτσάκι και ασχολιόταν μαζί της. Έτσι μεγάλωνε σε ατμόσφαιρα μεγάλης πνευματικότητας και προσευχής.
Μετά μιλούσαμε με τη Ματρώνουσκα για το σκοπό της ζωής, για την πίστη, για τον Θεό. Ακούγοντάς την, έμενα κατάπληκτος από τις σοφές της γνώμες, από τις γνώσεις για τους Άγιους Πατέρες, από την εκβάθυνσή της και τελικά κατάλαβα, ότι μπροστά μου δεν είναι μια απλή άρρωστη γυναίκα, αλλά ένας μεγάλος άνθρωπος μπροστά στον Θεό.
Για τον εαυτό της η Ματρώνουσκα είπε, ότι σύντομα θα την πάνε στη Μόσχα και με παρακάλεσε:
– Όταν θα έρθει ο καιρός που θα βρεθείς μπροστά στην Αγία Τράπεζα, λέγε έναν καλό λόγο και για μένα.
Δεν ήθελα να φύγω από τη Ματρώνουσκα και
έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου, ότι θα την επισκεφτώ ξανά όσο πιο γρήγορα
γίνεται, αλλά δεν έτυχε να την ξαναδώ. Σε λίγο καιρό την πήγαν στη
Μόσχα και την έβαλαν φυλακή, όπου πέθανε. Ήταν πάνω από 70 χρονών.
***
Στη Μόσχα η οσία Ματρώνα έμεινε σχεδόν ένα χρόνο.
Πιθανόν την έκλεισαν στη φυλακή
Μπουτίρσκαγια. Όμως έμεινε εκεί λίγο καιρό, επειδή έγινε «αντικείμενο
λατρείας» όλων των φυλακισμένων χωρίς εξαίρεση, οι οποίοι άρχισαν να
προσεύχονται και να ψάλλουν ακάθιστους. Έπρεπε να την βάλουν κάπου.
Φοβόταν να την σκοτώσουν, ούτε ήθελαν να την στείλουν στο στρατόπεδο.
Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή. Η μητέρα του ανακριτή, ο οποίος ασχολιόταν με την υπόθεση της οσίας Ματρώνας, ήταν απελπιστικά άρρωστη. Η Ματρώνα την ιάτρεψε και ο ανακριτής κατάφερε να ελευθερώσει την Ματρώνα ως άρρωστη. Την έβαλε σ’ ένα γηροκομείο για ανάπηρους και χρόνια ασθενείς.
Υπάρχουν τα αποδεικτικά στοιχεία, ότι η οσία Ματρώνα πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 16/29 Ιουλίου το 1936
στο γηροκομείο για τους χρόνια ασθενείς του Ράντιτσεφ στη Μόσχα, δίπλα
στην εκκλησία της Γεννήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου στο Βλαντικινό.
Η Αγία Ματρώνα αγιοκαταταχθηκε στην πόλη Κασίμοβ της επισκοπής Ριαζάν στις 9/22 Απριλίου το 1999. Η μνήμη της τιμάται στις 29 Ιουλίου και στις 9/22 Απριλίου [Παλαιό & Νέο Ημερολόγιο αντίστοιχα].
Απολυτίκιον Ήχος πλ. δ’
Εν σοι Μήτερ, ακριβώς διεσώθη το κατ’ εικόνα· λαβούσα γαρ τον Σταυρόν, ηκολούθησας τω Χριστώ, και πράττουσα εδίδασκες, υπεροράν μεν σαρκός, παρέρχεται γαρ· επιμελείσθαι δε ψυχής, πράγματος αθανάτου· διό και μετά Αγγέλων συναγάλλεται, οσία Ματρώνα, το πνεύμα σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου