Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσης ἐν τῆ
καρδία σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν
ἐκ νεκρῶν, σωθήση˙ καρδία γὰρ
πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι
δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν»
(Ρωμ. 10, 9-10)
Η ΠΙΣΤΙΣ, ἀγαπητοί μου, ἡ πίστις, ὅσο καὶ ἄν θέλουν πολλοὶ νὰ τὴν περιφρονοῦν, ἔχει στενή σχέσι μὲ τὴ ζωή. Καὶ ὅταν λέμε ζωή, ἐννοοῦμε ὅλα ὅσα κάνει, ὅσα λέει καὶ ὅσα σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος. Ὅπως πιστεύει κανείς, ἔτσι ζῆ, ἔτσι ὁμιλεῖ, ἔτσι σκέπτεται. Ἡ πίστι στρέφει καὶ προσανατολίζει ὅλη τὴν πορεία του πρὸς μία συγκεκριμένη κατεύθυνσι. Μοιάζει ἡ πίστι μὲ τὴν πυξίδα τοῦ πλοίου. Ὅπου δείχνει ἡ πυξίδα, ἐκεῖ θὰ κινηθῆ καὶ τὸ πλοῖο. Δείχνει σωστὰ ἡ πυξίδα; τὸ πλοῖο φθάνει στὸ λιμάνι. Δείχνει λάθος ἡ πυξίδα; τὸ πλοῖο δὲν βρίσκει τὸν προορισμό του.
Πιστεύει ὁ ἄνθρωπος. Ὅσο καὶ ἄν
φαίνεται παράδοξο, ὅλη ἠ καθημερινὴ ζωή του στηρίζεται στὴν πίστι.
Βγαίνεις π.χ. ἀπὸ τὸ σπίτι σου τὸ πρωῒ πιστεύοντας, ὅτι θὰ τελειώσης μὲ
ἐπιτυχία τὶς δουλειές σου καὶ θὰ ἐπιστρέψης μὲ τὸ καλό. Σπέρνεις τὸ
χωράφι μὲ τὴν πίστι, ὅτι ἡ χρονιὰ θὰ ἔχη καλὴ σοδειά. Κάνεις οἰκογένεια
πιστεύοντας, ὅτι θὰ εὐτυχήσης. Φεύγεις γιὰ ταξίδι πιστεύοντας, ὅτι θὰ
γυρίσης γερὸς κοντὰ στοὺς οἰκείους σου. Ἀνοίγεις μαζὶ μὲ ἄλλους
ἐπιχείρησι ἤ κάνεις ἐμπόριο πιστεύοντας, ὅτι θὰ ἔχης κέρδος… Ἀπʼ ὅσα
ὅμως πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι, βεβαίως δὲν ἀποδεικύονται ὅλα ἀληθινά.
Ἀλλʼ ἀφοῦ στὴν καθημερινὴ πρακτικὴ ζωὴ ὅλα στηρίζονται στὴν
πίστι, πολὺ περισσότερο στὴν πνευματικὴ σφαῖρα, στὴ θρησκεία, βαδίζουμε
μὲ πίστι. Στὴ θρησκευτική μας ζωή, στὴν πορεία δηλαδὴ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ
τὸν οὐρανό, τὸν πρῶτο λόγο ἔχει ἡ πίστι. Πολλὲς θρησκεῖες ὑπάρχουν. Καὶ
ὅλες ὑπόσχονται, νὰ φέρουν σὲ ἐπικοινωνία τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό. Εἶνε
ὅμως ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀληθινές; Ὅπως στὰ ἄλλα ὁ ἄνθρωπος πέφτει ἔξω καὶ
ἀπατᾶται, ἔτσι καὶ στὶς θρησκεῖες ποὺ ἐπινοεῖ μόνος του, μὲ τὸ μυαλό
του, πλανᾶται. Μία μόνο ἀληθινὴ θρησκεῖα ὑπάρχει. Καὶ εἶνε ἀληθινή,
διότι δὲν τὴν ἐπινόησε καὶ δὲν τὴν ἀνακάλυψε ὁ ἄνθρωπος μόνος του, ἀλλὰ
τοῦ τὴν ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ποιά εἶνε αὐτή; Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ
Αἰτωλὸς λέει˙ «Ὅλαι αἱ πίστεις εἶνε ψεύτικες˙ τοῦτο ἐκατάλαβα ἀληθινόν,
ὅτι μόνη ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν εἶνε καλὴ καὶ ἁγία, τὸ νὰ
πιστεύωμεν καὶ νὰ βαπτιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ
ἁγίου Πνεύματος» (βλ. ἡμέτερον βιβλίον Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 199720,
σελ. 131). Μόνη ἀληθινὴ θρησκεία, ποὺ ὁδηγεῖ σωστὰ καὶ σώζει τὸν
ἄνθρωπο, εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία.
Πιστεύει κάποιος ὀρθόδοξα; Αὐτὸς μπορεῖ νὰ βαδίση καὶ ὀρθά.
Πιστεύει πλανεμένα; Αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ βαδίση ὀρθά. Τὸ τέλειο εἶνε, νὰ
πιστεύη ὀρθόδοξα, ἀλλὰ καὶ νὰ βαδίζη ὀρθά˙ νὰ ἔχη Ὀρθοδοξία στὴν πίστι,
ἀλλὰ καὶ ὀρθοπραξία στὴ ζωή.
Μέσα στῆν ὀρθοπραξία συμπεριλαμβάνεται καὶ κάτι, τὸ ὁποῖο ὁ
Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ζητεῖ ὡς ἀπαραίτητο λέγοντας˙ «Πᾶς οὖν ὅστις
ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῶ
ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς˙ ὅστις δʼ ἄν ἀρνήσεταί με
ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου
τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10, 32-33). Αὐτό, ποὺ ζητεῖ ὁ Χριστός, εἶνε ἡ
ὁμολογία τῆς πίστεως. Τί θὰ πῆ ὁμολογία; Θὰ πῆ, αὐτὸ ποὺ πιστεύης νὰ μὴν
τὸ κρατᾶς μυστικὸ ἐντός σου, ἀλλὰ νὰ τὸ φανερώνης καὶ στοὺς ἄλλους γύρω
σου. Τὴν ὁμολογία ζητεῖ ὁ Θεός. Ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος ἐδῶ λέει˙ «Καρδία
γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν»
(Ῥωμ. 10 ,10). Γιὰ νὰ σωθῆ, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος, πρέπει μὲ τὴν καρδιά του
νὰ πιστέψη τὸ Χριστό, μὲ τὸ στόμα του δὲ νὰ τὸν ὁμολογήση. Καὶ ἄλλου
προτρέπει˙ «Κρατῶμεν τὰς ὁμολογίας», νὰ κρατοῦμε δηλαδὴ τὴν ὁμολογία
(Ἑβρ. 4, 14). Ὁ ἱ. Χρυσόστομος ἐξηγεῖ, τί ἐννοεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος
λέγοντας˙ «Ποίαν ὁμολογίαν λέγει; Ὅτι ἀνάστασίς ἐστιν, ὅτι ἀνταπόδοσις,
ὅτι μυρία ἀγαθά, ὅτι Χριστὸς Θεός ἐστιν, ὅτι Ἡ πίστις ὀρθή. Ταῦτα
ὁμολογήσωμεν, ταῦτα κατάσχωμεν» (PG 63, 63). Αὐτά, λέει, πρέπει νὰ
ὁμολογήσουμε, αὐτὰ νὰ κρατήσουμε.
* * *
Θὰ ἐρωτήση τώρα κάποιος˙ Καὶ σὲ ποιές περιπτώσεις καλούμεθα νὰ ὁμολογήσουμε τὸ Χριστό;
Πρῶτα-πρῶτα στὸ ἅγιο βάπτισμα. Μὲ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος ὁ
ἄνθρωπος ἀξιώνεται τῆς μεγαλυτέρας τιμῆς, τῆς τιμῆς νὰ γίνη μέλος τοῦ
σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Γιʼ αὐτὸ προηγουμένως τοῦ ζητεῖται,
νὰ βεβαιώση ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων ὅτι πιστεύει στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστό. Αὐτὸ στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες γινόταν σὲ ὥριμη
ἡλικία, καὶ ὁ προσερχόμενος εἶχε συνείδησι τί ὁμολογεῖ καὶ τί ὑπόσχεται,
ἐξέφραζε δὲ ἐλευθέρως τὴν ἐπιθυμία του νὰ βαπτισθῆ. Ἀργότερα, μὲ τὴν
αὔξησι τοῦ ἀριθμοῦ τῶν χριστιανῶν καὶ τὴν καθιέρωσι τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ,
ὡρίσθηκε ἀντὶ τοῦ νηπίου νὰ δίδη τὴν ὁμολογία αὐτὴ ὁ ἀνάδοχος. Γιʼ αὐτὸ
πρέπει κι αὐτὸς νὰ εἶνε συνεπὴς ὀρθόδοξος χριστιανός, ἀπαγορέυεται δὲ νὰ
παραστῆ ὡς ἀνάδοχος ὅποιος δὲν εἶνε ἐν τάξει εἴτε στὴν πίστι εἴτε στὴν
ἠθικὴ ζωή. Ἐνῶ λοιπὸν ὁ ἀνάδοχος κρατεῖ τὸ νήπιο στὰ χέρια του, ἀκούει
τὸν ἱερέα νὰ ἐρωτᾶ, Πιστεύεις στὸ Χριστό; Καὶ αὐτὸς ἀποκρίνεται˙
«Πιστεύω αὐτῶ ὡς Βασιλεῖ καὶ Θεῶ» καὶ ἐν συνεχεία ἀπαγγέλλει τὸ
«Πιστεύων εἰς ἕνα Θεόν,…». Ἡ ὁμολογία, δηλαδή, τοῦ Χριστοῦ στὸ βάπτισμα
γίνεται μὲ τὴν ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως.
Μετὰ τὸ βάπτισμα καλούμεθα νὰ ὁμολογοῦμε τὸ Χριστὸ ὁσάκις
προσβάλλεται ἡ πίστι μας. Ἀκούσθηκε εἰρωνεία καὶ χλεύη εἰς βάρος τῶν
ἀληθειῶν τοῦ Εὐαγγελίου; Ὁ χριστιανὸς αἰσθάνεται, ὅτι θίγεται τὸ πιστεύω
του καὶ πονεῖ. Ἐξαπέλυσε κάποιος ἐπίθεσι κατὰ τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας;
Ὁ πιστὸς βλέπει νὰ πλήττεται τὸ ἱερὸ καθίδρυμα τῆς σωτηρίας, καὶ δὲν
μπορεῖ νὰ μείνη ἀπαθής. Διαδίδονται πεπλανημένες καὶ αἱρετικὲς
διδασκαλίες καὶ παρασύρονται ἀδύνατοι; Ὁ ὀρθόδοξος βλεέπι τοὺς λύκους νὰ
κατασπαράσσουν τὰ πρόβατα τῆς μάνδρας τοῦ Χριστοῦ, νὰ χάνωνται ψυχές,
καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κοιμηθῆ. Ἀκούγονται ὕβρεις κατὰ τῶν θείων, βλασφημίες
κατὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσίων; Ὁ
βαπτισμένος χριστιανὸς ἀναστατώνεται καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάση. Σὲ ὅλες
αὐτὲς καὶ κάθε ἄλλη παρόμοια περίπτωσι ἀνοίγει τὸ στόμα μὲ θάρρος καὶ
παρρησία. Εἴτε δημοσιεύματα στὸν τύπο, εἴτε ταινίες στὴν ὀθόνη, εἴτε
νομοθετήματα στὴν βουλή, εἴτε γεγονότα στὴν καθημερινὴ ζωή, εἴτε
ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἀνακύψη, δὲν ἀδιαφορεῖ, δὲν μπορεῖ νʼ ἀδιαφορήση, δίδει
τὸ παρών. Καὶ τῶν διδασκάλων ἤ καθηγητῶν οἱ γνῶμες στὸ σχολεῖο ἐν ὥρα
τῆς διδασκαλίας, καὶ τῶν λεγομένων καλλιτεχνῶν οἱ ἐκφράσεις καὶ
ἐκδηλώσεις, καὶ τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν οἱ παραστάσεις καὶ δηλώσεις, ἀλλὰ
καὶ ἁπλῶν συνανθρώπων λόγια καὶ ἔργα, ἀντιτίθενται πολλὲς φορὲς στὸ Θεὸ
καὶ στὸ θέλημά του. Ποιὸς τότε θὰ ἔχη τὸ σθένος νὰ ὀρθώση τὸ ἀνάστημά
του καὶ νʼ ἀναχαιτίση τὸ κακό; Ἀλλοίμονο ἄν ὁ χριστιανὸς σιωπήση λόγω
δειλίας. Τέτοιες ὥρες οἱ γενναῖοι, ὅσο καὶ ἄν ὁ κόσμος εἰρωνεύεται καὶ
περιφρονῆ, τολμοῦν καὶ ὁμολογοῦν. Ἄλλοτε παράνομοι γάμοι, ἄλλοτε αἰσχρὰ
καλλιστεῖα, ἄλλοτε εἰδωλολατρικὸς καρνάβαλος, ἄλλοτε ὁ σκοτεινὸς
χιλιασμός, ἄλλοτε ὁ παναιρετικὸς οἰκουμενισμός, ἄλλοτε τὸ μεταθετὸ τῶν
ἐπισκόπων, ἄλλοτε ἡ καταπάτησις τῆς κανονικῆς τάξεως στὴν Ἐκκλησία, καὶ
ἄλλοτε ἄλλα, πάντοτε κάτι θὰ δίνη ἀφορμὴ στὸν χριστιανὸ νὰ ἀγωνίζεται
γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, νὰ προασπίζη τὴν τιμὴ τοῦ ὀνόματος τοῦ
Θεοῦ, νὰ ὑπερασπίζεται διωκομένους, νὰ ἀμύνεται κατὰ τῶν ποικίλων
ἐπιθέσεων ὅσο μπορεῖ.
Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ὅλη ἐμφάνισι καὶ συμπεριφορά του ὁμολογεῖ
κανεὶς τὸ Χριστό. Ὁμολογία Χριστοῦ εἶνε λ.χ. τὸ νὰ κάνη ὁ πιστὸς τὸ
σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ὅταν περνᾶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἤ ὅταν κάθεται στὸ
ἐστιατόριο γιὰ φαγητό. Ὅμολογία εἶνε τὸ νὰ μὴ γελάση μὲ ἀσεβὲς
εὐφυολόγημα ἤ νὰ μὴ συμμετάσχη σὲ πειράγματα καὶ ἀστεῖα σὲ βάρος ἑνὸς
ἀθώου. Ὁμολογία εἶνε τὸ νὰ σεβασθῆ τὴ νηστεία σὲ μία δεξίωσι ἤ ἐπίσκεψι.
Ὁμολογία εἶνε τὸ νʼ ἀρνηθῆ σήμερα ἡ νέα νὰ φορέση παντελόνι, νὰ κόψη
καὶ νὰ βάψη τὰ μαλλιά της, νὰ ἐμφανίζεται ἡμίγυμνη, σὲ κάθε εὐκαιρία,
καὶ μάλιστα στὸν ἱ. ναό. Ἰδιαιτέρως σημαντικὴ ὁμολογία τῆς νεαρᾶς κόρης
εἶνε τώρα ἡ σεμνὴ περιβολή της, ὅταν ἔρχεται ὡς νύφη στὴν ἐκκλησία γιὰ
τὸ μυστήριο τοῦ γάμου. Ὁμολογία εἶνε καὶ γιὰ τὸ χριστιανὸ νέο τὸ νὰ
διατηρῆ σήμερα ἐν μέσω τῶν συνομηλίκων του τὸ λεξιλόγιό του καθαρὸ ἀπὸ
χυδαῖες λέξεις καὶ ἐκφράσεις. Ὅμολογία ἀκόμη εἶνε τὸ νὰ μὴ ἀποφεύγουν οἱ
σύζυγοι τὴν εὐλογημένη τεκνογονία καὶ νὰ μὴ θανατώνουν τὰ ἔμβρυα μὲ τὶς
αἱμοσταγεῖς ἐκτρώσεις…
* * *
Ἀγαπητοί μου!
Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει, ὅτι ἡ πίστις, ἄν δὲν ἔχη ἔργα εἶνε νεκρά
(βλ. Ἰακ. 2, 17). Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ ἔργα, ποὺ κάνουν τὴν πίστι ζωντανή, εἶνε
ἡ ὁμολογία. Γιὰ ἄλλες ἐντολὲς ἴσως προβάλουν οἱ πολλοὶ δυσκολίες. Γιὰ
τὴν ἐλεημοσύνη λ.χ. ἴσως προφασισθοῦν, ὅτι δὲν ἔχουν χρήματα. Ἡ ὁμολογία
ὅμως δὲν χρειάζεται χρήματα. Καὶ ὁ πιὸ φτωχὸς μπορεῖ νὰ ὁμολογήση τὸ
Χριστό.
Κοντὰ στοὺς προφήτας, τοὺς ἀποστόλους, τοὺς μάρτυρας, τοὺς
πατέρας, τοὺς ὁσίους καὶ λοιποὺς ἁγίους, ὑπάρχει καὶ μία εἰδικὴ
κατηγορία ἁγίων ποὺ λέγονται ὁμολογηταί. Ἔμβλημα τῆς ζωῆς τους εἶχαν τὸ
«Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα» (Ψαλμ. 115, 1). Αὐτοὺς λοιπὸν ἄς μιμηθοῦμε κʼ
ἐμεῖς, ὁμολογοῦντες ἐδῶ στὴ γῆ τὸν Χριστό, ἄν θέλουμε κʼ ἐκεῖνος νὰ μᾶς
ὁμολογήση τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως ἐνώπιον τοῦ οὐρανίου Πατρὸς καὶ
τῶν ἁγίων ἀγγέλων.
Καὶ ἄν κανεὶς ἐρωτᾶ, πῶς μποροῦμε νὰ γίνουμε ὁμολογηταί; ὁ ἱ.
Χρυσόστομος ἀπαντᾶ˙ «Δυνησόμεθα τοῦτο ποιεῖν, ἐὰν καὶ παρρησίαν ἔχωμεν
καὶ ταῖς Γραφαῖς προσέχωμεν καὶ μὴ παρέργως αὐτὰς ἀκούωμεν» (PG 59,
319-321). Μᾶς χρειάζεται παρρησία, θάρρος λόγου δηλαδή, καὶ προσεκτικὴ
μελέτη τῆς Γραφῆς.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ», σελ. 104-111 (ἕκδοσις Γ΄ 2001).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου