Σάββατο 25 Ιουλίου 2020

«Προσθεσε μας πιστι, Κυριε!»

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΖ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2308

Κυριακὴ Ζ΄ Ματθαίου (Ματθ. 9,27-35)
26 Ἰουλίου 2020
Το[υ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Προσθεσε μας πιστι, Κυριε!» (Λουκ. 17,5)

τρυκιμ.-θαλασσα-ιστ

Ἡ ῥίζα, ἀγαπητοί μου, ἡ ῥίζα τῆς ἁγίας μας θρησκείας ποιά εἶνε; Ὅπως τὸ δέντρο ἔχει ῥίζα, ἔτσι καὶ ἡ ἁγία μας θρησκεία ἔχει ῥίζα. Καὶ ἡ ῥίζα της εἶνε τὸ δόγμα, ἡ ἀλήθεια. Ποιά ἀλήθεια· ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶνε ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἀλλὰ εἶνε αὐτὸς ὁ Θεός. Θεός! τὸ μαρτυροῦν ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, ὅλο τὸ ὑλικὸ καὶ πνευματικὸ σύμπαν· τὸ φωνάζουν τὰ θαύματα, τὰ ἀναρί­θμητα θαύματα ποὺ ἔκανε.


Τρία θαύματα διηγεῖται τὸ σημερινὸ ἱερὸ εὐ­αγγέλιο. Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε, νὰ τ᾽ ἀναλύ­­­σουμε; Ἀ­ποφάσισα νὰ ἐξηγήσω τώρα τὸ εὐ­αγγέλιο αὐτὸ κατὰ ἕναν ἄλλο τρό­πο· θὰ ἀναφέρω παραδείγματα καὶ εἰκόνες, γιὰ νὰ πλησιάσουμε τὰ σπουδαῖα νοήματά του.

* * *

Ἔξω ἀπὸ τὴν Πτολεμαΐδα ὑπάρχουν ἐργοστά­σια, τῆς Δ.Ε.Η. καὶ τὰ ἄλλα· ἐργοστάσια με­γάλα, ποὺ προκαλοῦν θαυμασμὸ καὶ δίνουν ἐργασία σὲ χιλιάδες ἐργάτες· ἐργάζονται μέρα καὶ νύχτα καὶ βγάζουν μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς γῆς τὸ χρυσάφι (γιατὶ ὑπάρχει τριῶν λογιῶν χρυσάφι· τὸ κίτρινο μέταλλο – ἡ λίρα, τὸ μαῦρο – τὸ κάρβουνο πού ᾽νε μέσα στὴ γῆ, καὶ τὸ ἄσπρο – τὰ νερά, οἱ ὑδάτινοι πόροι). Ἀ­πὸ τὸ κάρβουνο λοιπόν, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς γῆς, γίνεται τὸ ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα. Ἐάν, τώρα, παρουσιαστῇ κάποιος καὶ πῇ, ὅτι τὰ ἐργοστάσια αὐτὰ –ποὺ γιὰ νὰ γίνουν κοπί­ασαν μηχανικοί, ἀρχιτέκτονες καὶ ἄλλοι ἐπιστήμονες, ἐργολάβοι, τεχνῖτες, ἐργάτες–, ὅ­τι τὰ ἐργοστάσια παρουσιάστηκαν ἔτσι σὲ μιὰ νύχτα, χωρὶς κανένα χέρι ἀνθρώπου, ὅτι φύτρωσαν μόνα του πάνω στὸ ἔδαφος ὅπως φυ­τρώνουν τὰ μανιτάρια, ποιός θὰ τὸν πιστέψῃ; Καὶ ἂν αὐτὸς ὁ κύριος συνεχίζῃ νὰ τὸ λέῃ, θ᾽ ἀρ­χίσουμε ν᾽ ἀμφιβάλλουμε γιὰ τὴ δι­ανοητική του ὑγεία, γιὰ τὸ μυαλό του. Καὶ ἂν ἐπιμέ­νῃ, θὰ εἰδοποιήσουμε τὸ ἑκατὸ νὰ ἔρθῃ νὰ τὸν παραλάβῃ, γιατὶ εἶνε τρελλός. Μόνον ἄν­θρωπος ποὺ δὲν λειτουργεῖ τὸ λογικό του μπορεῖ νὰ ἰσχυριστῇ ὅτι ἕνα ἐργοστάσιο ἔγινε μόνο του. Κάποιος τὸ ἔφτειασε, καὶ εἶνε ἀ­ξιοθαύμαστος. Καὶ ὄχι μόνο τὸ ἐργοστάσιο, ἀλλὰ καὶ κάθε οἰκοδομὴ ἔχει τὸν τεχνίτη της, τὸν οἰκοδόμο της. «Πᾶς γὰρ οἶκος κατασκευ­ά­ζεται ὑπό τινος», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός»· κάθε σπίτι κατασκευάζεται ἀπὸ κάποιον, κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ κατασκεύασε τὰ σύμπαντα εἶνε ὁ Θεός (Ἑβρ. 3,4).
Ἀλλὰ γιατί μιλάω γιὰ ἐργοστάσιο; Θέλω νὰ σᾶς δείξω κάποιο ἄλλο ἐργοστάσιο, χιλιάδες, ἑκατομμύρια φορὲς ἀνώτερο ἀπὸ τὸ ἐρ­γοστάσιο τῆς Δ.Ε.Η.. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Εἶνε πο­λὺ κοντά μας· εἶ­νε ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄν­θρω­πος! Εἶνε διπλός, ὁρατὸς καὶ ἀόρατος. Ἀ­όρατη εἶνε ἡ ψυχή. Δὲν μιλάω τώρα γιὰ τὴν ψυ­χή, μιλάω γιὰ τὸ σῶμα. Δὲν ὑπάρχει τελει­ό­τερο ἐρ­γοστάσιο ἀπὸ τὸ ἀν­θρώπινο σῶμα. Τὸ ἐξετάζουν γιατροί, βιολό­­­γοι, σο­φοὶ διαφόρων ἐπιστη­μῶν καὶ μένουν ἔκ­θαμβοι. Τί νὰ πρωτοθαυμάσουμε ἀπὸ τὸ ἐργοστάσιο αὐτό;
Τὸ πρῶτο ποὺ σημειώνουν ὅ­λοι εἶνε ἡ στά­σι του, ὅτι ἀπ᾽ ὅλα τὰ ζωντανὰ πλάσματα τῆς δη­μιουργίας μόνο ὁ ἄνθρωπος εἶνε ὀρθοβάμων, βα­­δίζει ὄρ­θιος. Τὰ ζῷα περπατοῦν μὲ τὰ τέσ­σερα, αὐτὸς ἔχει τὸ κεφάλι ψηλά, βλέ­πει τὰ ἄ­στρα. Οἱ φιλόλο­γοι λένε, ὅτι ἄν-θρωπος ὠνομάστηκε ἀπὸ τὸ ἄνω + θρῴ­σκω (=ἀ­ναπηδῶ, τείνω, σπεύδω), ὥστε νὰ βλέπῃ τὰ ἄνω, τὸν οὐρανό, τὸν Θεό. Καὶ μόνο αὐτό;
Θέλετε κι ἄλλο; Ὅπως ἕνα ἐργοστάσιο ἔχει ὁπλισμό, τὰ σίδερα, ἔτσι καὶ τὸ σῶμα μας ἔχει ὡς ὁπλισμὸ τὰ ὀστᾶ, τὰ κόκκαλα. Πόσα εἶνε; Ἂν τὰ μετρήσουμε, εἶνε περίπου 250.
Κι ὅπως οἱ σιδερένιες βέργιες τοῦ ὁπλισμοῦ συνδέονται μεταξύ τους μὲ τσιμέν­το, τὴ σάρκα τῆς οἰκοδομῆς, ἔτσι καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ σκε­λετοῦ συνδέονται μὲ σάρκες καὶ μῦς, ποὺ εἶ­νε πάνω ἀπὸ 650· καὶ κάθε ἴνα μυὸς ἕνα θαῦμα.
Στὸ σῶμα μας λειτουργεῖ ὑδραγωγεῖο. Παίρ­νει τὸ νερὸ καὶ τὴν τρο­φὴ καὶ γίνονται αἷμα, περνάει ἀπὸ φλέβες καὶ ἀρ­τηρίες μὲ ἕνα τεράστιο δίκτυο, διοχε­τεύεται παντοῦ καὶ γίνεται –τί χημεῖο!– ἀλλοῦ χολή, ἀλλοῦ νύχι, ἀλ­λοῦ τρίχα, ἀλλοῦ κόκκαλο, ἀλλοῦ σάρκα κ.τ.λ..
Μέσα στὸ σῶμα μας λειτουργεῖ τέλειο ὑ­δραυλικὸ σύστημα, κι αὐτὸ εἶνε τὰ νεφρά, ποὺ φιλτράρουν τὸ νερό. Μεγάλη ἡ σημασία τους.
Εἴμαστε ἐφωδιασμένοι καὶ μὲ τὸ τελειότερο ἐρ­­γαλεῖο. Ποιό; Τὸ χέρι, ποὺ κάνει μύριες ἐρ­γασίες. Μ᾽ αὐτό· τὸ παι­δὶ μὲ κιμωλία γράφει στὸν πίνα­κα, ὁ ἐ­πιστήμονας μὲ πέννα συγγρά­φει ἔργα, ὁ για­­τρὸς μὲ νυστέρι χειρουργεῖ, ὁ ζωγράφος μὲ χρωστῆ­ρα ζωγρα­φίζει πίνακες ποὺ μι­λᾶ­νε, ὁ γλύπτης μὲ σμί­λη λαξεύει Παρθε­­νῶ­νες, ὁ γεωργὸς σπέρνει καὶ θερίζει, ὁ πλοί­αρχος ὁ πιλότος κι ὁ ὁδηγὸς χειρίζονται τὸ πηδά­λιο, ὁ μουσι­κὸς κάνει τὸ βιολὶ καὶ τὴν κιθάρα νὰ κελαϊδοῦν…. Ὅλα τὰ θαυμαστὰ ἔργα γίνονται μὲ τὸ χέρι. Ἂν εἶχε κι ὁ ἄνθρωπος χέρι σὰν τὸ πόδι τοῦ βοδιοῦ ἢ τοῦ λιονταριοῦ, θὰ ὑπῆρχε πολιτισμός; Καὶ μόνο τὸ χέρι;
Ὅπως ὁ στρατὸς ἔχει ραντάρ, ἕνα μεγάλο «αὐτί» ποὺ ἀκούει τὸν ἦχο τῶν ἀ­ε­ροπλάνων, ἔ­τσι κι ὁ ἄνθρωπος ἔχει τέλειο ραντάρ, τὸ αὐτί, θαυμάσια συσκευὴ μὲ λεπτεπίλεπτα ὄργανα.
Ἡ πιὸ ἀπαραίτητη ὅμως συσκευή μας εἶνε τὸ μάτι. Μία τέλεια φωτογραφικὴ καὶ κινηματο­γρα­φικὴ μηχανή! Μπορεῖς νὰ πῇς ὅτι μιὰ φωτογραφικὴ μηχανὴ φυτρώνει ἔτσι μόνη της;
Πόσο πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε ἐκεῖνον ποὺ μᾶς προίκισε μὲ ὅλα αὐτά! Γι᾽ αὐτὸ ἕνας πιστὸς ποιητὴς (ὁ ᾽Ιωάννης Πολέμης) ἔγραψε·
Ὅταν τριγύρω βλέπω τῆς φύσεως τὰ κάλλη,
τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τ᾽ ἄστρα τὰ φωτεινά,
τὴ θάλασσα, π᾽ ἀφρίζει κι ἁπλώνεται μεγάλη,
τοὺς ποταμούς, τὰ δένδρα, τοὺς κάμπους, τὰ βουνὰ
καὶ τ᾽ ἄνθη, ποὺ στολίζουν ἀγροὺς καὶ μονοπάτια,
Σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωσες τὰ μάτια.
• Κι ὅταν ἀκούω τὸ φλοῖσβο στὴν ἥσυχη ἀμμουδιὰ
κι ὅταν ἀκούω στὸ δάσος τὸ ζηλεμένο ἀηδόνι
κι ὅταν ἀκούω τ᾽ ἀγέρι στοῦ δέντρου τὰ κλαδιὰ
κι ὅταν ἀκούω ἀκόμη τοὺς στεναγμοὺς τοῦ γκιώνη
καὶ τὴ φωνὴ τοῦ γρύλλου στὴ σκοτεινὴ νυχτιά,
Σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωσες τ᾽ αὐτιά.
• Κι ὅταν στὸ δρόμο βρίσκω γέρο, τυφλό, ζητιᾶνο
ἢ κι ὀρφανὰ παιδάκια, ποὺ τρέμουν καὶ πεινοῦν,
καὶ σταματῶ μ᾽ ἀγάπη κι ἐλεημοσύνη κάνω
κρυφὰ ἀπ᾽ τοὺς διαβάτες, ποὺ δίπλα μου περνοῦν,
κι εὐφραίνετ᾽ ἡ ψυχή μου κι ἀγάλλεται καὶ χαίρει,
Σ᾽ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, ποὺ μοῦ ᾽δωσες τὸ χέρι.
Ὅπως δέχεσαι ὅτι ὑπάρχει κάποιος ποὺ ἔ­φτειαξε τὸ ἐργοστάσιο, ἔτσι ἡ λογικὴ σὲ ὑ­ποχρεώνει νὰ δεχθῇς, ὅτι καὶ τὸ τέλειο αὐτὸ ἐρ­γοστάσιο, τὸν ἄνθρωπο, τὸ ἔφτειαξε ὁ Θεός.

* * *

Μὰ γιατί, ἀγαπητοί μου, τὰ λέμε αὐτά; γιατί μιλᾶμε γιὰ αἰσθήσεις τοῦ σώματος; Διότι εἶνε σχετικὰ μὲ τὸ σημερινὸ εὐ­αγγέλιο.
Θέλεις νὰ δῇς θαύματα; Ἄνοιξε λοιπὸν τὸ Εὐαγγέ­λιο. Βλέπεις σήμερα, ὅτι ὁ Χριστὸς σὲ κλάσμα τοῦ λεπτοῦ θεράπευσε δύο πα­θήσεις στὶς σπουδαιότερες αἰσθήσεις μας, τὴν τύφλω­σι καὶ τὴν κώφωσι. Δυὸ ἄνθρωποι δὲν ἔ­βλεπαν, καὶ ἕνας ἄλλος δὲν ἄκουγε. Καὶ ὁ Χριστός, ὅπως εἶπε κάποτε «Γενηθήτω φῶς» (Γέν. 1,3), ἔτσι ἔδωσε τὸ φῶς στοὺς δύο τυφλοὺς καὶ τὴ λαλιὰ στὸν κωφάλαλο. Δύο θαύματα.
Ἀλλὰ κάποιος θὰ πῇ· Ἐγὼ δὲν πιστεύω τὸ Εὐαγγέλιο. Ἂν δὲν πιστεύῃς τὸ Εὐαγγέλιο, ἀ­νέβα τό­τε τὴ νύχτα στὸ βουνό, ἄνοιξε τὰ μά­­τια σου, κοίταξε τὸν οὐρανό, τὰ ἑκατομμύρια – δισ­εκατομμύρια ἄστρα, καὶ πές μου· Ποιός τὰ ἔ­κανε ὅλ᾽ αὐτά, τὶς τεράστιες σφαῖρες ποὺ κινοῦνται μέσα στὸ ἄπειρο; Ὅλα κηρύττουν, ὅ­τι ὑπάρχει Θεός. Κοντὰ λοιπὸν σ᾽ αὐτὰ ἔρχεται καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ὡς σῶμα εἶνε τὸ τελειότερο ἐργοστάσιο ποὺ ὑπάρχει, καὶ μᾶς ὑποχρεώνει κατὰ ἀδήριτη λογικὴ νὰ παραδεχθοῦμε, ὅτι αὐτὸ τὸ σῶμα τὸ ἔκανε ὁ Θεός. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Δαυῒδ λέει· «Ἐθαυμαστώθη ἡ γνῶ­σίς σου ἐξ ἐμοῦ…» (Ψαλμ. 138,6) Θεέ μου, λέει, μὲ μάγεψες, σὲ θαύμασα μελετώντας τὸ σῶμα μου, τὶς αἰσθήσεις μου, ὅλη τὴν ὕπαρξί μου.
Ἂν ὅμως κάποιος δὲν θέλῃ νὰ πιστέψῃ, τό­τε, κι ἂν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔρθῃ πάλι κάτω στὴ γῆ καὶ σταυρω­θῇ στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως καὶ ἀναστηθῇ, αὐτὸς πάλι δὲν θὰ πιστέψῃ. Τὸ βλέ­που­με σήμερα κι αὐτὸ στὸ εὐαγγέλιο· πίστεψε ὅ­λος ὁ κόσμος ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φαρισαίους. Αὐ­τοὶ ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ ἄνοιξαν τὰ ἄ­θλια στόματά τους καὶ ἐξέχεαν βόρβο­ρο συκο­φαντίας καὶ διαβολῆς κατὰ τοῦ Χρι­στοῦ (βλ. Ματθ. 9,34). Λοιπὸν δὲν λείπουν τὰ τεκμήρια. Ἐγὼ ἀπο­ρῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι. Καὶ μιὰ πέτρα ἀκόμα, ποὺ κλείνει μέσα της –ποιός τὸ φανταζόταν– πυρη­νικὴ ἐνέργεια, βεβαιώνει τὴν πίστι μας.
Ἀπευθύνομαι σ᾽ ἐσᾶς ποὺ πιστεύετε. Κλεῖ­στε τ᾽ αὐτιά σας στοὺς κράχτες τῆς ἀθεΐας καὶ τοῦ ὑλισμοῦ. Καὶ ἂν καμμιὰ φορὰ ἔρχεται λογισμὸς ἀπιστίας νὰ κλονίσῃ τὴν πίστι σας, γονατίστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ σύμπαντος καὶ πέστε· «Πρόσθεσέ μας πίστι, Κύριε» (Λουκ. 17,5). «Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (πρβλ. Μᾶρκ. 9,24). Δός μας, Χριστέ, τὴν πίστι τῶν προγόνων μας, τὴν πίστι τῶν μαρτύρων, τῶν ὁμολογητῶν, τῶν δι­δασκάλων καὶ πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Εὔχομαι, διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁ­γίων νὰ ἔχετε πίστι ἀκράδαντη καὶ καμμία δύναμι σατανικὴ νὰ μὴν κλονίσῃ ποτὲ τὴν πίστι σας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Τριάδος Πτολεμαΐδος τὴν Κυριακὴ 2-8-1981 μὲ ἄλλο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 29-5-2020.

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου