Θαύματα μετά την μακαρία κοίμηση του οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ
Καὶ μετὰ τὴν μακαρία κοίμησί του ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ ἐπιτελοῦσε θαύματα καὶ θεράπευε ὅλους, ὅσοι μὲ πίστι ἀπευθύνονταν σ’ αὐτόν. Συνέχισε νὰ φανερώνη στοὺς ἀνθρώπους τὴν θαυμαστή συμπάσχουσα ἀγάπη του, τὴν ὁποία συνεχῶς φανέρωνε καὶ κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή του προσαγορεύοντας τὸν καθένα μὲ ἀνέκφραστη καλωσύνη: «Χαρά μου!» Συχνὰ ἐμφανιζόταν στοὺς πατέρες τοῦ Σἀρωφ καὶ στὶς ἀδελφές τοῦ Ντιβέγιεβο γιὰ νὰ τοὺς θεραπεύη καὶ νὰ τοὺς παρηγορῆ.
Ἕξι μῆνες μετὰ τὴν ἐκδημία του, μία ἀδελφή τοῦ Ντιβέγιεβο δαιμονίσθηκε. Κάποια νύκτα εἶδε στὸν ὕπνο της ὅτι βρισκόταν στὴν ἐκκλησία, ὅπου ἦταν καὶ ὁ ὅσιος Σεραφείμ· αὐτὸς μὲ μία ἄλλη παρευρισκομένη ἐκεῖ ἀδελφή, τὴν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, τὴν περιέφερε γύρω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ αὐτὴ αἰσθάνθηκε ξαφνικὰ καλὰ καὶ ἀνάλαφρα. Ὅταν ἐξύπνησε, σταυροκοπήθηκε καὶ σηκώθηκε ἐντελῶς καλά. Ἔκτοτε δὲν ἐνοχλήθηκε ποτὲ πλέον ἀπὸ τὰ δαιμόνια.
Ἄλλη ἀδελφὴ τοῦ Ντιβέγιεβο ἀρρώστησε βαρειὰ ἀπὸ τὰ μάτια της. Παραμονὲς τῆς πρωτοχρονιᾶς τοῦ 1835 εἶδε σὲ ὄνειρο ὅτι βρισκόταν στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τοῦ Τύχβιν. Ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη βγῆκε ὁ ὅσιος Σεραφείμ, τῆς ἔδωσε τὸν ἀέρα* καὶ τὴν προέτρεψε νὰ σκουπήση μ’ αὐτὸν τὰ μάτια της. Αὐτὴ τὸν ἐρώτησε: «Ἐσὺ εἶσαι, πατερούλη;» Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Χαρά μου, γιατί εἶσαι ἄπιστη; Ἐσὺ μὲ παρακάλεσες καὶ δὲν πιστεύεις; Μὰ ἐγὼ λειτουργῶ σὲ σᾶς». Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἔγινε ἄφαντος, ἡ δὲ μοναχὴ θεραπεύθηκε τελείως.
Ἕνας φημισμένος καὶ σεβαστὸς ρῶσος ἀσκητὴς ἀπὸ τὸν Ἄθωνα, ὁ ἱερομόναχος Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος ὡς μεγαλόσχημος μετονομάσθηκε Σέργιος καὶ ἦταν γνωστὸς μὲ τὴν ἐπωνυμία ὁ «Ἁγιορείτης», στὶς προσωπικές του σημειώσεις ἔγραψε τὰ ἑξῆς: «Τὸ 1849 ἀρρώστησα ἀπὸ θανατηφόρο νόσο. Δὲν πίστευα ὅτι θὰ ζήσω πλέον. Μὲ κανένα φάρμακο δὲν μποροῦσα ν' ἀνακτήσω τὴν ὑγεία καὶ τὴν εὐρωστία μου· εἶχα ἀπελπισθῇ. Ἀργὰ ὅμως τὸ βράδυ, παραμονὴ πρωτοχρονιᾶς τοῦ 1850, ἄκουσα ἔξαφνα κάποια ἁπαλὴ φωνή: «Αὔριο εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ π.Σεραφείμ, τοῦ γέροντα τοῦ Σάρωφ. Κάνε λειτουργία καὶ μνημόσυνο ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του καὶ ἐκεῖνος θὰ σὲ θεραπεύση». Αὐτὸ πολὺ μὲ παρηγόρησε. Παρ'ότι δὲν γνώρισα προσωπικὰ τὸν π.Σεραφείμ, ἐν τούτοις, ἀπὸ τὸ 1838, μετὰ ἀπὸ ἐπίσκεψί μου στὸ Σάρωφ, εἶχα ἀρχίσει νὰ τρέφω σ' αὐτὸν μεγάλη ἀγάπη καὶ ἐμπιστοσύνη. Αὐτὰ τὰ αἰσθήματα στερεώθηκαν περισσότερο, ὅταν τὸ 1839 εἶδα στὸ ὄνειρό μου ὅτι ἔψαλλα δυνατὰ καὶ μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴ παρακλητικὸ κανόνα σ' αὐτὸν καὶ ἔλεγα: «Ὅσιε πάτερ Σεραφείμ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν!» Ὅταν μετὰ τὴν ἕκτη ὠδὴ ἔπρεπε νὰ διαβάσω τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δὲν ἤξερα νὰ πρέπη νὰ διαβάσω τὴ περικοπῆ γιὰ ὁσίους ἢ κάποια ἄλλη, ἄκουσα ἔξαφνα κάποια φωνή: «Διάβασε τὴν 25η περικοπὴ τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου»**. Μὲ αὐτὲς τὶς λέξεις ἐξύπνησα. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη μέχρι τώρα πιστεύω εἰλικρινά, ὅτι ὁ πατὴρ Σεραφεὶμ εἶναι μεγάλος ἅγιος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ ἂς ἐπανέλθω στὸ θέμα τῆς ἀσθενείας μου τοῦ 1849. Σύμφωνα μὲ τὴν μυστηριώδη φωνὴ ποὺ μοῦ συνιστοῦσε νὰ τελέσω μνημόσυνο ὑπὲρ τοῦ π.Σεραφείμ καὶ ἐπειδὴ ἐγὼ δὲν ἤμουν εἰς θέσιν νὰ ἱερουργήσω, παρακάλεσα νὰ τελεσθῇ λετουργία καὶ μνημόσυνο. Μόλις ἔγινε αὐτὸ θεραπεύθηκα. Αἰσθάνθηκα γαλήνη ἀσυνήθιστη καὶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴ βία τοῦ πονηροῦ. Ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα εἶμαι μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ ὑγιέστατος».
Τὴν Τρίτη τῆς πέμπτης ἑβδομάδας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς τοῦ 1858, ἡ μοναχὴ τοῦ Ντιβέγιεβο Εὐδοκία μαζὶ μὲ ἄλλες ἀδελφὲς γέμιζε μὲ πάγο ἕνα πελώριο λάκκο ποὺ εἶχε βάθος τρία μέτρα. Ἀπροσδόκητα γλίστρησε καὶ ἔπεσε στὸν πυθμένα τοῦ λάκκου, ὅπου ὑπῆρχαν καὶ μερικὰ κομμάτια πάγου πελώρια καὶ αἰχμηρά. Ἀπὸ τὴν ἰσχυρὴ αὐτὴ πτῶσι δὲν πρόλαβε οὔτε κἂν νὰ ἀφήσει κραυγὴ πόνου. Μὲ μεγάλη προσπάθεια τὴν ἀνέσυραν λιπόθυμη. Βλέποντας ὅτι ἦταν ἀκόμη ζωντανὴ κάλεσαν γιατρὸ ἀπὸ τὸ χωριό. Ὅταν μετὰ ἀπὸ μερικὲς ὧρες συνῆλθε, ὁ πνευματικὸς τὴν ἐξομολόγησε καὶ τὴν κοινώνησε. Ἡ δυστυχὴς μοναχὴ ὑπόφερε ἀπὸ ἀνυπόφορους πόνους στὸ μηρὸ καὶ στὸ κεφάλι, ὅπου εἶχε πολὺ μωλωπισθή. Μὲ τὸ παραμικρὸ ἄγγιγμα ἔπεφτε σὲ ἀφασία. Ὅταν ἦλθε ὁ γιατρὸς διαπίστωσε ὅτι ἡ κατάστασίς της ἦταν πολὺ σοβαρή. Μετὰ δύο βδομάδες, κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ὁποίων δὲν εἶχε σχεδὸν καθόλου κοιμηθῇ ἀπὸ τοὺς πόνους, τὰ μεσάνυκτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης ἔπεσε σ' ἕνα ἐλαφρὸ ὕπνο εἶδε σὲ ὄνειρο ὅτι μπῆκε στὸ κελλί της ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ καὶ τῆς εἶπε: «Ἦλθα νὰ ἐπισκεφθῶ τὶς ὀρφανοῦλες μου. Ἔχω καιρὸ νὰ ἔλθω ἐδῶ». Ἐκείνη χύνοντας πικρὰ δάκρυα εἶπε: «Ω, πατερούλη, πόσο μὲ πονεῖ ὁ μηρός μου!» Ὁ ὅσιος ἑνώνοντας τὰ τρία δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ τοῦ χεριοῦ, σταύρωσε τρεὶς φορὲς τὸ κτυπημένο σημεῖο λέγοντας: «Σοῦ βάζω γάζα καὶ ἐπίδεσμο». Μετὰ ἀπ' αὐτὸ ἔγινε ἄφαντος. Ἡ Εὐδοκία ἐξύπνησε καὶ ἄνοιξε τὰ μάτια της. Στὸ κελλὶ βασίλευε ἀπόλυτη ἡσυχία καὶ αὐτὴ ξανακοιμήθηκε. Ὅταν ἐξύπνησε πάλι στὶς πέντε τὸ πρωί, εἶδε ὅτι ἦταν ξαπλωμένη ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πληγωμένου μηροῦ, χωρὶς νὰ πονᾶ καθόλου καὶ θυμήθηκε ὅτι τῆς εἶχε ἐμφανιστεῖ ὁ ὅσιος Σεραφείμ. Ὅπως ἔλεγε ἡ ἴδια ἀργότερα, γιὰ πολλὴ ὥρα αἰσθανόταν σὰν νὰ ὑπῆρχε γάζα στὸ τραυματισμένο σημεῖο. Τὴν ἴδια ἐκείνη ἡμέρα, μόνη της, χωρὶς τὴν βοήθεια κανενός, σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κρεββάτι καὶ διηγόταν σὲ ὅλους γιὰ τὴν θαυμαστὴ θεραπεία της.
Από το βιβλίο: ΑΡΧΙΜ.ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ ΟΣΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ ΒΙΟΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1983
*Ἀέρας λέγεται τὸ τετράγωνο ὕφασμα, τὸ ὁποῖο φέρει ὁ λειτουργός ἱερεὺς στοὺς ὤμους κατὰ τὴν Μεγάλη Εἴσοδο.
**Ματθ. 11, 27-30. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ εἶναι τὸ εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ὅταν ἑορτάζονται μνῆμες ὁσίων.
1/15/2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου